Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΓΟΡΓΟΝΑ

 
Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένας πολύ όμορφος νέος που τον έλεγαν Άνεμο. Αυτός ζούσε σε ένα κοραλλένιο νησί. Είχε ασυνήθιστα,  όμορφα, πολύχρωμα  κοράλλια αυτό το νησί. Κάθε μέρα ο Άνεμος κατέβαινε στην παραλία και βουτούσε στα καταγάλανα νερά.  Του άρεσε να κοιτάει τα κοράλλια. Όταν βρισκόταν εκεί μέσα ένοιωθε μια μεγάλη έκσταση να τον κυριεύει από την τόση ομορφιά που έβλεπε. Ο ήλιος συνέβαλε σε αυτή την ομορφιά, έριχνε τις ακτίνες του όλη μέρα και αυτές έκαναν ένα τρελό παιχνίδι  χρωμάτων μαζί με τα κοράλλια.

Μια χειμωνιάτικη μέρα που η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη   ο νέος πάλι πήγε για τη συνηθισμένη βουτιά του. Δεν ήθελε να χάσει με τίποτα αυτή την ομορφιά. Έτσι γδύθηκε και βούτηξε στην θάλασσα. Τα νερά όμως ήταν θολά από την θαλασσοταραχή και δεν φαινόντουσαν καλά τα κοράλλια. Κάποια στιγμή πάνω στην προσπάθεια του να κοιτάξει από κοντά τα κοράλλια, άρχισε να τον παρασέρνει το κύμα και πριν καλά καλά το καταλάβει, άρχισε να πνίγεται. Άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του, όμως ξαφνικά ένα χέρι άρχισε να τον σηκώνει, να τον τραβάει απαλά, και να τον βγάζει στην επιφάνεια. Γύρισε τότε μέσα στην ζαλάδα του, να δει ποιός είναι αυτός που τον βοηθάει. Η έκπληξη του παρά την ζαλάδα του ήταν μεγάλη. Μια πανέμορφη ξανθιά κοπέλα του χαμογέλασε και σαν να του έδινε υπόσχεση ότι θα τον σώσει. Αφού τον έβγαλε έξω στα ρηχά πριν καλά καλά προλάβει να την ευχαριστήσει, κάνει μια βουτιά και χάνεται. Το μόνο που πρόλαβε να δει, ήταν μια μεγάλη  ουρά ψαριού  αντί για πόδια. Ο νέος βγήκε έξω και αφού συνήλθε από το σοκ του πνιγμού, τράβηξε σιγά σιγά για το σπίτι του.

Όλη την νύχτα ο Άνεμος δεν έκλεισε μάτι. Σκεφτόταν όλα όσα έγιναν στη θάλασσα. Το όμορφο και γλυκό προσωπάκι της κοπέλας  δεν έφευγε από την σκέψη του. Αναρωτιόταν αν όλα αυτά  ήταν αλήθεια ή παραίσθηση λόγω του παραλίγο πνιγμού του.

Την άλλη μέρα ξεκίνησε πρωί πρωί για την θάλασσα με την ελπίδα πως θα την συναντήσει την κοπέλα εκεί. Ήθελε να ευχαριστήσει αλλά και να ξαναδεί το πανέμορφο και παράξενο πλάσμα. Μόλις έφτασε εκεί χωρίς να χάσει καιρό βουτάει αμέσως μέσα. Κολυμπούσε αρκετή ώρα ψάχνοντας παντού, ακόμα και στις θαλάσσιες σπηλιές. Μόλις σωνόταν η αναπνοή του ανέβαινε στην επιφάνεια, έπαιρνε μια μεγάλη ανάσα και ξανάβουτούσε.

 Μετά από δύο ώρες κολύμβησης την βλέπει να έρχεται από μακριά και να τον πλησιάζει. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά, είναι απίστευτα όμορφη σκέφτηκε. Γεια σου του είπε αυτή, εκείνη την ώρα όμως ο Άνεμος ανέβηκε γρήγορα στην επιφάνεια να πάρει την ανάσα του. Όμως γρήγορα ξαναβούτηξε γιατί φοβήθηκε να μην την χάσει. Εκείνη όμως ήταν εκεί και τον περίμενε χαμογελαστή.

Αυτό όμως που τον στεναχωρούσε,  ήταν ότι εκείνος δεν μπορούσε να μιλήσει μέσα στο νερό. Εκείνη το κατάλαβε και του έκανε ένα νεύμα να περιμένει. Όταν ξαναγύρισε κρατούσε ένα καταγάλανο κοχύλι που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί ο Άνεμος. Η γοργόνα τον πλησιάζει και με μεγάλη δεξιοτεχνία το καθαρίζει και του το προσφέρει για να το φάει. Μόλις το έφαγε της είπε με ευγνωμοσύνη, ευχαριστώ πολύ για το κοχύλι αλλά και για τη χτεσινή σου βοήθεια  που μου έσωσες τη ζωή. Κατά την διάρκεια της συνομιλίας του όμως, συνειδητοποιείσε ότι και μιλούσε αλλά και ανάπνεε άνετα στον βυθό. Μα  πως γίνεται αυτό; την ρώτησε. Το κοχύλι έχει αυτές τις μαγικές ιδιότητες του απάντησε αυτή τότε, με ένα χαμόγελο πονηρό. Και έτσι άρχισαν να μιλάνε με τις ώρες και δεν κατάλαβαν πως βράδιασε. Κάποια στιγμή λέει ο Άνεμος πρέπει να φύγω γιατί θα αρχίσουν να ανησυχούν στο σπίτι. Αφού την ευχαρίστησε για άλλη μια φορά και δώσανε υπόσχεση ότι θα βρίσκονται εκεί κάθε μέρα να τα λένε έφυγε για το σπίτι του χαρούμενος.

Πέρασαν δύο μήνες και κάθε μέρα συναντιόντουσαν στο ίδιο μέρος του βυθού. Εκείνη ερχόταν πάντα με ένα γαλάζιο κοχύλι στο χέρι που του το πρόσφερε με ευχαρίστηση και αγάπη. Ο Άνεμος την είχε ερωτευθεί παράφορα και δεν χώριζαν όλη μέρα παρά το βράδυ αργά μόνο.

Ένα όμορφο πρωινό, ο Άνεμος  έκανε πάλι την συνηθισμένη βουτιά του και περίμενε. Όμως μάταια, η γοργόνα του δεν φάνηκε πουθενά. Είχε πια βραδιάσει και ο νέος φανερά ανήσυχος και αποκαμωμένος βγήκε έξω στην παραλία. Είχε ένα πολύ κακό προαίσθημα ότι κάτι κακό συνέβη στην αγαπημένη του και τότε άρχισε τα κλάματα. Γιατί νέε μου κλαίς ακούστηκε μια βροντερή φωνή. Ο Άνεμος γύρισε και βλέπει έναν γεράκο με άσπρη γενειάδα που είχε καθίσει δίπλα του, έτοιμος να τον ακούσει.  Εκείνος του εξιστόρησε όλα τα γεγονότα, όπως  του είπε και την αγάπη του για εκείνη την πανέμορφη γοργόνα. Δεν μπορεί κάτι κακό πρέπει να της συμβαίνει για να μην έρθει είπε στο τέλος και έβαλε πάλι τα κλάματα.

Ο γέρος αφού άκουσε με μεγάλη προσοχή και αμίλητος όλη αυτή την ώρα που του μιλούσε  είπε. Άκου νέε μου την γοργόνα σου την έχουν πάρει οι κουρσάροι και την πάνε στην Αφρική να την πουλήσουν στον βασιλιά Μένανδρο που του αρέσουν οι όμορφες γυναίκες. Ωχ συμφορά που μας βρήκε λέει ο νέος ανήσυχος, πάει η αγάπη μου τι να κάνω για να την σώσω; που πρέπει να τρέξω; Χμ λέει ο γέροντας, επειδή βλέπω πόσο αγνά συναισθήματα αγάπης έχεις θα σε βοηθήσω εγώ. Μα πως; είπε απορημένος ο νέος. Άκου του λέει εγώ είμαι ο Θεός Ποσειδώνας και αγαπάω πολύ όλα τα πλάσματα του βασιλείου μου.

Λοιπόν σκέφτηκα να σε μεταμορφώσω σε αέρα, θα έχεις την δύναμη να τρέχεις με όσα χιλιόμετρα θέλεις. Ακόμα θα μπορείς να μετακινείς με ένα φύσημα σου ολόκληρα σπίτια, καράβια, δέντρα και ότι θελήσεις, δέχεσαι; Ο Άνεμος χωρίς να το σκεφτεί δέχτηκε αμέσως, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να σώσει την αγαπημένη του. Ο γέρος σηκώνεται πάνω και με μια κίνηση μεταμορφώνεται σε έναν ψηλό και πανίσχυρο άντρα. Στο χέρι του κρατούσε μια τρίαινα, χτυπάει απαλά τον νέο και τον μεταμορφώνει σε αέρα.

Ο Άνεμος χωρίς να χάσει καιρό, άρχισε ένα τρελό κυνηγητό. Στο πέρασμά του τον άκουγες να λυσσομανάει και να ουρλιάζει. Από την μανία του να φτάσει γρήγορα σήκωνε ότι έβρισκε μπροστά του. Η θάλασσα στο πέρασμα του άφριζε από την δύναμη και την γρηγοράδα του ανέμου. Και επιτέλους ο άνεμος μετά από δύο ώρες ξέφρενου τρεξίματος βλέπει το κουρσάρικο πλοίο που βρισκόταν η αγαπημένη του. Εκείνη ήταν δεμένη στην κουπαστή και καθώς έκλαιγε, ένοιωσε ένα αεράκι να χαϊδεύει το προσωπάκι της και να της λέει μην φοβάσαι αγαπημένη μου εγώ είμαι, ήρθα για να σε σώσω.

Αμέσως μετά άρχισε να φυσάει ο άνεμος με μεγάλη οργή και μανία. Τα κύματα σηκωνόταν πελώρια  και  άρχισαν να σκεπάζουν το καράβι. Οι πειρατές τρομοκρατημένοι κατέβηκαν στο αμπάρι για να γλυτώσουν, ένας πήγε και έλυσε την γοργόνα και την κατέβασε κάτω για να την επιβλέπει. Όμως σε κλάσματα δευτερολέπτου ένα μεγάλο κύμα αναποδογυρίζει το καράβι και το πάει στον πάτο της θάλασσας. Οι πειρατές πνίγηκαν όλοι και έτσι η γοργόνα ήταν και πάλι ελεύθερη.


Ο Άνεμος και η γοργόνα συνέχισαν να κάνουν παρέα και να λένε για την αγάπη τους, που τώρα πια ήταν αιώνια. Με μια μικρή διαφορά όμως τώρα ανέβαινε η γοργόνα στην επιφάνεια της θάλασσας και ο Άνεμος της ψιθύριζε λόγια αγάπης.

 Ο Άνεμος είχε μεταμορφωθεί στο γνωστό  στοιχείο της φύσης και θα ζούσε αιώνια μαζί με την αγαπημένη του. Αν καμιά φορά ακούτε τον άνεμο να φυσάει δυνατά και να σφυρίζει είναι γιατί κινδυνεύει η γοργόνα του και εκείνος τρέχει πάντα να την σώσει. Και έτσι ζουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

6 σχόλια:

sideras είπε...

πόλη ωραίο <3 <3

Μύριαμ είπε...

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ!!!!

Konstantinos είπε...

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΜΥΡΙΑΜ...ΟΤΑΝ ΠΙΑΣΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΝΝΑ,ΕΙΣΑΙ ΑΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΗ...ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ...ΕΔΩ ΔΕΝ ΕΧΩ ΝΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΜΟΥ !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Μύριαμ είπε...

Καλημέρα Κωνσταντίνε, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια.

striker είπε...

Ενα ομορφο παραμυθι αλλοιοτικο απο τα αλλα ενα παραμυθι για μεγαλα παιδια και για τις μεγαλες ωρες...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΗΓΑΛΟΣ είπε...

ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΠΕΝΝΑ ΣΟΥ ΣΕ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΟΙΣΤΡΟ