Ήταν μια βροχερή μέρα του Δεκέμβρη λίγο μετά τα Χριστούγεννα, η Πωλίνα μόλις είχε γυρίσει από το ταξίδι της. Μες στην σκέψη της ήταν να πάει γρήγορα στην φίλη της την Αννούλα να της πει τα νέα από τις ολιγοήμερες διακοπές της. Κρατώντας μια κόκκινη ομπρέλα έφτασε τρέχοντας στο σπίτι της φίλης της. Είχε γίνει όμως μούσκεμα καθώς η ομπρέλα δεν αρκούσε να την προστατέψει από την δυνατή βροχή που έπιασε ξαφνικά. Χτύπησε την πόρτα τρέμοντας από το κρύο. Η Αννούλα ανοίγει ξαφνιασμένη την πόρτα, γιατί δεν περίμενε επισκέψεις με αυτό τον καιρό. Βλέπει την Πωλίνα να στάζει από τα νερά της βροχής. Πέρνα γρήγορα της λέει μέσα. Είσαι τυχερή μόλις έχω ανάψει το τζάκι, βγάλε το παλτό σου και εγώ πάω να σου κάνω ένα ζεστό τσάι να ζεσταθείς της είπε.
Η Πωλίνα έβγαλε το παλτό της και τρέμοντας κάθισε κοντά στην φωτιά να ζεσταθεί. Μα τι σε έπιασε με τέτοιο καιρό να βγεις έξω; της είπε η Αννούλα φέρνοντας και το τσάι που εντωμεταξύ είχε φτιάξει. Ήθελα να σου πω τα νέα όσο πιο γρήγορα μπορούσα της είπε εκείνη. Και άρχισε να της λέει για το πόσο ωραία πέρασε τις διακοπές της. Άννα μου της είπε νομίζω πως είμαι πολύ ερωτευμένη με έναν νεαρό που γνώρισα στην Αίγινα, τον συνάντησα σε μια ταβερνούλα. Εκεί δούλευε σερβιτόρος. Είναι ένας πολύ ωραίος και ελκυστικός νέος, κατάξανθος, με γαλάζια μεγάλα μάτια. Όταν μου πρωτομίλησε η καρδιά μου πήγε να σπάσει, αλλά και εκείνος έδειχνε να έχει τρομερή αμηχανία. Με πλησίασε για να πάρει την παραγγελία και είδα πως το μολύβι που κρατούσε στα χέρια του έτρεμε. Τι θα πάρετε παρακαλώ άκουσα να μου λέει. Εγώ ξεροκατάπια από αμηχανία και του είπα, μπορείτε να με βοηθήσετε; πείτε μου το μενού σας. Μετά όταν ήρθε η παραγγελία τον είδα κατά την διάρκεια του φαγητού να μου ρίχνει κλεφτές ματιές.
Αφού πλήρωσα σηκώθηκα να φύγω, τότε έρχεται και μου αφήνει διακριτικά ένα χαρτάκι και μου χαμογελάει πονηρά, ήταν το τηλέφωνό του. Το βραδάκι δεν άντεξα στον πειρασμό και είπα να τον πάρω τηλέφωνο. Εκείνος ήταν ακόμα στην δουλειά και μου ζήτησε να βρεθούμε λίγο πιο αργά, σε ένα μπαράκι παραθαλάσσιο. Άρχισα να ετοιμάζομαι όλο χαρά, δοκίμαζα όλα τα ρούχα μου να δω ποιο θα μου πήγαινε καλύτερα, ήθελα να γίνω πολύ όμορφη σε εκείνη την έξοδο. Τελικά κατέληξα σε ένα λευκό μακρύ φόρεμα. Μου άρεσε γιατί ήταν ανάλαφρο, δροσερό και το λευκό ταίριαζε με την μελαχρινάδα μου. Αφού τελείωσα και με την παραμικρή λεπτομέρεια, έβαλα ένα πολύ γλυκό άρωμα, πήρα την τσάντα μου την άσπρη με τις λευκές πούλιες και ξεκίνησα να πάω στο μέρος που θα τον συναντούσα.
Ο Σπύρος έτσι τον έλεγαν, ήταν στην πόρτα και με περίμενε. Καλησπέρα του είπα μήπως άργησα; όχι καθόλου, αποκρίθηκε αυτός χαμογελώντας. Μπήκαμε μέσα στο μαγαζί και εκείνος σαν ιππότης τράβηξε την καρέκλα να καθίσω. Στην αρχή νιώθαμε αμήχανα και οι δύο και δεν μιλούσαμε απλά κοιταζόμασταν και γελούσαμε κάπου κάπου για να σπάσει ο πάγος. Έπειτα όμως από το δεύτερο ποτό αρχίσαμε να φλυαρούμε ακατάπαυστα. Μιλούσαμε για όλα, για την ζωή μας, για το τι μας αρέσει μέχρι και τις ποδοσφαιρικές μας προτιμήσεις είπαμε. Μετά σηκωθήκαμε για χορό, χορέψαμε ένα μπλούζ και ήρθαμε πολύ κοντά. Εγώ έτρεμα λιγάκι, δεν ξέρω ίσως να έφταιγε η συγκίνηση; να έφταιγε ότι ήρθα πολύ κοντά με αυτό τον υπέροχο άντρα; Εκείνος το κατάλαβε και μου χαμογέλασε, με έσφιξε τρυφερά και έγειρε το κεφάλι του στο πρόσωπο μου. Έτσι περάσαμε μια καταπληκτική νύχτα γεμάτη ρομαντισμό και όμορφα συναισθήματα. Ξέρεις κάτι; αυτές τις ημέρες θα έρθει και εδώ να γνωρίσει τους δικούς μου, φυσικά θα έρθεις να πάμε κάπου έξω να στον γνωρίσω εντάξει; Απάντηση δεν πήρε η Πωλίνα όμως στην ερώτηση της, γύρισε να κοιτάξει την Άννα αλλά εκείνη είχε τα μάτια στραμμένα στις φλόγες που έβγαιναν από το τζάκι και το βλέμμα της ήταν απλανές. Φαινόταν καθαρά ότι κάπου ταξίδευε με το μυαλό της;
Η Άννα με την αφήγηση της Πωλίνας βρέθηκε ξαφνικά να θυμάται εικόνες θαμμένες βαθιά μέσα στη μνήμη της. Ήταν δυο κοριτσάκια θυμήθηκε και ξεκίνησε να μιλάει και να λέει της Πωλίνας, που για πρώτη φορά θα έκαναν ταξίδι στην πανέμορφη Αίγινα. Ήταν όλο χαρά και ξύπνησαν πολύ νωρίς κάτι που δεν το συνήθιζαν, εξερευνούσαν τις ήδη έτοιμες βαλίτσες τους και τραγουδούσαν όλο χαρά. Σε λίγο η γνώριμη φωνή της μάνας τους θα τις καλούσε να φάνε το πρωινό, για να φύγουν. Έτρεξαν όλο ενθουσιασμό και κατέβηκαν τα σκαλάκια για να βρεθούν στην κουζίνα όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αφού έφαγαν άρχισαν να κάνουν αμέτρητες ερωτήσεις στην μητέρα τους. Πόση ώρα θα κάνει το πλοίο μαμά να φτάσει στην Αίγινα; είναι ωραία εκεί; που θα μείνουμε; Η μητέρα αφού απάντησε σε λίγες ερωτήσεις σηκώθηκε και με σοβαρό ύφος τους λέει. Σταματήστε τις ερωτήσεις και φέρτε κάτω τις βαλίτσες, έφτασε η ώρα. Μέχρι να τελειώσει την κουβέντα της τα κορίτσια είχαν φύγει και επέστρεψαν αμέσως με τις βαλίτσες στο χέρι. Η μητέρα τους έκανε έναν γρήγορο έλεγχο να δει αν είναι όλα είναι εντάξει και ξεκίνησαν.
Μέσα στο πλοίο είχε ένα μεγάλο σαλόνι, εκεί κάθισαν και αυτά με την μητέρα τους. Κάποια στιγμή το ένα κοριτσάκι είδε ένα γεροντάκι που κρατούσε μπαστούνι, να έρχεται κατά το μέρος τους. Τον βοηθούσε μια κοπέλα να στηριχτεί, εγγονή του πρέπει να ήταν. Κάθισαν ακριβώς απέναντι από τα κορίτσια. Το μικρό κοριτσάκι έβλεπε πως το γεροντάκι είχε καρφωμένα συνεχώς πάνω της τα μάτια του. Το επίμονο και περίεργο βλέμμα του, την θύμωσε και πήγε κοντά του για να τον ρωτήσει γιατί την έβλεπε τόσο περίεργα. Το γεροντάκι χαμογέλασε και της είπε, κάθισε εδώ να σου πω μια ιστορία. Αμέσως ξεκίνησε να αφηγείται και να λέει. Εγώ πριν από χρόνια ήμουν ναυτικός και ταξίδευα σε πολλά μέρη, σε ένα από αυτά έπιασε λιμάνι το πλοίο μας. Ήταν στην Αγγλία θυμάμαι, είπε το γεροντάκι. Σταμάτησε για λίγο και άναψε ένα τσιγάρο, τα δάχτυλα του και τα νύχια του ήταν κατακίτρινα και το κοριτσάκι τα έβλεπε με περιέργεια. Αφού τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά με λαιμαργία συνέχισε. Όταν σταματήσαμε στο λιμάνι, είπαμε όλοι οι Έλληνες που ήμασταν παρέα να βγούμε έξω να πιούμε κανένα κρασάκι.
Περπατούσαμε στους δρόμους του Λονδίνου ψάχνοντας να βρούμε κάποιο μέρος να καθίσουμε. Ξαφνικά μια ταμπέλα τράβηξε όλων την προσοχή, (Ο Έλληνας Τσολιάς) έγραφε με φωτεινά γράμματα. Χωρίς να το σκεφτούμε μπήκαμε μέσα, ήταν ένα μπαράκι με χαμηλό φωτισμό και Ελληνική μουσική. Μέσα εκεί υπήρχαν πολλοί Έλληνες που μας υποδέχτηκαν με χαρά. Ήπιαμε αρκετά εκείνο το βράδυ και μετά από λίγες ώρες χάσαμε την αίσθηση του χρόνου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου δεν ήξερα που βρισκόμουν, το μόνο που αντίκρισα ήταν δυο πελώρια λαμπερά ματάκια. Έκανα να σηκωθώ και τότε είδα, το κοριτσάκι με τα όμορφα καταγάλανα ματάκια να μου χαμογέλαει και να μου κάνει νεύμα να ξαπλώσω. Εκείνη βγήκε διακριτικά από το δωμάτιο και ξαναγύρισε σε λίγα λεπτά με κάποιον κύριο. Ο κύριος αυτός άρχισε να μιλάει στα Αγγλικά και να προσπαθεί να μου εξηγήσει πως βρέθηκα στο σπίτι του. Ευτυχώς με τα λίγα βαπορίσια Αγγλικά μου και με νοήματα καταφέραμε να συνεννοηθούμε. Με είχε βρει ο άνθρωπος, να είναι καλά στην πόρτα του λιπόθυμο και με μάζεψε στο σπίτι του. Είχε καταλάβει, γιατί βρωμοκοπούσα κρασί, ότι ήμουν μεθυσμένος και δεν με πήγε σε νοσοκομείο αλλά με φιλοξένησε σπίτι του. Αυτό λίγοι θα το έκαναν είπε το γεροντάκι, γιατί στα ξένα μέρη δεν σου δίνουν σημασία. Το κοριτσάκι που τόση ώρα καθόταν βουβό με πλησίασε κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ. Αυτή την χειρονομία που έκαναν οι καταπληκτικοί αυτοί άνθρωποι δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Το κοριτσάκι λοιπόν σου μοιάζει πάρα πολύ και έχετε ακριβώς τα ίδια μάτια, να γιατί σε κοιτούσα τόση ώρα είπε στην Αννούλα, θυμήθηκα τα παλιά μου.
Περπατούσαμε στους δρόμους του Λονδίνου ψάχνοντας να βρούμε κάποιο μέρος να καθίσουμε. Ξαφνικά μια ταμπέλα τράβηξε όλων την προσοχή, (Ο Έλληνας Τσολιάς) έγραφε με φωτεινά γράμματα. Χωρίς να το σκεφτούμε μπήκαμε μέσα, ήταν ένα μπαράκι με χαμηλό φωτισμό και Ελληνική μουσική. Μέσα εκεί υπήρχαν πολλοί Έλληνες που μας υποδέχτηκαν με χαρά. Ήπιαμε αρκετά εκείνο το βράδυ και μετά από λίγες ώρες χάσαμε την αίσθηση του χρόνου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου δεν ήξερα που βρισκόμουν, το μόνο που αντίκρισα ήταν δυο πελώρια λαμπερά ματάκια. Έκανα να σηκωθώ και τότε είδα, το κοριτσάκι με τα όμορφα καταγάλανα ματάκια να μου χαμογέλαει και να μου κάνει νεύμα να ξαπλώσω. Εκείνη βγήκε διακριτικά από το δωμάτιο και ξαναγύρισε σε λίγα λεπτά με κάποιον κύριο. Ο κύριος αυτός άρχισε να μιλάει στα Αγγλικά και να προσπαθεί να μου εξηγήσει πως βρέθηκα στο σπίτι του. Ευτυχώς με τα λίγα βαπορίσια Αγγλικά μου και με νοήματα καταφέραμε να συνεννοηθούμε. Με είχε βρει ο άνθρωπος, να είναι καλά στην πόρτα του λιπόθυμο και με μάζεψε στο σπίτι του. Είχε καταλάβει, γιατί βρωμοκοπούσα κρασί, ότι ήμουν μεθυσμένος και δεν με πήγε σε νοσοκομείο αλλά με φιλοξένησε σπίτι του. Αυτό λίγοι θα το έκαναν είπε το γεροντάκι, γιατί στα ξένα μέρη δεν σου δίνουν σημασία. Το κοριτσάκι που τόση ώρα καθόταν βουβό με πλησίασε κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ. Αυτή την χειρονομία που έκαναν οι καταπληκτικοί αυτοί άνθρωποι δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Το κοριτσάκι λοιπόν σου μοιάζει πάρα πολύ και έχετε ακριβώς τα ίδια μάτια, να γιατί σε κοιτούσα τόση ώρα είπε στην Αννούλα, θυμήθηκα τα παλιά μου.
Πέρασαν αρκετές ώρες ταξιδιού και ξαφνικά ακούστηκαν τα μεγάφωνα να αναγγέλλουν την άφιξη τους στην Αίγινα. Σηκωθήκαν όλο χαρά χοροπηδώντας, από το φιλιστρίνι του καραβιού έβλεπαν πόσο όμορφο μέρος ήταν η Αίγινα. Κατεβήκαν και το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν στο λιμάνι ήταν τα δεμένα ψαροκάικα και κάποιους ανθρώπους να βαστάνε δίχτυα και να τα ξεμπλέκουν. Περπάτησαν λίγα μέτρα από το λιμάνι και πήγαν σε κάτι δωμάτια. Μια γυναίκα λιγάκι εύσωμη τους έδειξε το δικό τους δωμάτιο, τους έδωσε τα κλειδιά και απομακρύνθηκε. Αφού τακτοποιηθήκαν, η μητέρα τα πήγε για φαγητό. Κάθισαν σε μια ταβερνούλα που ήταν δίπλα στην θάλασσα. Απόλαυσαν το φαγητό με την συντροφιά από τον σαγηνευτικό ήχο των παφλασμών της θάλασσας. Μετά τα παιδιά κατέβηκαν στην παραλία να παίξουν. Εκεί είδε για πρώτη φορά η Αννούλα τον Πάρη , ένα παιδί ντροπαλό με ξανθά μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Αρχίσαμε να μαζεύουμε πολύχρωμα πετραδάκια της θάλασσας. Έπειτα βρήκαμε ένα άδειο κουτάκι της μπύρας, πάμε να μαζέψουμε καβουράκια είπε η Αννούλα στην αδελφή της. Άρχισαν να μαζεύουν καβουράκια από τα βραχάκια που υπήρχαν εκεί κοντά, όταν ξαφνικά η Αννούλα έβαλε τα κλάματα. Τότε ήταν η πρώτη επαφή της με τον Πάρη που ήρθε κοντά της τρέχοντας. Τι έπαθες γιατί κλαις; Με δάγκωσε ένα καβούρι είπε και του έδειξε το κοκκινισμένο ακόμα δαχτυλάκι της. Εκείνος σοβαρός της είπε, άσε να σου μαζέψω εγώ καβουράκια που ξέρω πως να τα πιάνω χωρίς να με δαγκώσουν.
Το κοριτσάκι κοιτούσε προσεκτικά τον Πάρη όση ώρα μάζευε τα καβουράκια της. Ήταν δυο τρία χρόνια μεγαλύτερος της, το σώμα του ήταν κατάμαυρο από τον ήλιο και τα ξανθά μαλλιά του έκαναν μια όμορφη αντίθεση, ήταν πολύ όμορφο αγόρι και ευγενικό, σκεφτόταν η Αννούλα. Πέρασε αρκετή ώρα και η μητέρα φώναξε τα κορίτσια να φύγουν. Την άλλη μέρα ξανακατέβηκαν στην παραλία, ο Πάρης ήταν πάλι εκεί και έπαιζε με μια μπάλα μόνος του. Μόλις είδε την Αννούλα πήγε κοντά της και της είπε, θέλετε να παίξουμε μπάλα; Ναι απάντησαν και τα δύο κορίτσια και άρχισαν το παιχνίδι. έπαιξαν αρκετά μέχρι που ακούστηκε πάλι η φωνή της μαμάς τους να τις καλεί. Γεια σου Πάρη φεύγουμε, μας φωνάζει η μαμά το απόγευμα πάλι εδώ θα είμαστε του είπαν. Αργά το απογευματάκι φάνηκαν το κορίτσια, ο Πάρης ήταν καθισμένος στην αμμουδιά με άλλα παιδιά και έλεγαν διάφορες ιστορίες. Πλησίασαν τότε και κάθισαν κοντά τους. Έλεγαν όμως για δράκουλες και λυκάνθρωπους και η Αννούλα τρόμαξε λιγάκι. Ο Πάρης που το κατάλαβε πήγε κοντά της σαν να ήθελε να της προσφέρει την προστασίας του και να μην φοβάται. Της χαμογέλασε και είπε, μην φοβάσαι αυτά τα πλάσματα δεν πρόκειται να έρθουν ποτέ στο νησί μας.
Πέρασαν οι ημέρες και οι διακοπές τελείωσαν, τα κορίτσια έπρεπε να αφήσουν τον όμορφο παράδεισο και να γυρίσουν πίσω στο σπίτι τους. Ο Πάρης εκείνη την ημέρα ήταν αμίλητος και σκεφτικός, κάτι τον βασάνιζε. Το απόγευμα στο λιμάνι περίμεναν στεναχωρημένα τα κορίτσια το πλοίο. Το αγόρι τότε πλησίασε και είπε στην Αννούλα πάρε την διεύθυνση μου να μου στέλνεις κανένα γράμμα να μαθαίνω νέα σας και τις έδωσε ένα χαρτάκι. Όταν ζύγωνε το πλοίο και έφτασε η ώρα του αποχωρισμού η Αννούλα έδωσε το χεράκι της να χαιρετίσει τον Πάρη. Είδε τα μάτια του κατακόκκινα και βουρκωμένα και δεν κατάλαβε τι έπαθε. Τι έχεις Πάρη; τον ρώτησε, τίποτα ένα σκουπιδάκι μπήκε στο μάτι μου από το πρωί και με ταλαιπωρεί. Το πλοίο σαλπάρισε σφυρίζοντας και πήρε μαζί του και τα κορίτσια. Η Αννούλα στην αρχή έγραφε τακτικά γράμματα στον Πάρη, μετά αραίωσε. Τον Σεπτέμβριο άνοιξαν τα σχολεία και ξέχασε τελείως το αγόρι. Εκείνος έστελνε για πολύ καιρό γράμματα χωρίς να παίρνει απάντηση ποτέ και έτσι σταμάτησε πια να γράφει.
Κατάλαβες τώρα τι μου θύμισες Πωλίνα; το κοριτσάκι ήμουν εγώ και με την δική σου ιστορία μου θύμισες κάτι πολύ όμορφο, τον παιδικό μου έρωτα. Τότε δεν κατάλαβα πολύ τι ήταν και τρόμαξα με τον πόνο που ένοιωθα μακριά του και έτσι σταμάτησα να γράφω. Θα ήταν πολύ όμορφο να πήγαινα μετά από τόσα χρόνια πίσω και να έβλεπα αυτό το αγόρι. Θέλω να μάθω που είναι και τι κάνει και να του ζητήσω συγνώμη που τον ξέχασα. Η Πωλίνα αισθάνθηκε συγκινημένη για την όμορφη παιδική αγάπη της φίλης της. Θα ρωτήσουμε τον Σπύρο σίγουρα θα τον ξέρει της είπε. Μήπως θυμάσαι το επίθετο του; Ναι Χαραλάμπου, Πάρης Χαραλάμπου το θυμάμαι καλά. Η Πωλίνα χωρίς να χάσει λεπτό παίρνει τηλέφωνο τον Σπύρο και του λέει στα γρήγορα την ιστορία της Αννούλας. Τα μάτια της φωτίστηκαν όλο χαρά και η Αννούλα σαστισμένη την κοιτάει και προσπαθεί να καταλάβει τι λέει. Ωραία λέει η Πωλίνα μισό να πάρω χαρτί, δώσε μου χαρτί και ένα μολύβι, Άννα σε παρακαλώ. Αφού τελείωσε και έκλεισε το τηλέφωνο της λέει όλο χαρά, στον βρήκα εδώ τον έχω και τις έδωσε το χαρτί. Ο Πάρης είναι ξάδελφος του Σπύρου και αυτή την στιγμή ταξιδεύει. Είναι καπετάνιος και ελεύθερος δεν έχει παντρευτεί να του γράψεις μήπως και σε θυμηθεί της είπε ενθουσιασμένη η Πωλίνα.
Αγαπητέ μου φίλε Πάρη, είμαι το κοριτσάκι που ήρθαμε κάποτε για διακοπές στο νησί σου, η Αννούλα. Δεν ξέρω αν με θυμάσαι μα θέλω να σου ζητήσω ένα μεγάλο συγνώμη που σταμάτησα την αλληλογραφία μαζί σου. Φοβήθηκα όμως με το πρωτόγνωρο και όμορφο συναίσθημά που ένοιωσα τότε και με πονούσε ο χωρισμός μας. Τότε έκρινα ότι έπρεπε να σταματήσω για να μην αναστατώνομαι. Τυχαία σήμερα έμαθα για σένα και ένιωσα την ανάγκη να σου γράψω και να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις. Με αυτά τα λόγια η Αννούλα έδωσε το μήνυμα στον Πάρη. Μετά από πολλές μέρες λαμβάνει απάντηση. Γλυκιά μου Αννούλα το γράμμα σου με χαροποίησε αφάνταστα. Δεν έφυγες ποτέ από το μυαλό μου. Όλα αυτά τα χρόνια με βασάνιζε η σκέψη μην τυχών έκανα κάτι που σε πείραξε. Έρχομαι σε δυο μήνες στην Ελλάδα και θα χαρώ πολύ να τα πούμε από κοντά. Μαζί μου έχω μια φωτογραφία που είμαστε όλα τα παιδιά μαζί, τότε στην παραλία θυμάσαι; δεν την αποχωρίζομαι ποτέ, είναι η συντροφιά μου.
Πέρασαν οι δύο μήνες και ακολούθησαν και άλλα γράμματα μαζί και τα τηλέφωνα που αντάλλαζαν όρκους αιώνιας αγάπης. Η παιδική σπίθα του έρωτα, φούντωσε και έγινε μια μεγάλη φλόγα. Η Αννούλα καθόταν στην προβλήτα και περίμενε με αγωνία να έρθει το πλοίο που θα της έφερνε τον αγαπημένο της. Όταν το είδε να πλησιάζει η καρδιά της χτυπούσε τρελά. Οι πόρτες άνοιξαν και φάνηκε μέσα στο πλήθος ο πρίγκιπας της. Ήταν το ίδιο όμορφος και γοητευτικός, δεν άλλαξε πολύ. Ρίχτηκαν στην αγκαλιά ο ένας του άλλου χωρίς να μιλάνε. Ο γάμος τους έγινε μέσα σε λίγες μέρες. Από τότε η Αννούλα και ο Πάρης ζούσαν κυριολεκτικά σε πελάγη ευτυχίας. Γιατί στο πέλαγος την πήρε μαζί του και έφυγε μόνο όταν έμεινε έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Έκαναν ένα ξανθό άγγελο που τον ονόμασαν Βαλεντίνα για να τιμήσουν τον Έρωτα τους. Και έτσι κυλούσαν τα χρόνια ευτυχισμένοι μέχρι που ο καπετάνιος άφησε την θάλασσα και έζησε κοντά στην οικογένεια του τρισευτιχισμένος.
Μύριαμ Κ. Ρόδος
Μύριαμ Κ. Ρόδος
7 σχόλια:
ΩΡΑΙΟ ......ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΑΛΛΑ ΜΕΓΑΛΟ
Πολυ ωραιο..
Τρόμε τι να κάνουμε μερικά πρέπει να έχουν περισσότερη πλοκή, έτσι μου βγαίνουν. Στίκερ σε ευχαριστώ πολύ.
Είναι λίγο μεγάλο γιαπαραμύθι αλλά εμένα μου άρεσε γιατί το είδα σνα ένα μικρό διήγημα! Μπράβο Μύριαμ
Είναι διήγημα το γράφω και στις ετικέτες γιαυτό είναι μεγαλύτερο
ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΦΙΛΗ ΜΥΡΙΑΜ,
ΕΓΩ,ΑΥΤΗ ΣΟΥ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ,ΔΕΝ ΤΗΝ ΒΛΕΠΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ,ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ.. ΑΛΛΩΣΤΕ,ΑΠ'ΟΛΕΣ ΣΟΥ ΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΜΕΤΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ,ΠΑΝΤΑ ΒΛΕΠΩ ΚΑΙ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΠΟΥ ΚΑΙ ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ..Σ'ΑΥΤΗΝ ΕΔΩ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ,ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΩΡΑΙΟ,ΚΑΤΙ ΥΠΕΡΟΧΟ ΠΟΥ ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΗΜΕΡΑ..'' Ο ΑΓΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ,Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΑΙΩΝΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ,ΠΟΥ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ,ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΛΟ ΤΕΛΟΣ,ΕΑΝ ΔΕΝ ΕΦΤΑΝΕ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ,ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ,ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ΓΟΝΕΩΝ,ΚΤΛ…ΟΜΩΣ Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΥΠΗΡΧΕ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΑΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΑΙΩΝΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ..ΛΙΓΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ ΕΝΕΙΝΑΝ ΑΝΥΠΑΝΔΡΕΣ;; ΛΙΓΕΣ ΕΓΙΝΑΝ ΚΑΛΟΓΡΗΕΣ ;;; ΛΙΓΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΕΓΙΝΑΝ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ ;;;ΛΙΓΟΙ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΔΕΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΑΝ ;;; ( ΜΙΜΙΚΟΣ-ΜΑΙΡΗ ). ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΤΟΥΣ ΛΕΓΑΜΕ ΒΛΑΚΕΣ,ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΙΚΟΥΣ,ΤΡΕΛΟΥΣ..ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΤΟ ΟΜΟΡΦΟ,ΤΙΠΟΤΑ ΠΟΥ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΚΑΡΔΙΑ ΝΑ ΚΤΥΠΑ,ΚΑΝΕΝΑ ΑΙΣΘΗΜΑ..Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ ΕΞΕΛΗΞΗ ΤΟΥ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ ΚΑΘΕΤΙ ΩΡΑΙΟ..ΣΕ ΟΛΑ ΤΟΥ,ΣΚΛΗΡΥΝΕ,ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΤΑΠΑΤΗΣΕ..ΛΙΓΕΣ ΠΟΛΥ ΛΙΓΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΔΙΑΤΕΙΡΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΩΣΗ..ΚΙ'ΑΥΤΕΣ ,ΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΙΝΟΝΤΕ ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΧΗΜΟΥ ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΟΥ..ΣΕ ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ,ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ,ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΩΣΥΝΗ,ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ , ΑΠ'ΟΤΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩ ΣΤΑ ΩΡΑΙΑ ΣΟΥ - ΑΣ ΤΑ ΠΩ ΚΙ'ΕΓΩ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ,ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΛΑΣΩ ΤΟ ΧΑΤΗΡΙ ΤΩΝ ΣΥΝΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ ΜΟΥ- ΑΝΗΚΕΙΣ ΚΙ'ΕΣΥ..ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΕΙΣ,ΕΙΝΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΟΒΑΡΟΥ,ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΓΝΩΣΗ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ,ΚΑΙ ΠΟΥ ΖΕΙ,ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ..ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΕΠ'ΩΦΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ..ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ,ΠΟΥ ΜΟΥ ΘΥΜΗΣΕΣ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΣΑ,ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΟΣΟ ΘΑ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΑ ΝΑ ΕΧΩ,ΕΑΝ ΚΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΞΑΝΑΕΛΘΩ - ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΥΤΟ;;;;- ΣΤΗΝ ΖΩΗ !!!!!!!!!!!!!!!!!!
Κωνσταντίνε δεν ξέρω δεν είμαι ειδικός σε αυτά τα θέματα της μετεμψύχωσης. Είναι όμως ωραία η αγάπη με τα αγνά και βαθιά συναισθήματα έχεις δίκιο, οι άνθρωποι τώρα έχουν άλλα κριτήρια για την αγάπη πιο ανέντιμα και χαλάει την ομορφιά και την έννοια της αγάπης.
Δημοσίευση σχολίου