Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΑΚΙΑ



Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας θαλασσόλυκος, ο καπετάνιος Σπύρος. Αυτός είχε χρόνια στην θάλασσα, αρκετές φορές είχε παλέψει με θεόρατα κύματα και τα νίκησε χάρη στην εμπειρία του. Ταξίδευε σε όλο τον κόσμο για αρκετό χρονικό διάστημα και φρόντιζε να μην λείψει τίποτα από το σπιτικό του. Η γυναίκα του φρόντιζε να μεγαλώνει τα παιδιά τους με αγάπη και προσπαθούσε να αναπληρώσει το κενό που ένιωθαν, από την απουσία του πατέρα τους. Ο κάπταιν Σπύρος όπως τον έλεγαν είχε και ένα βαφτιστήρι που αγαπούσε πολύ, τον μικρό Παναγιώτη. Ο καπετάνιος φέτος αποφάσισε να κάνει γιορτές κοντά στην οικογένεια του, ο μικρός Παναγιώτης τον περίμενε πως και πως να γυρίσει. Ήταν το τελευταίο λιμάνι αυτό που θα έπιαναν αύριο και μετά θα γύριζε σπίτι του να προλάβει τις γιορτές. Τα Χριστούγεννα όμως ανεβαίνουν στη γη τα καλικαντζαράκια και κάνουν διάφορα πράγματα, για να πειράξουν τον κόσμο και να γελάσουν. Έτσι αυτή την χρονιά σκέφτηκαν να πειράξουν τον καπετάνιο. Το ίδιο βράδυ και ενώ το πλοίο βρισκόταν μεσοπέλαγα, τα καλικαντζαράκια σήκωσαν θεόρατα κύματα και αναποδογύρισαν το καράβι, χωρίς να προλάβει να κάνει κάτι ο καπετάνιος. Όλοι τους βρέθηκαν στην θάλασσα και πάλευαν με τα μανιασμένα κύματα. Ο καπετάνιος πήγε κοντά τους και τους φώναξε να μην σκορπιστούν, αλλά να κολυμπούν κοντά του. Πάλευαν για ώρες, ώσπου είδαν ένα νησάκι εκεί κοντά, ο καπετάνιος παραξενεύτηκε γιατί δεν το είχε ξαναδεί. Τόσες φορές είχε περάσει από το ίδιο σημείο και όμως δεν το είχε προσέξει ποτέ, χάρηκε όμως που επιτέλους είδε στεριά. Άρχισαν να κολυμπούν όλοι οι ναύτες κατά το νησί. Επιτέλους έφθασαν και ξάπλωσαν στην αμμουδιά αποκαμωμένοι.

Ο καπετάνιος παρ όλη την κούραση του, σηκώθηκε και άρχισε να μετράει το πλήρωμα, δεν έλειπε κανείς ευτυχώς. Έπειτα παρατήρησε γύρω του και είδε ένα καλύβι να βγάζει καπνό. Δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί, τι δουλεία έχει σε αυτό το ξερονήσι και να σου μια κοπέλα να έρχεται κοντά τους. Γεια σας τους είπε όλο νάζι, ελάτε μέσα στο καλύβι μου που είναι ζεστά, σας έχω βάλει και ζεστό ρόφημα να βράσετε. Πως βρέθηκες εδώ κοπέλα μου; είπε σαστισμένος ο καπετάνιος. Είμαστε μια ομάδα που βοηθάει τους ναυαγούς και κάθε μήνα αλλάζουμε. Γιατί κοντά σε αυτό το νησί, κάνει μεγάλα κύματα και γίνονται πολλά ναυάγια. Έτσι συνέχισε να λέει, κάθε μήνα έρχεται ένας από εμάς και φυλάει το νησί, μήπως χρειαστεί κάποιος την βοήθεια μας. Εγώ λέει η κοπέλα, σας είδα από μακριά και φρόντισα να σας κάνω ζεστό ρόφημα για να ζεσταθείτε, μα ελάτε μέσα τους φώναξε. Τότε σηκώθηκαν όλοι και πήγαν εκεί, τους έφερε κουβέρτες και από ένα ποτήρι ζεστό τσάι. Οι άντρες που μέχρι τότε έτρεμαν από το κρύο, άρχισαν να βράζουν. Τους είχε ανάψει και φωτιά, όλα τα φρόντισε η κοπέλα αυτή. Τελευταίο άφησε τον καπετάνιο, ήθελε βλέπετε να τον περιποιηθεί, του φέρνει τότε μια μεγάλη κούπα καυτό τσάι και του την προσφέρει. Φρόντισε όμως πριν του την δώσει να ρίξει μέσα λίγες μαγικές σταγόνες. Γιατί δεν ήταν άλλο από ένα μεταμορφωμένο σε όμορφη κοπέλα καλικαντζαράκι. Μόλις ήπιε το τσάι ο καπετάνιος έγειρε και κοιμήθηκε αποκαμωμένος πια.

Το πρωί με το που χάραξε, οι άντρες σηκώθηκαν να ψάξουν πως θα μπορέσουν να φύγουν. Ο καπετάνιος τους όμως δεν ξυπνούσε. Εεε κάπταιν Σπύρο, του φώναξαν οι ναύτες, πως θα φύγουμε από αυτό το νησί; Μα εκείνος δεν απαντούσε σε κοιμόταν βαθιά. Οι μαγικές σταγόνες έκαναν καλά την δουλειά τους ο καπετάνιος είχε πέσει σε λήθαργο. Οι άντρες κοιτάχτηκαν τρομαγμένοι, μα τι έπαθε σιγομουρμούρισαν  τίποτα είπε κάποιος, φαίνεται έχει κουραστεί πολύ από το πολύ κολύμπι, ας περιμένουμε να ξυπνήσει και να μας πει τι να κάνουμε. Τα άλλα καλικαντζαράκια που ήταν εκεί κοντά κρυμμένα, χοροπηδούσαν από την χαρά τους, τα κατάφεραν μια χαρά. Στο σπίτι του καπετάνιου επικρατούσε όμως ένας πανικός, μαθεύτηκε ότι χάθηκε το πλοίο και ήταν όλοι ανάστατοι. Ο μικρούλης Παναγιώτης που άκουσε τι έγινε άρχισε να κλαίει και το βράδυ παρακάλεσε στην προσευχή του το πνεύμα των Χριστουγέννων. Σε παρακαλώ πνεύμα μου, του είπε με δάκρυα στα μάτια, κάνε να γυρίσει ο νονός μου. Πες του Άγιου Βασίλη πως φέτος δεν θέλω δώρο, θέλω μόνο να μου φέρει πίσω τον νονό μου.


Πάνω στο νησί, όλοι οι ναύτες έψαχναν σπιθαμή προς σπιθαμή, μήπως και βρουν κάτι που θα τους βοηθήσει να φύγουν. Ένας γέρος ασπρομάλλης με μακριά γενειάδα, εμφανίστηκε τότε ξαφνικά μπροστά τους και τους ρώτησε τι κάνουν εκεί. Αφού του εξήγησαν την κατάσταση τον πήραν κοντά στον καπετάνιο τους που κοιμόταν βαθιά. Ξύπνα παλικάρι μου, άκουσε μες στον ύπνο του ο κυρ Σπύρος, πρέπει να βρούμε τρόπο να γυρίσεις σπίτι. Ο καπετάνιος τινάχτηκε πάνω σαν να τον χτύπησε ρεύμα, κάθισε λίγα λεπτά να συνέλθει και αφού θυμήθηκε τι είχε γίνει, σηκώθηκε πάνω. Πρέπει να κοιτάξουμε πως θα γυρίσουμε πίσω, είπε και άρχισε να ερευνά γύρω του. Το καλύβι είχε χαθεί καθώς και η κοπέλα, τα καλικαντζαράκια μόλις είδαν το πνεύμα των Χριστουγέννων εξαφανίστηκαν από τον φόβο τους. Γιατί ο γεράκος ήταν το πνεύμα που ήρθε να βοηθήσει τους ναυαγούς. Μια προσευχή βγαλμένη μέσα από την καρδιά κάποιου, πάντα εισακούγεται και ο μικρός Παναγιώτης προσευχήθηκε με όλη την καρδιά του, να γυρίσει πίσω ο αγαπημένος του νονός. Και ξαφνικά οι ναύτες άρχισαν να χοροπηδούν και να φωνάζουν, καράβι καράβι σωθήκαμε.

Ένα γλυκό φιλί ξύπνησε τον τρομαγμένο και όλο αγωνία Παναγιώτης. Σήκω τεμπελάκο ακόμα κοιμάσαι; έχω μια ώρα εδώ και σε περιμένω. Μα αυτή η φωνή είναι του νονού μου, πως βρέθηκε τόσο γρήγορα εδώ; Με ένα σάλτο βρέθηκε στην αγκαλιά του αγαπημένου του νονού, σας είδε τελικά το καράβι; το πνεύμα των Χριστουγέννων σας βοήθησε; έκανε και άλλες ερωτήσεις, όταν σταμάτησε γιατί είδε τον νονό του να γελά και να του λέει, ησύχασε παιδί μου όνειρο έβλεπες, μην φοβάσαι εδώ είμαι εγώ. Το παιδί σταμάτησε να ρωτάει και προσπαθούσε να καταλάβει αν ήταν όνειρο. Τις σκέψεις του όμως, τις διέκοψαν οι φωνές των καλεσμένων. Ανήμερα Χριστουγέννων, είχαν πάντα καλεσμένους στο σπίτι τους. Ντύσου και έλα να φάμε, εσένα περιμένουμε για να καθίσουμε στο τραπέζι.

 Ο Παναγιώτης όταν έμεινε μόνος του, άρχισε να προσεύχεται, σε ευχαριστώ Άγιε Βασίλη μου για το δώρο που μου έφερες, είπε και δάκρυσε, αλλά αυτή την φορά από χαρά. Όταν βγήκε από το δωμάτιο τους, είδε όλους εκεί. Όπως κάθε χρόνο μαζευόντουσαν να γιορτάσουν οικογενειακά. Όμως φέτος είχαν και τον νονό του με την οικογένεια του και θα ήταν ακόμα πιο ωραία, γιατί αποφάσισε επιτέλους να κάνει μαζί τους Χριστούγεννα. Σίγουρα ο Παναγιώτης θα θυμάται αυτές τις γιορτές, για πολλά χρόνια, ίσως και για πάντα. Το πνεύμα των Χριστουγέννων φρόντισε να του μείνουν αξέχαστα.

 Μύριαμ Κ. Ρόδος

3 σχόλια:

striker είπε...

Μπραβο Μυριαμ ηταν πολυ ωραιο..

Konstantinos είπε...

ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΦΙΛΗ ΜΥΡΙΑΜ,
ΜΙΑ ΤΕΛΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ - ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ - ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΝΝΑ ΣΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΝΗ ΨΥΧΟΥΛΑ ΣΟΥ..ΠΑΝΤΡΕΨΕΣ ΤΟ ΟΜΟΡΦΟ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΠΙΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ, ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ,ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ ,ΠΟΥ ΜΟΝΟ ΕΣΥ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ..
ΕΙΣΑΙ ΑΞΙΕΠΑΙΝΗ,ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΣΟΥ ΕΥΧΟΜΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΚΑΛΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ Σ'ΟΤΙ ΚΑΝΕΙΣ,ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΟΥ,ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΣΑΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ..ΤΕΤΟΙΑ ΣΠΑΝΙΑ ΑΤΟΜΑ ΣΑΝ ΕΣΕΝΑ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΕΝΑ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΟΜΟΡΦΟ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΣΟΥ..ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΓΛΥΚΕΙΑ ΜΟΥ,ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΥΓΕΙΑ,ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Μύριαμ είπε...

Ευχαριστώ πολύ Στικερ. Κωσταντίνε καλές γιορτές επίσης σου εύχομαι και σε ευχαριστώ πολύ.