Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μεγάλο δάσος, ζούσαν πέντε χελωνάκια. Αυτά ήταν πολύ δεμένα μεταξύ τους και ταίριαζαν σε όλα. Κάθε πρωί μαζευόντουσαν και έκαναν την μικρή τους βόλτα, στο καταπράσινο δάσος. Όμως, ήταν πάντα λυπημένα και δεν μπορούσαν να απολαύσουν την ομορφιά του δάσους. Έβλεπαν τον κυρ λαγό που έτρεχε και ζήλευαν πολύ, που δεν μπορούσαν και αυτές να τρέξουν, χαλούσε το κέφι τους και γκρίνιαζαν συνέχεια. Να και σήμερα, είδαν το μικρό ζαρκάδι που τις χαιρέτισε ευγενικά και αντί να του απαντήσουν στον χαιρετισμό, μούτρωσαν. Γιατί και αυτό έτρεχε πολύ γρήγορα και χανόταν στο λεπτό. Αχ να μπορούσαμε και εμείς να τρέξουμε, έλεγαν και ξανά έλεγαν. Μα κάποια μέρα, εκεί που καθόντουσαν κατσουφιασμένα και έκλαιγαν την μοίρα τους, το μεγαλύτερο χελωνάκι, έβγαλε μια κραυγή χαράς. Το βρήκα!!! είπε ενθουσιασμένο, τι είναι; τι βρήκες; ρώτησαν τα άλλα χελωνάκια. Θα πάμε στον δάσκαλο γυμναστικής, να μας μάθει να τρέχουμε, είπε γεμάτο υπερηφάνεια για την σοφή του σκέψη. Τότε, άρχισαν να χοροπηδούν όλα μαζί και να συμφωνούν με την καταπληκτική ιδέα.
Περπάτησαν μέρες πολλές, σχεδόν μήνας κόντεψε, μέχρι να βρουν τον δάσκαλο που θα τα βοηθούσε και επιτέλους τον βρήκαν. Τι σας φέρνει στην πόρτα μου μικρά μου χελωνάκια; ρώτησε ο γυμναστής γεμάτο απορία. Να, λέει το χελωνάκι που είχε την ιδέα, θέλουμε να μας μάθεις να τρέχουμε γρήγορα. Χμ, είπε ο γυμναστής και σώπασε για δέκα λεπτά, καθώς σκεφτόταν με ποιον τρόπο θα μπορούσε να τα βοηθήσει. Και τι θα κερδίσω εγώ από αυτό; ρώτησε τα χελωνάκια. Τότε αυτά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, καθώς δεν είχαν σκεφτεί την ανταμοιβή του. Α! το βρήκα, είπε το ένα χελωνάκι. Αν μας βοηθήσεις, θα σου δώσουμε το χρυσό καβούκι της βασίλισσας μας, που το έχουμε φυλαγμένο καλά. Χρυσό καβούκι, σκέφτηκε ο γυμναστής, θα κάνει μια περιουσία και έλαμψαν τα μάτια του από χαρά, εντάξει θα σας βοηθήσω, περιμένετε εδώ.
Μπήκε μέσα στο σπίτι και σε δυο λεπτά βγήκε με ένα πριόνι που γυάλιζε, ελάτε κοντά μου. Μπήκαν στην σειρά και ο γυμναστής, άρχιζε να πριονίζει τα καβούκια τους, καθώς θεώρησε πως αυτά ήταν βαριά και εμπόδιζαν τα χελωνάκια να τρέχουν. Γράτσα, γρούτσου, γράτσα γρούτσου, πήρε λίγο το ένα καβούκι, τώρα το επόμενο, γράτσα γρούτσου, γράτσα γρούτσου και έτσι ελάφρωσε κάπως τα χελωνάκια από το βάρος. Για περπατήστε να σας δω, τους είπε. Άρχισαν να περπατούν και διαπίστωσαν με χαρά πως πράγματι άρχισαν να κινούνται πιο γρήγορα. Έκαναν βόλτες πέρα δώθε, μέχρι που λέει το μεγάλο χελωνάκι, μήπως να του πούμε, να μας βγάλει ακόμα λίγο βάρος από το καβούκι μας; Ναι ναι, φώναξαν όλα μαζί και νάτο πάλι το γράτσα γρούτσου, γράτσα γρούτσου. Αυτό έγινε τέσσερις φορές, μέχρι που δεν έμεινε τίποτα από το καβούκι τους, μια πέτσα λεπτή είχαν πια για καβούκι, όμως προχωρούσαν, αρκετά γρήγορα. Ευχαριστημένα καθώς ήταν, έφεραν το χρυσό καβούκι και πλήρωσαν τον γυμναστή, που έτριβε τα χέρια από ευχαρίστηση.
Tα χελωνάκια, έφυγαν ευχαριστημένα, δεν ήταν πια απογοητευόμενα από τον εαυτό τους. Γυρνούσαν στο δάσος τρεχάτα και όλο υπερηφάνεια. Τώρα θα μας ζηλεύουν τα άλλα ζωάκια, έλεγαν και φούσκωναν από υπερηφάνεια. Όμως καθώς γυρνούσαν στα σπίτια τους, εμφανίστηκε μπροστά τους μια αλεπού και προτού καταλάβουν τι γίνεται, χρατς τρώει το ένα χελωνάκι. Άρχισαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και για καλή τους τύχη, βρήκαν μια μεγάλη τρύπα, μπήκαν μέσα. Αφού πέρασε ο κίνδυνος, άρχισαν να συνειδητοποιούν τι είχε συμβεί.
Γρήγορα κατάλαβαν, πως το καβούκι τους, ήταν μεγάλο όπλο άμυνας και πως χάρη σε αυτό, δεν τα πλησίαζε κανένας εχθρός για να τα φάει. Άρχισαν τότε να κλαίνε και να λένε, αχ τι καλά που είμασταν με το καβούκι μας, ήταν το φρούριο μας, ούτε κρυώναμε, ούτε κινδυνεύαμε από τίποτα. Μα τι ανόητα που είμασταν, πως αφήσαμε να καταστραφεί το σπίτι μας και μάλιστα με την θέληση μας; Τι να το κάνουμε να πάμε γρήγορα κάπου, αν μπορεί μάλιστα να μην προλάβουμε ποτέ να πάμε. Εκείνη την ώρα ακούγετε το τρέξιμο του ζαρκαδιού και μετά ένας πυροβολισμός. Αχ πάει το ζαρκαδάκι, το σκότωσαν. Άρχισαν να σκέφτονται, πόσο εγωιστές ήταν και πως τόσο καιρό, άδικα γκρίνιαζαν και στεναχωριόντουσαν. Το ξέρετε χελωνάκια μου, πως εμείς στην ουσία, είμαστε τα πιο τυχερά ζώα στο δάσος; Είπε το μεσαίο χελωνάκι, ζούμε τόσα πολλά χρόνια σε σχέση με τα άλλα ζωάκια. Είμαστε πιο προφυλαγμένα στον κίνδυνο, χάρη στο καβούκι μας λέει το άλλο, αχ τι λάθος κάναμε, είπαν όλα μαζί και έβαλαν ξανά τα κλάματα.
