Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Ο Κορονοϊός και η κυρά Ουρανία

Η κυρά Ουρανία, είναι μια γλυκύτατη γιαγιάκα, ετών 75 και ζει σε ένα πολύ μικρό χωριό της Ελλάδας, κοντά στα σύνορα. Εδώ και  μερικά  χρόνια, μένει ολομόναχη, καθώς έχασε τον άντρα της από έμφραγμα. Η μοναχοκόρη της παντρεύτηκε και έφυγε την πρωτεύουσα. Στην αρχή ερχόταν κάθε καλοκαίρι και έβλεπε τους γονείς της, μετά όμως από λίγα χρόνια οι επισκέψεις της αραίωσαν. Η κυρά Ουρανία, στεναχωριόταν πολύ που ήταν μακριά από την κόρη και τα δυο εγγόνια της. Είχε να δει την μικρή Ουρανίτσα  και τον Γιωργάκη, δέκα ολόκληρα χρόνια.  Αυτό ήταν το παράπονο της. Όμως που και που την έπαιρναν κανένα τηλέφωνο, στο μπακάλικο της γειτονιάς  και μάθαινε νέα τους. Έστω και με αυτό το λίγο, γιατρευόταν κάπως η ψυχή της. Η Μαρία η κόρη της, κάθε φορά που την ρώταγε η μάνα της πότε θα έρθετε να σας δω, απαντούσε νευρικά, έχουμε πολύ δουλειά δεν μας περισσεύει χρόνος για ταξίδια και η κυρά Ουρανία ξεροκατάπινε για να μην κλάψει και απαντούσε, καλά παιδί μου, από αγάπη και λαχτάρα ρώτησα. Όταν έκλεινε το τηλέφωνο όμως ξεσπούσε σε λυγμούς. 

Κάθε μέρα, ξυπνούσε από τα χαράματα για να φτιάξει τα ζώα της, γιατί αυτά της έμειναν μόνο. Είχε καμιά δεκάρια κατσίκια και πέντε αρνάκια και για το καθένα είχε ξεχωριστή αγάπη, τους μιλούσε καθώς τα τάιζε ή έπαιρνε το γάλα τους. Ακούραστη η κυρά Ουρανιά, συνέχιζε μετά και στο σπίτι, να φτιάξει τυρί, να μαγειρέψει και να κάνει τις δουλειές της, δεν κουραζόταν με τίποτα. Το έβλεπε σαν λύση στην μοναξιά της, για να μην σκέφτεται πολύ. Ώσπου μια μέρα, εκεί που έβλεπε τις ειδήσεις, άκουσε και για τον Κορονοϊό, που σκοτώνει χιλιάδες ανθρώπους. Παναγία μου φώναξε, ήρθε και στην χώρα μας αυτό το κακό; τα παιδιά μου κινδυνεύουν. Βγήκε έξω και πήγε να βρει τον συνταξιούχο δάσκαλο του χωριού, για να της εξηγήσει καλύτερα τι ήταν αυτό που άκουσε στις ειδήσεις, καθώς ήταν τελείως αγράμματη. Ο δάσκαλος την καθησύχασε λιγάκι, γιατί την είδε που έτρεμε, όμως δεν κατάλαβε πως δεν έτρεμε για την ίδια, αλλά για τα εγγόνια, την κόρη και τον γαμπρό της. Ο δάσκαλος της είπε πως το χωριό έχει πολύ λίγους κατοίκους και επισκέπτες κανέναν, αφού κανείς δεν καταδεχόταν το χωριό τους, άρα ο Κορονοϊός δεν θα μπορούσε να την βλάψει. Εκείνη τότε χάρηκε και του είπε πως θα φωνάξει τα παιδιά να έρθουν στο χωριό. Όχιιι κυρία Ουρανία μου, μην το κάνεις αυτό γιατί θα κινδυνεύεις εσύ λόγω ηλικίας, όμως εκείνη ούτε καν τον άκουσε και έφυγε για το σπίτι της. 


Στο δρόμο μονολογούσε και έλεγε, άκου θα κινδυνεύσω εγώ; δεν με νοιάζει καθόλου να πεθάνω, εγώ έφαγα τα ψωμιά μου, τα παιδιά μου όμως, θέλω να τα σώσω. Σχεδόν τρεχάτη μπήκε στο σπίτι της, σταμάτησε για δυο λεπτά να ξαποστάσει και μετά έψαξε στο συρτάρι της να βρει τον αριθμό τηλεφώνου της κόρης της. Έπειτα βγήκε έξω και κάθισε στο σκαλάκι υπομονετικά, περιμένοντας να ανοίξει το μπακάλικο της Σταματίας. Σαν την είδε να έρχεται από μακριά, άρχισε να της φωνάζει, ε Σταματία τρέχα πιο γρήγορα καιγόμαστε. Εκείνη απορημένη άνοιξε το βήμα της, τι έγινε κυρά Ουρανία; Να παιδάκι μου θέλω να κάνω ένα ένα τηλέφωνο που είναι ανάγκη. Πήρε λοιπόν το τηλέφωνο η Σταματία και σχημάτισε τον αριθμό, αφού είδε πως καλούσε, της έδωσε το ακουστικό. Η αγωνία της μεγάλωνε, καθώς άργησαν να σηκώσουν το τηλέφωνο και να που επιτέλους το σήκωσαν. Αφού τους μίλησε και τους είπε τι σκέφτηκε, η κόρη της της είπε με πολύ γλυκιά φωνή και χωρίς τις αγριοφωνάρες που συνήθως της έβαζε, ναι μαμά μου θα έρθουμε αυτό συζητούσαμε με τον άντρα μου και είμαστε σχεδόν έτοιμοι, τις βαλίτσες κλείνουμε και ξεκινάμε. Η χαρά της κυρά Ουρανίας ήταν απερίγραπτη και έφυγε στο σπίτι να ετοιμάσει τις λιχουδιές για τα εγγονάκια της.

