Μια φορά και ένα καιρό, ήταν μια νεραϊδούλα που την έλεγαν Αγάπη. Όταν μεγάλωσε και έγινε δεσποινίδα, η μεγάλη νεράιδα που ήταν η νονά της την ρώτησε τι δώρο θέλει να της κάνει. Εκείνη αφού σκέφτηκε καλά της είπε, θέλω να μου χαρίσεις ένα όμορφο δάσος, που θα είναι μόνο δικό μου. Δάσος; ρώτησε απορώντας η νεράιδα. Ναι νονά μου θέλω ένα δάσος, αλλά όχι συνηθισμένο. Να δηλαδή, συνέχισε να λέει η αγάπη, θέλω εκεί μέσα να υπάρχει ζωή, κάποιες ώρες τις ημέρας να ζωντανεύει και να παίρνει μορφή. Η νονά της που δεν της χαλούσε ποτέ το χατήρι, της χάρισε ένα όμορφο δάσος. Εκεί μέσα υπήρχαν τα πάντα, από λιμνούλες, ζωάκια, μέχρι δέντρα, λουλούδια και άλλα φυτά. Έριξε και την μαγική χρυσόσκονη που θα ζωντάνευε το δάσος, φίλησε την μικρή νεραϊδούλα και έφυγε.
Η Αγάπη ευτυχισμένη άρχισε να κάνει βόλτες στο δάσος, πότε πετώντας πάνω από τα δέντρα και πότε περπατώντας στο έδαφος. Κάθε μεσημέρι ζωντάνευαν όλα τα πλάσματα εκεί μέσα. Τα δέντρα, τα λουλούδια και τα υπόλοιπα φυτά, έπαιρναν ανθρώπινη μορφή και συναισθήματα. Τα ζώα πάλι είχαν την ανθρώπινη λαλιά, αλλά παρέμειναν με την ίδια μορφή. Γιατί αυτό που ενδιέφερε την νεραϊδούλα ήταν να μπορούν τα καημένα τα φυτά να περπατάνε, να μιλάνε και να νιώθουν χαρά. Δυο σκιουράκια ερωτεύθηκαν τρελά και την ώρα της μεταμόρφωσης αντάλλασσαν λόγια αγάπης, το ίδιο και όλα τα άλλα ζωάκια, βρήκαν το ταίρι τους και έτσι βασίλευαν τα όμορφα και ευγενικά αισθήματα, στο όμορφο αυτό δάσος.
Μια μέρα δίπλα σε ένα ψηλό δέντρο φύτρωσε μια πρασινάδα. Καθώς μεγάλωνε ερχόταν και πιο κοντά σε εκείνο. Ώσπου μεγάλωσε αρκετά και οι βλαστοί της άρχισαν να αναρριχώνται και να αγκαλιάζουν το δέντρο. Αυτό το έκανε για να προφυλαχτεί από τον αέρα και να μην σπάσει. Το δέντρο όμως ένιωσε παράξενα με αυτό το άγγιγμα, που έμοιαζε σαν απαλό χάδι και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει περίεργα. Το μεσημέρι την ώρα της μεταμόρφωσης γύρισε και κοίταξε την πρασινάδα, με ένα βλέμμα τρυφερό και παράξενο. Η πρασινάδα έγινε μια όμορφη κατάξανθη κοπέλα, ήταν λιγάκι ντροπαλή και γιαυτό δεν έστρεφε το βλέμμα να κοιτάξει τον νεαρό που ήταν κοντά της. Εκείνος όμως μαγεμένος από την ομορφιά της, την πλησίασε και της μίλησε για τα συναισθήματα του. Από εκείνη την ημέρα όλα άλλαξαν, η κοπέλα ανταποκρίθηκε στον ερωτά του. Μάλλον πρώτη εκείνη τον αγάπησε και δεν ήθελε να το πει από ντροπή και έτσι του το έδειξε, αγκαλιάζοντας τρυφερά τον κορμό του. Κάθε μεσημέρι το δέντρο την ώρα που γινόταν άνθρωπος, της έφερνε και από ένα δώρο. Μια μέρα της έφερε ένα κοχύλι γεμάτο τριαντάφυλλα, εκείνη τον αγκάλιασε τρυφερά και έγειρε στον ώμο του ευτυχισμένη.
Ένα μεσημέρι παρατήρησαν και οι δυο, ότι το ποταμάκι πάντα τους έβλεπε με λύπη στα μάτια. Τι να έχει άραγε και γιατί μας βλέπει τόσο λυπημένο το ποταμάκι; αναρωτήθηκαν και οι δύο. Το ρώτησαν αλλά αυτό δεν αποκρίθηκε, έκαμε τάχα πως δεν άκουσε.Οι δυο τους όμως περνούσαν τόσο καλά, με μια αγάπη τόσο δυνατή και μεγάλη, που δεν έδωσαν άλλη σημασία στο ποταμάκι. Σκέφτηκαν ότι ίσως ζήλεψε την αγάπη τους. Πέρασε ο καιρός και η πρασινάδα άρχισε να χάνει το χρώμα της, γινόταν κίτρινη, μαδούσαν τα φύλλα της, ώσπου έμεινε γυμνή. Αυτό στεναχωρούσε το δέντρο και δεν ήξερε τι να κάνει, άνοιγε τα κλαδιά του να την δει ο ήλιος μήπως και ξαναπρασινίσει, αλλά τίποτα δεν γινόταν. Όταν ήρθε το μεσημέρι η ώρα για να μεταμορφωθούν και να ζήσουν την αγάπη τους, το δέντρο μεταμορφώθηκε πρώτο και περίμενε την αγαπημένη του, για να κάνουν την συνηθισμένη βόλτα τους. Όμως αυτό που τον περίμενε δεν το φαντάστηκε ποτέ, η μεταμόρφωση έγινε βέβαια, μα η πρασινάδα ήταν κατάκοιτη και με κλειστά τα μάτια. Τρέχει αμέσως κοντά της, την σηκώνει στην αγκαλιά του και το μόνο που πρόλαβε να ψελλίσει είναι σ¨αγαπώ και έγειρε το κεφάλι. Ο πόνος του δέντρου, ήταν μεγάλος και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, χωρίς να μπορεί να τα συγκρατήσει. Τα ζωάκια όλα μαζεύτηκαν γύρω του θλιμμένα, μαζί και τα φυτά και τα δεντράκια. Πέθανε, ακούστηκε τότε μια φωνή, όλοι γύρισαν να δουν ποιος μίλησε και είδαν το ποταμάκι. Σίγουρα αυτό με την πείρα της ηλικίας του, θα γνώριζε ότι οι πρασινάδες ζουν λιγότερο από τα δέντρα. Αμέσως θυμήθηκε το θλιμμένο του βλέμμα και κατάλαβε το γιατί.
Το δέντρο τότε έπεσε σε μεγάλη θλίψη, ένιωθε τόσο μεγάλο πόνο, που στα σωθικά του άνοιξε μια μεγάλη τρύπα. Το κενό αυτό μεγάλωνε και η νεραϊδούλα που παρακολουθούσε τα πάντα στο δάσος της, σκέφτηκε να κάνει κάτι. Μεταμόρφωσε το άψυχο σώμα της πρασινάδας, σε ένα όμορφο συννεφάκι. Εκείνο όταν εμφανιζόταν, έτρεχε στην αγκαλιά του αγαπημένου της και τον φιλούσε τρυφερά. Εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτά τα χείλη που τον φιλούσαν, νόμιζε πως ήταν η ιδέα του και έτσι όμως να ήταν του άρεσε αυτό το άγγιγμα των χειλιών, γιατί του θύμιζε την αγαπημένη του. Και έτσι συνέχισαν να ζουν καλά στο δασάκι και εμείς καλύτερα.
Τώρα μάθαμε από τι γίνονται οι κουφάλες των δέντρων. Είναι από το σαράκι της αγάπης, όπως όλοι οι ερωτευμένοι έτσι και τα δεντράκια που είναι ζωντανά, ερωτεύονται και όταν χάσουν την αγάπη τους, δημιουργείται αυτή η τρύπα στον κορμό τους από τον πολύ πόνο.
Μύριαμ Κ. Ρόδος
3 σχόλια:
Καλησπέρα Μύριαμ! Αλήθεια πόση φαντασία διαθέτεις,σε συγχαίρω! Αν και το σημερινό σου παραμύθι .μοιάζει με αληθινή Ιστορία αγάπης ! Μπράβο σου !!Μακάρι όλοι μας να μπορούσαμε να γράφουμε παραμύθια,να γίνομαστε για μια φορά παιδιά καθώς θα τα διαβάζουμε,γιατί στα παραμύθια πολλές φορές συναντάς την αλήθεια!!!Συγχαριτήρια,αγαπητή μου φίλη!!!
τα παραμυθακια σου ειναι εξαιρετικα. Μας ταξιδευουν σε ομορφους κοσμους.Εισαι αξια συνχαρητηριων και εμεις ιδιαιτερα τυχεροι που εχουμε την τιμη να ειμαστε φιλοι σου και να διαβαζουμε την εξαιρετικη σου δουλεια που κανεις στο μπλογκ σου
Ευχαριστώ καλά μου φιλαράκια, κ. Αγαθή μου χαίρομαι τόσο πολύ που σου αρέσουν τα παραμυθάκια μου. Γιάννη σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και δική μου τιμή να σας έχω φίλους είναι
Δημοσίευση σχολίου