Άρχιζε να βραδιάζει και αυτά, ακόμα ήταν τρομαγμένα και δεν σταμάτησαν λεπτό να κλαίνε. Ξαφνικά, άρχισαν να ακούγονται βροντές και ένας εκκωφαντικός θόρυβος, ακούστηκε. Μια λάμψη εκτυφλωτική και συγχρόνως, μια φωνή γλυκιά και γνώριμη ακούστηκε. Τι πάθατε, μικρά μου χελωνάκια και είστε έτσι; Αυτά ντράπηκαν και κατέβασαν το πρόσωπο τους, όταν κατάλαβαν πως ήταν η νεράιδα των χελωνιών, τι να της έλεγαν τώρα; Αφού πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, το μεγαλύτερο, άρχισε να εξιστορεί με δάκρυα στα μάτια, την μεγάλη κουταμάρα που έκαναν. Έπειτα της είπαν πως έχασαν τον μικρότερο τους φίλο, από μια αλεπού που το καταβρόχθισε
Η νεράιδα αφού τα άκουσε σιωπηλή και είδε πόσο πολύ μετάνιωσαν, αποφάσισε να τα βοηθήσει. Ελάτε βγείτε έξω από την τρύπα και ακολουθήστε με. Αυτά, αν και διστακτικά λόγο φόβου, εμπιστεύτηκαν την νεράιδα τους και βγήκαν. Καθώς περπατούσαν μια μεγάλη, παράξενη βροχή άρχισε. Τέτοια βροχή, δεν είχαν ξαναδεί. Το χρώμα της ήταν γαλάζιο και άστραφτε, οι σταγόνες που έπεφταν πάνω τους άρχισαν να κάνουν έναν παράξενο θόρυβο, σαν κάποιος να έχτιζε και μέσα σε λίγα λεπτά, έγινε το θαύμα. Τα χελωνάκια, απόκτησαν και πάλι τα όμορφα καβούκια τους. Δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης, άρχισαν να τρέχουν και να αναμιγνύονται με την βροχή. Σε ευχαριστούμε πολύ, νεράιδα μας, είπαν όλα με μια φωνή.
Η βροχή έπαψε πια και ένας ολόλαμπρος ήλιος φάνηκε. Αφού πέρασαν τα πρώτα λεπτά χαράς, μια σκιά λύπης φάνηκε ξανά στα μάτια τους. Η νεράιδα αμέσως το κατάλαβε και τα ρώτησε. Τι δεν είστε πάλι ευχαριστημένα; Όχι νεράιδα μου, είμαστε πολύ ευχαριστημένα που αποκτήσαμε και πάλι το καβούκι μας, μα να, είπαν όλα μαζί και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Το θάρρος πήρε το μεγάλο χελωνάκι και με φωνή που τρεμόπαιζε από λύπη είπε. Να ξέρεις, όπως σου έχουμε πει, χάσαμε τον καλύτερο φίλο μας, και δεν μπορούμε να χαρούμε τόσο, ήταν άδικο να φύγει έτσι. Τότε αυτή χαμογέλασε, αφού ήξερε γιατί ήταν λυπημένα, απλά ήθελε να βεβαιωθεί πως έχουν μετανιώσει για αυτό που έκαναν. Δεν μίλησε όμως, μια σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε, ώσπου ξαφνικά, ακούσανε μια αγαπημένη φωνή. Ε φίλοι μου, που είστε και σας έψαχνα; Τα χελωνάκια πάγωσαν, ήταν ο φίλος τους, μα πως ήταν δυνατόν; Το είδαν καθαρά πως το καταβρόχθισε η αλεπού. Να ήταν όνειρο ή είχαν να κάνουν με μια νεράιδα, που όλα τα μπορούσε με τα μαγικά της; Γύρισαν το κεφάλι να ευχαριστήσουν την νεράιδα, αλλά είχε εξαφανιστεί. Όπως και να είχαν τα πράγματα όμως, έπαψαν να αναρωτιούνται, και απολάμβαναν την ελευθερία που τους πρόσφερε απλόχερα το καβούκι τους.
Σίγουρα είχαν πάρει το μάθημα τους και δεν θα ξανά γκρίνιαζαν άλλη φορά. Μάθανε να αγαπάνε τον εαυτό τους, και ήταν όλο χαρά για αυτό. Και έτσι έζησαν αυτά καλά και εμείς καλύτερα, που τα χελωνάκια μας ήταν επιτέλους ευτυχισμένα.
Μύριαμ Κ. Ρόδος