Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Η νεραϊδοπαγίδα της αγάπης

Μια φορά και ένα καιρό σε ένα όμορφο μέρος ζούσαν οι νεραϊδούλες. Κανείς δεν τις έχει δει ποτέ, ούτε και γνώριζαν την ύπαρξη της νεραϊδοχώρας τους. Όμως, ούτε και αυτές είχαν φύγει ποτέ σε κάποιο μακρινό μέρος. Η μεγάλη νεράιδα, απαγόρευσε ρητά σε όλες τις νεραϊδούλες να απομακρυνθούν και να πάνε οπουδήποτε.  Δεν ήταν κακιά, ούτε τύραννος, απλά ήθελε να τις προστατέψει από τους ανθρώπους. Καμιά φορά, την ρωτούσαν οι νεραϊδούλες με απορία, μα γιατί  δεν μας επιτρέπεις, να πάμε λίγο παραπέρα από τον δικό μας τόπο; Τότε, εκείνη θύμωνε που δεν την εμπιστευόντουσαν, έπαιρνε ένα ύφος σαν να τους έλεγε, μα εγώ το κάνω για το καλό σας.

 Η αρχηγός των νεράιδων, τους είχε επιτρέψει να πηγαίνουν σε ένα κοντινό δασάκι μόνο, που είχε πολλά ποτάμια. Επίσης τους είπε, όταν βλέπετε παιδιά, σας επιτρέπω να εμφανίζεστε μπροστά τους και αν θέλετε, να πιάνετε μαζί τους κουβέντα. Τα παιδιά, είναι αγνά είπε,  και δεν θα σας προδώσουν ποτέ. Μείνετε μακριά, από τους μεγάλους ανθρώπους όμως. Γιατί δεν ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε. Οι άνθρωποι, είναι παράξενοι, ύπουλοι και κακοί. Όχι όλοι, μα οι περισσότεροι είναι πανούργοι. Αυτό συμβαίνει, γιατί δεν μπορούν να δεχτούν ότι είμαστε διαφορετικά πλάσματα. Πέρασε ο καιρός και οι νεραϊδούλες βάδιζαν στους νόμους και τις συμβουλές της μεγάλης νεράιδας που ήταν σοφή.

Ένα πρωινό πέταξαν για την συνηθισμένη βόλτα τους, δυο μικρές νεραϊδούλες που ήταν  πολύ φίλες. Τους άρεσε, να πηγαίνουν κάθε πρωί στο δάσος και να κάθονται, στις όχθες ενός μικρού ποταμού. Πολλές φορές έβλεπαν τουρίστες να έρχονται και τότε γινόντουσαν αόρατες. Αν είχαν μαζί τους παιδιά περίμεναν καρτερικά να τα ξεμοναχιάσουν και να τους μιλήσουν. Τρελενόντουσαν να μιλάνε με αυτά τα αγνά και άκακα πλασματάκια. Τους άρεσε η παιδική αφέλεια, ο θαυμασμός προς αυτές και οι αφελείς ερωτήσεις τους. Πως μπορείτε και πετάτε; πως εξαφανίζεστε; γιατί δεν μπορεί να σας δει η μαμά μου; Αυτές, ήταν μερικές από τις ερωτήσεις, που τους έκαναν τα παιδιά. Όμως εκτός τις ερωτήσεις, πολλές φορές τους ζητούσαν να πραγματοποιήσουν τις ευχές τους. Οι νεράιδες αν περνάει από το χέρι τους πάντα πραγματοποιούν τις ευχές των παιδιών μα και των μεγάλων, φτάνει να είναι μέσα από την ψυχή τους και να είναι για καλό σκοπό.

Οι  νεραϊδούλες λοιπόν, πήγαν  στο δασάκι,  αλλά ήταν αόρατες για να μην τις δουν. Απλά έκαναν βόλτα και έπαιζαν μέσα στο δάσος. Ξαφνικά, βλέπουν έναν άνθρωπο να είναι ξαπλωμένος. Πλησίασαν γρήγορα, να δουν από κοντά, τι συμβαίνει. Τότε, είδαν ένα όμορφο νεαρό αγόρι, να κοιμάται του καλού καιρού. Οι νεραϊδούλες γέλασαν και αποφάσισαν να τον  πειράξουν για να γελάσουν. 

Μεταμορφώθηκαν σε έντομα και άρχισαν να τον τσιμπούν για να τον ξυπνήσουν. Εκείνος πράγματι ενοχλήθηκε από το ζουζούνισμα και έκανε γκριμάτσες δυσαρέσκειας, έκαναν πολύ γέλιο, τα ζουζουνιάρικα νεραϊδάκια. Από εκείνο το πρωινό, πήγαν αρκετές φορές και όταν τον συναντούσαν, τον πείραζαν με διάφορους τρόπους. Ώσπου μοιραία η μια νεραϊδούλα τον ερωτεύτηκε τρελά. Δεν μπορούσε να περάσει μια μέρα, που να μην τον δει. Έτσι κάποια στιγμή, παραβίασε τους κανόνες και εμφανίστηκε στον νεαρό.  Μίλησαν αρκετή ώρα και εκείνος έμοιαζε να γνώριζε την ύπαρξη της. Γιατί, δεν έδειξε να εκπλήσσεται καθόλου. Έτσι η μικρή και απονήρευτη νεράιδα, πήγαινε καθημερινά εκεί και αυτός επίσης δεν έχανε μέρα που να μην πάει. Η αγάπη της άρχισε να φουντώνει και να μην σκέφτεται τίποτα πια, παρά μόνο, πως να είναι μαζί του, περισσότερο χρόνο. Πες και πες λοιπόν, κατάφερε να την καλέσει στο χωριό του, για να της δείξει που μένει. 

 
Τα χαράματα η  Ερατώ, έτσι την έλεγαν, το έσκασε από την μεγάλη νεράιδα και πήγε να βρει τον καλό της. Εκεί όμως την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Όταν έφτασε στα σύνορα του χωριού, βρέθηκε να είναι κολλημένη σε κάτι περίεργα, ηλεκτρικά καλώδια. Το παράξενο ήταν πως δεν πέθαινε, απλά δεν μπορούσε ούτε να μεταμορφωθεί αλλά ούτε και να φύγει. Το πλέγμα από τα καλώδια, έγινε η φυλακή της. Εκείνη άρχισε να κλαίει, αυτό ήταν έλεγε, εδώ θα πεθάνω. Πάει έλεγε το όνειρο της αγάπης χάθηκε με τέτοια προδοσία και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Ο νεαρός, γελούσε ικανοποιημένος που πέτυχε τον σκοπό του. Γιατί αυτός ήταν ο στόχος του, να την κάνει να τον αγαπήσει και να την παγιδεύσει.

Η καλή της φίλη της όμως, είχε καταλάβει τι έτρεχε, μεταξύ της φιλενάδας της και του νεαρού. Όταν είδε ότι νύχτωσε και δεν φάνηκε, άρχισαν να την ζώνουν τα φίδια.  Άλλα ούτε και η μεγάλη νεράιδα ήταν ήσυχη, κάτι την έτρωγε εδώ και καιρό. Σαν είδε πως η νεραϊδούλα δεν φάνηκε, άρχισε να ανησυχεί και να λέει στις φίλες της, να ψάξουν να την βρουν. Η φίλη της νεραϊδούλας κάποια φορά κρυφάκουσε και άκουσε τον νέο να λέει, προς τα που είναι το χωριό του και χωρίς κανένα δισταγμό,  ξεκίνησε να την  βρει. 

Όταν έφτασε κοντά στο χωριό, άκουσε τις απελπισμένες κραυγές της. Βοήθεια, βοήθεια, τρέχει αμέσως  να την βοηθήσει και χωρίς να καταλάβει τι γίνεται κολλάει και αυτή στο συρματόπλεγμα. Σε λίγη ώρα, εμφανίστηκε ένας γέρος, με καμπούρα και γαμψή μύτη, κρατούσε ένα μπαστούνι και κούτσαινε ελαφρά, ήταν μαζί με τον νεαρό. Να εδώ είναι, είπε στον γέρο ο νεαρός και κοίταξε πάνω στο συρματόπλεγμα. Α!!!! έβγαλε ένα επιφώνημα χαράς, σαν  είδε και την δεύτερη νεράιδα, πρέπει να μου δώσεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε, γιατί σου έχω δυο νεράιδες για το τσίρκο σου. Έτσι, πότε ψιθυρίζοντας  και πότε μιλώντας μεγαλόφωνα, έφυγαν για λίγο, παζαρεύοντας την ελευθερία τους. 

Η Ερατώ δεν σταμάτησε να κλαίει και να καλεί σε βοήθεια. Ώσπου πάνω στην ταραχή της και στην προσπάθεια της να ελευθερωθεί, έσπασε το αριστερό της φτερό. Η φίλη της την κοιτούσε ανήμπορη, δεν μπορούσε να την  βοηθήσει. Το μόνο που τις έλεγε ήταν,  μην κουνιέσαι Ερατώ θα τραυματιστείς. Η Ερατώ φανερά εξαντλημένη και απογοητευμένη, λιποθύμησε. Η άλλη νεράιδα όμως, σκεφτόταν όλη αυτή την ώρα, πως θα ελευθερωθούν και ξαφνικά, τα μάτια της έλαμψαν από χαρά. Το βρήκα το βρήκα είπε, η Ερατώ άνοιξε για λίγο τα μάτια, αλλά δεν είχε κουράγιο ούτε να μιλήσει. 

Θυμάσαι, συνέχισε να λέει η φίλη της Ερατώς, το ξόρκι κινδύνου που μας έμαθε η μεγάλη νεράιδα; Η Ερατώ άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, που έλαμψαν από ελπίδα. Ναι το θυμάμαι, της απάντησε. Άκου, θα κλείσουμε τα μάτια μας για να συγκεντρωθούμε και θα μετρήσω μέχρι το τρία και τότε θα αρχίσουμε να το λέμε ταυτόχρονα. Έτσι άρχισαν να μετράνε και να να λένε δυνατά το ξόρκι. Σαν τέλειωσαν, άνοιξαν γρήγορα τα μάτια τους και τότε είδαν έναν πυκνό κόκκινο καπνό, να στροβιλίζεται γύρω τους και να σηκώνεται ως τον ουρανό. 

Η μεγάλη νεράιδα, είδε αμέσως τον καπνό και κατάλαβε πως κινδύνευαν τα κορίτσια της. Φώναξε γρήγορα κοντά της, όλες τις νεραϊδούλες και πέταξαν να τις βρουν. Μόλις έφτασαν κοντά και είδε τι συμβαίνει, είπε στις υπόλοιπες νεράιδες να σταματήσουν εκεί, γιατί υπήρχε νεραϊδοπαγίδα. Τότε πλησίασε  εκείνη μόνη της,  έβγαλε ένα μικρό ροζ μπουκαλάκι και άρχισε να ψεκάζει το πλέγμα, λέγοντας συγχρόνως και τα μαγικά λόγια. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, τα κορίτσια ελευθερώθηκαν. Η Ερατώ μόνο έπεσε κάτω, γιατί είχε χάσει το ένα φτερό της στην προσπάθεια της να ελευθερωθεί. Όμως με την βοήθεια των άλλων νεραϊδών πέταξαν μακριά από αυτό το καταραμένο μέρος. 

Αφού έφτασαν με ασφάλεια στην νεραϊδοχώρα, η μεγάλη νεράιδα, φανερά ανακουφισμένη που έσωσε τα κορίτσια της, τους είπε. Βλέπετε τώρα τον λόγο που σας απαγόρευσα να πετάτε μακρυά από εδώ; θυμάστε που σας είπα, να μην έχετε εμπιστοσύνη στους μεγάλους ανθρώπους; Η Ερατώ έκλαιγε συνέχεια, για την ανοησία της να αγαπήσει έναν άνθρωπο, αλλά και που έσπασε το φτερό της και δεν θα μπορούσε να πετάξει πια. Η μεγάλη νεράιδα, πήγε κοντά της και την αγκάλιασε. Σώπα, μην κλαις τέλειωσε, τώρα είσαι ασφαλής μαζί μας. Όσο για το φτερό σου, μην ανησυχείς, για λίγο καιρό μόνο δεν θα πετάς, γιατί σύντομα θα βγάλεις άλλο. Από εκείνη την ημέρα και μετά, καμιά νεραϊδούλα δεν  παραπονέθηκε στην μεγάλη νεράιδα, γιατί κατάλαβαν πόσο τις αγαπούσε και πως ήθελε μόνο το καλό τους. Και έτσι έζησαν καλά οι νεραϊδούλες μακρυά από τους κακούς ανθρώπους και εμείς καλύτερα που κατάφεραν να σωθούν.

Μύριαμ Κ. Ρόδος