Πριν λίγους μήνες συζητώντας με μια φίλη μου νοσοκόμα, μου μίλησε για κάποιαν ασθενή που βλέπει. Μου είπε τόσα πολλά, που θέλησα να την γνωρίσω και έτσι ένα απόγευμα πήγα στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, για να την δω. Όταν μπήκα στο δωμάτιο είδα μια πολύ γλυκιά, φινετσάτη γριούλα στο κρεβάτι. Τα μαλλιά της ήταν κάτασπρα, ήταν λεπτή, χαμογελαστή και με κάτι μάτια επιβλητικά, που σε κοίταζαν από πάνω μέχρι κάτω. Μου χαμογέλασε και μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό που της έκανα. Πήρα μια καρέκλα και κάθισα κοντά της. Στα χέρια της κρατούσε ένα νήμα και ένα βελονάκι, έφτιαχνε κουβέρτα για την νοσοκόμα που την είχε αγαπήσει σαν κόρη της. Πως πάτε κυρία Άννα ρώτησα; σκέτη 'Αννα να με λες μου απάντησε, Αννούλα θα σε λέω της είπα τότε. Εκείνη χαμογέλασε ικανοποιημένη, της άρεσε πολύ αυτό. Όταν κάθισα δίπλα της άρχισε να μου λέει διάφορες ιστορίες της ζωής της. Μου μίλησε για την κόρη και την εγγονή της που έλειπαν στο εξωτερικό. Γίναμε αμέσως φίλες με την γιαγιά, μαζί μου ένιωσε μια οικειότητα όπως και εγώ νόμιζα και την ήξερα πολύ καιρό. Κάποια στιγμή εκεί που μου μιλούσε, γύρισε και πείραξε δίπλα μια άλλη γιαγιά. Την κορόιδεψε το πειραχτήρι, είχε χιούμορ η γιαγιά και μου άρεσε αυτό.
Η Αννούλα ήταν από πολύ καλή και πλούσια οικογένεια, με πατέρα γιατρό και ήταν κοινωνικά καταξιωμένοι, από τζάκι όπως συνηθίζουμε να λέμε. Παντρεύτηκε έναν ευκατάστατο άντρα, που ήταν γνωστός στο νησί από τις ξακουστές δωρεές του πατέρα του. Έκαναν ένα παιδί, ένα κοριτσάκι, που σαν μεγάλωσε παντρεύτηκε και έφυγε στο εξωτερικό. Οι γονείς της τότε την ακολούθησαν καθώς ήταν η μοναχοκόρη τους και ήθελαν να βρίσκονταν κοντά της. Πέρασαν τα χρόνια και στην Ελλάδα ερχόντουσαν μόνο για να επιβλέπουν τα σπίτια και τα χωράφια τους, έκαναν τις διακοπές τους και έφευγαν πάλι. Όταν όμως γέρασαν αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα, δεν ήθελαν να αφήσουν το κοκκαλάκι τους στην ξενιτιά.
Όλα τα χρόνια τα πέρασαν αγαπημένοι, η Άννα και ο άντρας της, ποτέ καμιά σκιά δεν μπήκε ανάμεσα τους. Η Άννουλα πρέπει να ήταν πολύ όμορφη γυναίκα, αφού ακόμα και τώρα βλέπεις μια γλύκα στο προσωπάκι της, για αυτό φαίνεται την λάτρεψε και ο αγαπημένος της. Κάποτε ο άντρας της πέθανε από γερατειά και έμεινε μόνη να πενθεί, για τον χαμό του αγαπημένου της. Η Αννούλα γέρασε όμως και αυτή και χρειάζεται κάποιον άνθρωπο κοντά της. Η κόρη της την παρακαλάει συνέχεια να πάει μαζί της, εκείνη όμως με τίποτα δεν θέλει να φύγει. Τον τελευταίο καιρό, άρχισε να ξεχνάει πολλά χάρη στο Αλτσχάιμερ που απέκτησε, μια ύπουλη νόσο που δεν την καταλαβαίνει ο ασθενής. Μια έξυπνη ανιψιά τότε άρχισε να την διπλαρώνει και να της τρώει τα λεφτά της. Η Άννα πολλές φορές την μπέρδευε με την κόρη της και τις έδινε ότι της ζητούσε. Η ανηψιά σπούδαζε την κόρη της με τα λεφτά της θείας. Όμως δεν αρκέστηκε εκεί, την έβαλε να της γράψει και όλα τα ακίνητα. Ένα πρωί η ηλικιωμένη γυναίκα έπεσε από την σκάλα και χτύπησε, ευτυχώς στο χωράφι εκείνη την ημέρα ήταν ο άνθρωπος που δούλευε και άκουσε τις φωνές της. Η Άννα πήγε στο νοσοκομείο και η κόρη της ειδοποιήθηκε, από τον άνθρωπο αυτό που φρόντιζε τα χωράφια της.