Και τι δεν είχε φτιάξει η γλυκιά γιαγιάκα για τα εγγόνια της, που τα περίμενε πως και πως, τι κουλουράκια, τι μπισκότα, τι φρέσκο τυρί να έχουν πρωινό να τρώνε, τι ψωμί χωριάτικο, από όλα τα καλά, παρόλη την ηλικία της. Όλη την νύχτα δεν έκλεισε μάτι, μετρούσε τις ώρες, που δεν έλεγαν να πάνε πιο γρήγορα και σαν ξημέρωσε, πετάχτηκε απο το κρεβάτι της και πήγε στην κουζίνα. Αφού ήπιε στα γρήγορα έναν καφέ, με λίγο ψωμί και μια φέτα φρέσκο τυρί, άρχισε να μαγειρεύει. Θα πέρασαν λίγες ώρες, όταν ακούστηκε μια κόρνα από αμάξι και φωνές. Πετάχτηκε έξω με χαρά, ναι ήταν τα παιδιά της. Η μικρή Ουρανία ήταν πια δεσποινίς, τρόμαξε να την γνωρίσει και ο Γιωργάκης όμως το ίδιο, έγινε κοτζάμ άντρας.  Η ευτυχισμένη γιαγιά, άνοιξε την αγκαλιά της και εκείνα έτρεξαν αμέσως κοντά της. Το μεσημεριανό φαγητό ήταν το πιο όμορφο που είχε φάει ποτέ η κυρά Ουρανία, και ας έφαγε ελάχιστο, της έφτανε που έβλεπε το τραπέζι γεμάτο από τα αγαπημένα της πρόσωπα. 

Πέρασαν εφτά ημέρες, γεμάτες συγκίνηση και ατελείωτη αγάπη της κυρά Ουρανίας, κάθε πρωί έπαιρνε τα παιδιά και πήγαιναν μαζί να ταΐσουν και να αρμέξουν τα ζώα της.  Τους έδειχνε ακόμα  πως να μαζεύουν και τα αυγά από τις κότες και εκείνα χαρούμενα, έκαναν ότι τους έλεγε η γιαγιά για να μαθαίνουν και να αποκτήσουν μια διαφορετική εμπειρία. Το βράδυ της έβδομης ημέρας, η γιαγιά ξάπλωσε νωρίτερα από ότι συνήθιζε, κάτι δεν πήγαινε καλά με την υγεία της. Είχε ρίγη και έβηχε συνεχώς, η κόρη της πήγε κοντά της και την ρώτησε, τι έπαθες μητέρα; Τίποτα παιδί μου, μάλλον κρύωσα γιατί ξύπνησα πολύ νωρίς και είχε κομματάκι υγρασία έξω. Το βράδυ άρχισε να σηκώνει πυρετό, που δεν έλεγε να πέσει με τίποτα. Σαν ξημέρωσε φώναξαν τον γιατρό, παρουσίαζε μεγάλη δύσπνοια και έπρεπε να μεταφερθεί γρήγορα σε κάποιο νοσοκομείο. Όμως το νοσοκομείο ήταν στο μεγάλο χωριό, αρκετές ώρες δρόμο και κάπως έπρεπε να μεταφερθεί. Αφού έτρεξαν παντού, πήγαν και στον δήμαρχο για να βρουν πως θα γίνει η μεταφορά της σε νοσοκομείο. Τελικά ήρθε μετά από πολλές καθυστερήσεις, ένα ασθενοφόρο με χίλιες προφυλάξεις  και έκαναν την μεταφορά.


 Όμως μέχρι να πάει το ασθενοφόρο στο άλλο χωριό. η κυρά Ουρανία δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Το πρόσωπο της ήταν χαμογελαστό και ήρεμο, γιατί δεν την φόβισε ο θάνατος, αντιθέτος θυσιάστηκε. Γιατί με το φτωχό της μυαλό, ήθελε να σώσει τα παιδιά της.  Δεν ήξερε η καημένη, πως εκείνα θα σωθούν και μάλιστα μόλις τελειώσει όλο αυτό θα ξαναφύγουν και τότε το σπίτι της θα κλείσει μια για πάντα και αν έχουν κολλήσει και άλλοι άνθρωποι εκεί γύρω, που οι περισσότεροι είναι μεγάλης ηλικίας, το χωριό θα σβήσει και δεν θα είναι κανείς εκεί πια να το γεμίσει. Γιατί οι άνθρωποι, έμαθαν στις μεγαλουπόλεις και τις ανέσεις και ξέχασαν το χωριό και την παλιά ζωή τους.  Βέβαια η κόρη της ήταν απαρηγόρητη για το κακό που έκανε άθελα της στην μάνα της, όμως ήταν πλέον αργά. 

Όπως καταλάβατε, σύντομα θα θρηνήσουμε και εμείς πολλές   κυρίες  Ουρανίες και παππούδες, αν δεν συμμορφωθούμε στις οδηγίες και κάνουμε του κεφαλιού μας . Εύχομαι μέσα από την ψυχή μου, όλα να πάνε καλά, βοηθήστε όλοι για να έχουμε όσο το δυνατόν λιγότερα θύματα. 

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Δεν υπάρχουν σχόλια: