Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Η άσπρη λύκαινα



Μια φορά και έναν καιρό, μέσα  στο δάσος, ζούσε μια ευτυχισμένη πενταμελής οικογένεια. Ο πατέρας η μητέρα και τα τρία παιδάκια τους. Κάθε μέρα, η μητέρα πήγαινε στο δάσος για να βοηθήσει τον άντρα της,  να μαζέψει ξύλα για να ανάψουν φωτιά, να μαγειρέψουν  και να ζεστάνουν τα παιδιά τους. Οι γονείς, τα φρόντιζαν με αγάπη και στοργή και έτσι μεγάλωναν πολύ ευτυχισμένα.



Μια κακιά στιγμή όμως, ήρθε να ανατρέψει αυτή την ευτυχία και να γεμίσει με δυστυχία και απόγνωση τα παιδιά. Εκείνο το απόγευμα, ο ήλιος είχε κρυφτεί και ο ουρανός ήταν  κατάμαυρος, σαν να προμήνυε την δυστυχία που ερχόταν.  Ξεκίνησαν λίγο νωρίτερα, γιατί φοβήθηκαν για βροχή. Η ομίχλη, δυσκόλευε τον πατέρα να οδηγήσει και κάθε λίγο σταματούσε να ελέγξει το δρόμο. Η υγρασία είχε μουσκέψει τα πάντα και οι ρόδες πήγαιναν πέρα δώθε. Το μικρό, σαραβαλιασμένο αμάξι του ζευγαριού, δεν άντεξε την ολισθηρότητα και σε κάποια στροφή,  έπεσε πάνω σε ένα δέντρο και άρπαξε αμέσως φωτιά. Οι γονείς, κάηκαν μέσα σε λίγα λεπτά, εγκλωβισμένοι και αβοήθητοι. Ένα μαύρο σύννεφο σκέπασε το δάσος, τρομακτικά ουρλιαχτά ακούστηκαν παντού, για λίγα λεπτά και μετά σιωπή. 



Τα παιδιά, που εντωμεταξύ είχαν μείνει μόνα τους για αρκετή ώρα, άρχισαν να φοβούνται. Σκοτείνιασε  και μέσα στο δάσος, η νύχτα ήταν τρομακτική, για τα μικρά παιδιά. Οι διάφοροι ήχοι, από τα ζώα και τον αέρα, τα τρόμαζε ακόμα περισσότερο και δεν είχαν συνηθίσει το βράδυ να μένουν μόνα. Το μικρούλι ο Μάριος, άρχισε να κλαίει γοερά, γιατί πεινούσε πολύ. Το μεγαλύτερο παιδί, ο Κωνσταντής δέκα χρονών, προσπάθησε να καθησυχάσει τα αδελφάκια του, αγκαλιάζοντας τα τρυφερά. Πέρασε έτσι όλο το βράδυ και τα παιδιά, αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένα, φοβισμένα και νηστικά. 



Η μητέρα, που τα έβλεπε από τον ουρανό ψηλά, άρχισε να κλαίει και παρακάλεσε τον Θεό, να την αφήσει να γυρίσει κοντά τους. Ο Θεός όμως της είπε, πως δεν μπορεί να γίνει αυτό. Εκείνη, άρχισε να κλαίει και να τον θερμοπαρακαλεί. Ο Θεός τότε της είπε, ωραία θα σε αφήσω να πας κοντά τους, αλλά όχι σαν άνθρωπος, γιατί αυτό είναι αδύνατον. Τα μάτια της γυναίκας άστραψαν από χαρά. Δεν πειράζει, στείλε με με όποια μορφή θέλεις, εγώ θα βρω τρόπο, να φροντίσω τα παιδιά μου, του είπε. 



Την άλλη μέρα το πρωί, τα παιδιά άκουσαν ένα παράξενο γρύλισμα στην πόρτα τους. Ο Μάριος άρχισε να κλαίει φοβισμένα, ο μεγάλος αδελφός, νίκησε τον φόβο του και έπιασε στην αγκαλιά του, το αδελφάκι του. Σώπα, μην φοβάσαι του είπε, δεν είναι τίποτα, κάποιο ζωάκι θα πεινάει. Τα ουρλιαχτά, δεν σταματούσαν όμως και άρχισε και εκείνος, να τρέμει από τον φόβο του. Ξαφνικά, άκουσαν μια γυναικεία φωνή να τους λέει, παιδιά μην φοβάστε, ανοίξτε μου την πόρτα για να μπω. Ο Κωνσταντής, άφησε τον μικρούλη από την αγκαλιά του και μισάνοιξε την πόρτα για να δει ποια μιλούσε, μα τρόμαξε και την ξανάκλεισε αμέσως. Ήταν μια τεράστια, λευκή λύκαινα. Άνοιξε μου Κωσταντή, δεν θα σας πειράξω, το υπόσχομαι. Το παιδί, ξαφνιάστηκε πολύ που άκουσε την λύκαινα να μιλάει, ήξερε πως τα ζώα δεν μιλούν. Η αδελφούλα του η Μαρία, έδειχνε να μην φοβάται καθόλου και τον παρότρυνε, να την αφήσει να περάσει στο σπίτι. Άνοιξε μου σε παρακαλώ, θέλω να σας φροντίσω, είπε πάλι η λύκαινα. Ο Κωνσταντής, δειλά-δειλά, άνοιξε την πόρτα. 



Σαν μπήκε η λύκαινα μέσα, πλησίασε τον μικρούλη, που έκανε χαρές μόλις την είδε, γιατί του φάνηκε σαν παιχνίδι. Μπουσούλισε και εκείνο κοντά της και την κοιτούσε περίεργα. Τότε, φώναξε η λύκαινα την Μαρία και της είπε, έλα να με βοηθήσεις να τον ταΐσω γάλα. Η Μαρία ακολούθησε τις οδηγίες της και με τα μικρά της χεράκια σήκωσε τον Μάριο και τον έβαλε στην κοιλία της, εκείνο άρχισε να θηλάζει αχόρταγα. Αφού έφαγε και χόρτασε, η λύκαινα φώναξε τον Κωσταντή και του είπε να τον βάλει στο κρεβατάκι του. Έπειτα εκείνη έφυγε, άλλα τους είπε πως θα επιστρέψει αμέσως. 



Αφού πέρασε λίγη ώρα, χτύπησε ξανά η πόρτα και η ίδια γνώριμη φωνή, που τους καλούσε να ανοίξουν για να μπει μέσα. Στο στόμα της κρατούσε ένα αυτοσχέδιο πανέρι, που ήταν γεμάτο φρούτα. Τα παιδιά χάρηκαν πολύ και κάθισαν αμέσως να φάνε, όσο περισσότερα μπορούσαν. Αυτό γινόταν κάθε μέρα και τα παιδιά είχαν αρχίσει να δένονται πολύ μαζί της. Εκείνη δεν αρκέστηκε να κουβαλάει μόνο τροφή, αλλά βάλθηκε να τους μάθει τα πάντα. Έτσι όταν έφερνε κανένα άγριο κουνέλι ή καμιά κοτούλα, τους έδινε οδηγίες πως να το καθαρίσουν και πως να το μαγειρέψουν. Καθώς περνούσε ο καιρός, και μεγάλωναν τα παιδιά, έπαιρνε τον Κωσταντή μαζί της για να τον μάθει να κυνηγάει και να μαζεύει χόρτα και φρούτα. Η Μαρία, πήρε την φροντίδα του μικρού, τον τάιζε και τον άλλαζε μόνη της. 



Πέρασαν έτσι τα χρόνια και τα παιδιά μεγάλωσαν αρκετά. Ο Κωνσταντής,  πήγε στο κοντινό χωριό και βρήκε δουλειά σε ένα τσαγκαράδικο. Δεν έπαιρνε πολλά λεφτά, μα τώρα μπορούσε να αγοράσει πράγματα που τους είχαν λείψει. Δούλευε ως το απόγευμα και μετά γυρνούσε πάλι, πίσω στο δάσος στα αδέλφια του. Η λύκαινα όλο αυτό τον καιρό, μάθαινε στα παιδιά ότι ήξερε, τους έδινε γνώση και πολύτιμες συμβουλές. Ήθελε να γίνουν, σωστοί και δίκαιοι, άνθρωποι. Μάλιστα είχε αρχίσει να αραιώνει τις επισκέψεις της αφού τα κατάφερναν μια χαρά.



Ένα απόγευμα καθώς γυρνούσε από την δουλειά ο Κωνσταντής, άκουσε κλάματα. Άνοιξε το βήμα του για να δει τι συμβαίνει και καθώς πλησίασε, ένας κόμπος δέθηκε στον λαιμό του. Η αγαπημένη τους λύκαινα, ήταν αιμόφυρτη,  ξαπλωμένη ανάσκελα και με μισόκλειστα τα μάτια. Τρέχει γρήγορα κοντά της, τι έπαθες καλή μου λύκαινα; ποιος σου το κανε αυτό; Ένας κυνηγός, του είπε εκείνη με δυσκολία, μάλλον φοβήθηκε που με είδε και μου έριξε δυο τουφεκιές. Τα μάτια του Κωσταντή άρχισαν να γεμίζουν δάκρυα, γιατί κατάλαβε πως θα την έχανε. Μην στεναχωριέσαι για μένα αγόρι μου, είπε πάλι με αδύναμη  φωνή. Εμένα, το χρέος μου τελείωσε εδώ, τώρα ξέρω πως θα τα καταφέρετε και θα φύγω ευτυχισμένη, είπε και έκλεισε τα μάτια. Ο Κωνσταντής έκλαιγε απαρηγόρητος, έχασαν ένα σπουδαίο μέλος της οικογενείας τους. 



Σαν πήγε σπίτι είπε το κακό μαντάτο στα αδέλφια του και όλα μαζί, πήγαν να της πουν το τελευταίο αντίο. Την έθαψαν σε μια βελανιδιά από κάτω και κάθε μέρα της έπαιρναν λουλούδια. Μάλιστα σε εκείνο το σημείο βγήκε μια όμορφη τριανταφυλλιά και η Μαρία έκοβε ένα κάθε φορά και το στόλιζε στο σπίτι για να νιώθουν την παρουσία της, έστω και με αυτό τον τρόπο. Και έτσι έζησαν τα παιδιά καλά, συνεχίζοντας την ζωή τους και εμείς καλύτερα, που μάθαμε πόσο δυνατή είναι η αγάπη της μάνας και πως χάρη σε αυτή, κατάφεραν να επιβιώσουν. 


Μύριαμ Κ. Ρόδος