Η ανιψιά πήγαινε σαν επισκέπτης και την έβλεπε μόνο για τα μάτια του κόσμου. Μετά από λίγες μέρες κατεβαίνει και η κόρη της κάτω στην Ελλάδα για να δει τι γίνεται. Την περίμενε όμως μια δυσάρεστη έκπληξη, όταν έμαθε τι έκανε η ξαδέλφη της. Η αθεόφοβη μέχρι και τα ενοίκια από κάτι σπίτια που είχαν τις τα έπαιρνε όλα και άφηνε την Αννούλα μόνο με την σύνταξη της. Άρχισε αμέσως τις νομικές διαδικασίες για να πάρει τα πάντα πίσω, έφερε και δυο αποκλειστικές νοσοκόμες για να φροντίζουν την μαμά της. Την παρακαλούσε κάθε μέρα να φύγει μαζί της για να την προσέχει αλλά εκείνη ούτε να το ακούσει ήθελε. Έτσι πήρε την απόφαση μετά το νοσοκομείο να την βάλει σε ένα γηροκομείο να την προσέχουν, δεν ήθελε να είναι πια μόνη της. Πλήρωνε πάντα όμως τις νοσοκόμες να αλλάζουν βάρδια και στο γηροκομείο, για να της κρατάνε συντροφιά. Η κόρη δεν μπορούσε να μείνει άλλο και έφυγε πάλι για την Αμερική.
Η Αννούλα όμως ήθελε να γυρίσει σπίτι της και φώναζε μέρα νύχτα. Οι νοσοκόμες δεν την έκαναν καλά, γιατί φώναζε συνέχεια και τσακωνόταν με τα άλλα γεροντάκια. Άρχισε να μην τρώει και η μια νοσοκόμα η φίλη μου, άρχισε να την βγάζει έξω και να την παίρνει σε κανένα εστιατόριο μπας και φάει. Η Αννούλα έξω ήταν μια χαρά, έτρωγε το φαγητό της και μόνο που την έβλεπες χαιρόσουν. Είχα βγει και εγώ μαζί τους δυο φορές, έτρωγε σαν πριγκίπισσα αργά και με μαχαιροπίρουνο πάντα. Δεν έμοιαζε καθόλου με τις άλλες γριούλες του γηροκομείου, το κακό ήταν που ήθελε να τους επιβληθεί και να τους μάθει τρόπους. Μια μέρα η φίλη μου την είδε να πηγαίνει συνέχεια στην τουαλέτα να ανάβει το φως και να περιμένει, αυτό γινόταν κάθε λίγα λεπτά. Τι κάνεις εκεί Άννα; την ρώτησε, περιμένω το ασανσέρ μα χάλασε, μένω στο έκτο φλορ της απάντησε. Το μυαλό της Αννούλας ήταν παρατημένο στην Αμερική εκεί έμεινε. Τώρα έχει γίνει ζωηρή και θέλει να φύγει, δεν μπορεί να καταλάβει γιατί την έβαλαν εκεί μέσα. Έχει ένα πανέμορφο σπίτι στην θάλασσα και δεν μπορεί να το απολαύσει, είναι μαθημένη και διαφορετικά και αυτό έχει επιπτώσεις στην συμπεριφορά της. Άρχισε να γίνεται νευρική και επιθετική.Τα βάζει με όλους τους ηλικιωμένους, τους μαλώνει τους πετάει πράγματα, προσπαθεί να βάλει στην πρίζα μανταλάκια. Έγινε με λίγα λόγια ο Ντένις ο τρομερός και όλα αυτά από αντίδραση, γιατί την έκλεισαν εκεί μέσα.
Αύριο θα πάω να την δω και να καθίσω λίγο μαζί της, είναι πολύ γλυκιά γιαγιούλα, αλλά λίγο η αρρώστια, λίγο η απουσία αγαπημένων προσώπων και του σπιτιού της την έκαναν έτσι. Αννούλα μου λυπάμαι που δεν μπορώ να σε βοηθήσω, το μόνο που μπορώ να κάνω για σένα είναι να σου κρατώ συντροφιά και να σε κάνω να γελάς με τις αστείες ιστοριούλες που σου λέω.
Μύριαμ Κ. Ρόδος
Μύριαμ Κ. Ρόδος