Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2021

Tα ανικανοποίητα χελωνάκια



Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μεγάλο δάσος, ζούσαν πέντε χελωνάκια. Αυτά ήταν πολύ δεμένα μεταξύ τους και ταίριαζαν σε όλα. Κάθε πρωί μαζευόντουσαν και έκαναν την μικρή τους βόλτα, στο καταπράσινο δάσος. Όμως, ήταν πάντα λυπημένα και δεν μπορούσαν να απολαύσουν την ομορφιά του δάσους. Έβλεπαν τον κυρ λαγό που έτρεχε και ζήλευαν πολύ, που δεν μπορούσαν και αυτές να τρέξουν, χαλούσε το κέφι τους και γκρίνιαζαν συνέχεια. Να και σήμερα, είδαν το μικρό ζαρκάδι που τις χαιρέτισε ευγενικά και αντί να του απαντήσουν στον χαιρετισμό, μούτρωσαν. Γιατί και αυτό έτρεχε πολύ γρήγορα και χανόταν στο λεπτό. Αχ να μπορούσαμε και εμείς να τρέξουμε, έλεγαν και ξανά έλεγαν. Μα κάποια μέρα, εκεί που καθόντουσαν κατσουφιασμένα και έκλαιγαν την μοίρα τους, το μεγαλύτερο χελωνάκι, έβγαλε μια κραυγή χαράς. Το βρήκα!!! είπε ενθουσιασμένο, τι είναι; τι βρήκες; ρώτησαν τα άλλα χελωνάκια.  Θα πάμε στον δάσκαλο γυμναστικής, να μας μάθει να τρέχουμε, είπε γεμάτο υπερηφάνεια για την σοφή του σκέψη. Τότε, άρχισαν να χοροπηδούν όλα μαζί και να συμφωνούν με την καταπληκτική ιδέα.


Περπάτησαν μέρες πολλές, σχεδόν μήνας κόντεψε, μέχρι να βρουν τον δάσκαλο που θα τα βοηθούσε και επιτέλους τον βρήκαν. Τι σας φέρνει στην πόρτα μου μικρά μου χελωνάκια; ρώτησε ο γυμναστής γεμάτο απορία. Να, λέει το χελωνάκι που είχε την ιδέα, θέλουμε να μας μάθεις να τρέχουμε γρήγορα. Χμ, είπε ο γυμναστής και σώπασε για δέκα λεπτά, καθώς σκεφτόταν με ποιον τρόπο θα μπορούσε να τα βοηθήσει. Και τι θα κερδίσω εγώ από αυτό; ρώτησε τα χελωνάκια. Τότε αυτά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, καθώς δεν είχαν σκεφτεί την ανταμοιβή του. Α! το βρήκα, είπε το ένα  χελωνάκι. Αν μας βοηθήσεις, θα σου δώσουμε το χρυσό καβούκι της βασίλισσας μας, που το έχουμε φυλαγμένο καλά. Χρυσό καβούκι, σκέφτηκε ο γυμναστής, θα κάνει μια περιουσία και έλαμψαν τα μάτια του από χαρά, εντάξει θα σας βοηθήσω, περιμένετε εδώ.

 

Μπήκε μέσα στο σπίτι και σε δυο λεπτά βγήκε με ένα πριόνι που γυάλιζε, ελάτε κοντά μου. Μπήκαν στην σειρά και ο γυμναστής, άρχιζε να πριονίζει τα καβούκια τους, καθώς θεώρησε πως αυτά ήταν βαριά και εμπόδιζαν τα χελωνάκια να τρέχουν. Γράτσα, γρούτσου, γράτσα γρούτσου, πήρε λίγο το ένα καβούκι, τώρα το επόμενο, γράτσα γρούτσου, γράτσα γρούτσου και έτσι ελάφρωσε κάπως τα χελωνάκια από το βάρος. Για περπατήστε να σας δω, τους είπε. Άρχισαν να περπατούν και  διαπίστωσαν με χαρά πως πράγματι άρχισαν να κινούνται πιο γρήγορα. Έκαναν βόλτες πέρα δώθε, μέχρι που λέει το μεγάλο χελωνάκι, μήπως να του πούμε, να μας βγάλει ακόμα λίγο βάρος από το καβούκι μας; Ναι ναι, φώναξαν όλα μαζί και νάτο πάλι το γράτσα γρούτσου, γράτσα γρούτσου. Αυτό έγινε τέσσερις φορές, μέχρι που δεν έμεινε τίποτα από το καβούκι τους, μια πέτσα λεπτή είχαν πια για καβούκι, όμως προχωρούσαν, αρκετά γρήγορα. Ευχαριστημένα καθώς ήταν, έφεραν το χρυσό καβούκι και πλήρωσαν τον γυμναστή, που έτριβε τα χέρια από ευχαρίστηση. 


Tα χελωνάκια, έφυγαν ευχαριστημένα, δεν ήταν πια απογοητευόμενα από    τον εαυτό τους. Γυρνούσαν στο δάσος τρεχάτα και όλο υπερηφάνεια. Τώρα θα μας ζηλεύουν τα άλλα ζωάκια, έλεγαν και φούσκωναν από υπερηφάνεια. Όμως καθώς γυρνούσαν στα σπίτια τους, εμφανίστηκε μπροστά τους μια αλεπού και προτού καταλάβουν τι γίνεται, χρατς τρώει το ένα χελωνάκι. Άρχισαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και για καλή τους τύχη, βρήκαν μια μεγάλη τρύπα, μπήκαν μέσα. Αφού πέρασε ο κίνδυνος, άρχισαν να συνειδητοποιούν τι είχε συμβεί. 


Γρήγορα κατάλαβαν, πως το καβούκι τους, ήταν μεγάλο όπλο άμυνας και πως χάρη σε αυτό, δεν τα πλησίαζε κανένας εχθρός για να τα φάει. Άρχισαν τότε να κλαίνε και να λένε, αχ τι καλά που είμασταν με το καβούκι μας, ήταν το φρούριο μας, ούτε κρυώναμε, ούτε κινδυνεύαμε από τίποτα. Μα τι ανόητα που είμασταν, πως αφήσαμε να καταστραφεί το σπίτι μας και μάλιστα με την θέληση μας; Τι να το κάνουμε να πάμε γρήγορα κάπου, αν μπορεί μάλιστα να μην προλάβουμε ποτέ να πάμε. Εκείνη την ώρα ακούγετε το τρέξιμο του ζαρκαδιού και μετά ένας πυροβολισμός. Αχ πάει το ζαρκαδάκι, το σκότωσαν. Άρχισαν να σκέφτονται, πόσο εγωιστές ήταν και πως τόσο καιρό, άδικα γκρίνιαζαν και στεναχωριόντουσαν. Το ξέρετε χελωνάκια μου, πως εμείς στην ουσία, είμαστε τα πιο τυχερά ζώα στο δάσος; Είπε το μεσαίο χελωνάκι, ζούμε τόσα πολλά χρόνια σε σχέση με τα άλλα ζωάκια. Είμαστε πιο προφυλαγμένα στον κίνδυνο, χάρη στο καβούκι μας λέει το άλλο, αχ τι λάθος 
 κάναμε, είπαν όλα μαζί και έβαλαν ξανά τα κλάματα.                     



Άρχιζε να βραδιάζει και αυτά, ακόμα ήταν τρομαγμένα και δεν σταμάτησαν λεπτό να κλαίνε. Ξαφνικά, άρχισαν να ακούγονται βροντές και ένας εκκωφαντικός θόρυβος, ακούστηκε. Μια λάμψη εκτυφλωτική και συγχρόνως, μια φωνή γλυκιά και γνώριμη ακούστηκε. Τι πάθατε, μικρά μου χελωνάκια και είστε έτσι; Αυτά ντράπηκαν και κατέβασαν το πρόσωπο τους, όταν κατάλαβαν πως ήταν η νεράιδα των χελωνιών, τι να της έλεγαν τώρα; Αφού πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, το μεγαλύτερο, άρχισε να εξιστορεί με δάκρυα στα μάτια,  την μεγάλη κουταμάρα που έκαναν. Έπειτα της είπαν πως έχασαν τον μικρότερο τους φίλο, από μια αλεπού που το καταβρόχθισε 



Η νεράιδα αφού τα άκουσε σιωπηλή και είδε πόσο πολύ μετάνιωσαν, αποφάσισε να τα βοηθήσει. Ελάτε βγείτε έξω από την τρύπα και ακολουθήστε με. Αυτά, αν και διστακτικά λόγο φόβου, εμπιστεύτηκαν την νεράιδα τους και βγήκαν. Καθώς περπατούσαν μια μεγάλη, παράξενη βροχή άρχισε. Τέτοια βροχή, δεν είχαν ξαναδεί. Το χρώμα της ήταν γαλάζιο και άστραφτε, οι σταγόνες που έπεφταν πάνω τους άρχισαν να κάνουν έναν παράξενο θόρυβο, σαν κάποιος να έχτιζε και μέσα σε λίγα λεπτά, έγινε το θαύμα. Τα χελωνάκια, απόκτησαν και πάλι τα όμορφα καβούκια τους. Δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης, άρχισαν να τρέχουν και να αναμιγνύονται με την βροχή. Σε ευχαριστούμε πολύ, νεράιδα μας, είπαν όλα με μια φωνή. 


Η βροχή έπαψε πια και ένας ολόλαμπρος ήλιος φάνηκε. Αφού πέρασαν τα πρώτα λεπτά χαράς, μια σκιά λύπης φάνηκε ξανά στα μάτια τους. Η νεράιδα αμέσως το κατάλαβε και τα ρώτησε. Τι δεν είστε πάλι ευχαριστημένα; Όχι νεράιδα μου, είμαστε πολύ ευχαριστημένα που αποκτήσαμε και πάλι το καβούκι μας, μα να, είπαν όλα μαζί και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Το θάρρος πήρε το μεγάλο χελωνάκι και με φωνή που τρεμόπαιζε από λύπη είπε. Να ξέρεις, όπως σου έχουμε πει, χάσαμε τον καλύτερο φίλο μας, και δεν μπορούμε να χαρούμε τόσο, ήταν άδικο να φύγει έτσι. Τότε αυτή χαμογέλασε, αφού ήξερε γιατί ήταν λυπημένα, απλά ήθελε να βεβαιωθεί πως έχουν μετανιώσει για αυτό που έκαναν. Δεν μίλησε όμως, μια σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε, ώσπου ξαφνικά, ακούσανε μια αγαπημένη φωνή. Ε φίλοι μου, που είστε και σας έψαχνα; Τα χελωνάκια πάγωσαν, ήταν ο φίλος τους, μα πως ήταν δυνατόν; Το είδαν καθαρά πως το καταβρόχθισε η αλεπού. Να ήταν όνειρο ή  είχαν να κάνουν με μια νεράιδα, που όλα τα μπορούσε με τα μαγικά της; Γύρισαν το κεφάλι να ευχαριστήσουν την νεράιδα, αλλά είχε εξαφανιστεί. Όπως και να είχαν τα πράγματα όμως, έπαψαν να αναρωτιούνται, και απολάμβαναν την ελευθερία που τους πρόσφερε απλόχερα το καβούκι τους. 

Σίγουρα είχαν πάρει το μάθημα τους  και δεν θα ξανά γκρίνιαζαν άλλη φορά. Μάθανε να αγαπάνε τον εαυτό τους, και ήταν όλο χαρά για αυτό. Και έτσι έζησαν αυτά καλά και εμείς καλύτερα, που τα χελωνάκια μας ήταν επιτέλους ευτυχισμένα.    

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Ο Κορονοϊός και η κυρά Ουρανία

Η κυρά Ουρανία, είναι μια γλυκύτατη γιαγιάκα, ετών 75 και ζει σε ένα πολύ μικρό χωριό της Ελλάδας, κοντά στα σύνορα. Εδώ και  μερικά  χρόνια, μένει ολομόναχη, καθώς έχασε τον άντρα της από έμφραγμα. Η μοναχοκόρη της παντρεύτηκε και έφυγε την πρωτεύουσα. Στην αρχή ερχόταν κάθε καλοκαίρι και έβλεπε τους γονείς της, μετά όμως από λίγα χρόνια οι επισκέψεις της αραίωσαν. Η κυρά Ουρανία, στεναχωριόταν πολύ που ήταν μακριά από την κόρη και τα δυο εγγόνια της. Είχε να δει την μικρή Ουρανίτσα  και τον Γιωργάκη, δέκα ολόκληρα χρόνια.  Αυτό ήταν το παράπονο της. Όμως που και που την έπαιρναν κανένα τηλέφωνο, στο μπακάλικο της γειτονιάς  και μάθαινε νέα τους. Έστω και με αυτό το λίγο, γιατρευόταν κάπως η ψυχή της. Η Μαρία η κόρη της, κάθε φορά που την ρώταγε η μάνα της πότε θα έρθετε να σας δω, απαντούσε νευρικά, έχουμε πολύ δουλειά δεν μας περισσεύει χρόνος για ταξίδια και η κυρά Ουρανία ξεροκατάπινε για να μην κλάψει και απαντούσε, καλά παιδί μου, από αγάπη και λαχτάρα ρώτησα. Όταν έκλεινε το τηλέφωνο όμως ξεσπούσε σε λυγμούς. 

Κάθε μέρα, ξυπνούσε από τα χαράματα για να φτιάξει τα ζώα της, γιατί αυτά της έμειναν μόνο. Είχε καμιά δεκάρια κατσίκια και πέντε αρνάκια και για το καθένα είχε ξεχωριστή αγάπη, τους μιλούσε καθώς τα τάιζε ή έπαιρνε το γάλα τους. Ακούραστη η κυρά Ουρανιά, συνέχιζε μετά και στο σπίτι, να φτιάξει τυρί, να μαγειρέψει και να κάνει τις δουλειές της, δεν κουραζόταν με τίποτα. Το έβλεπε σαν λύση στην μοναξιά της, για να μην σκέφτεται πολύ. Ώσπου μια μέρα, εκεί που έβλεπε τις ειδήσεις, άκουσε και για τον Κορονοϊό, που σκοτώνει χιλιάδες ανθρώπους. Παναγία μου φώναξε, ήρθε και στην χώρα μας αυτό το κακό; τα παιδιά μου κινδυνεύουν. Βγήκε έξω και πήγε να βρει τον συνταξιούχο δάσκαλο του χωριού, για να της εξηγήσει καλύτερα τι ήταν αυτό που άκουσε στις ειδήσεις, καθώς ήταν τελείως αγράμματη. Ο δάσκαλος την καθησύχασε λιγάκι, γιατί την είδε που έτρεμε, όμως δεν κατάλαβε πως δεν έτρεμε για την ίδια, αλλά για τα εγγόνια, την κόρη και τον γαμπρό της. Ο δάσκαλος της είπε πως το χωριό έχει πολύ λίγους κατοίκους και επισκέπτες κανέναν, αφού κανείς δεν καταδεχόταν το χωριό τους, άρα ο Κορονοϊός δεν θα μπορούσε να την βλάψει. Εκείνη τότε χάρηκε και του είπε πως θα φωνάξει τα παιδιά να έρθουν στο χωριό. Όχιιι κυρία Ουρανία μου, μην το κάνεις αυτό γιατί θα κινδυνεύεις εσύ λόγω ηλικίας, όμως εκείνη ούτε καν τον άκουσε και έφυγε για το σπίτι της. 


Στο δρόμο μονολογούσε και έλεγε, άκου θα κινδυνεύσω εγώ; δεν με νοιάζει καθόλου να πεθάνω, εγώ έφαγα τα ψωμιά μου, τα παιδιά μου όμως, θέλω να τα σώσω. Σχεδόν τρεχάτη μπήκε στο σπίτι της, σταμάτησε για δυο λεπτά να ξαποστάσει και μετά έψαξε στο συρτάρι της να βρει τον αριθμό τηλεφώνου της κόρης της. Έπειτα βγήκε έξω και κάθισε στο σκαλάκι υπομονετικά, περιμένοντας να ανοίξει το μπακάλικο της Σταματίας. Σαν την είδε να έρχεται από μακριά, άρχισε να της φωνάζει, ε Σταματία τρέχα πιο γρήγορα καιγόμαστε. Εκείνη απορημένη άνοιξε το βήμα της, τι έγινε κυρά Ουρανία; Να παιδάκι μου θέλω να κάνω ένα ένα τηλέφωνο που είναι ανάγκη. Πήρε λοιπόν το τηλέφωνο η Σταματία και σχημάτισε τον αριθμό, αφού είδε πως καλούσε, της έδωσε το ακουστικό. Η αγωνία της μεγάλωνε, καθώς άργησαν να σηκώσουν το τηλέφωνο και να που επιτέλους το σήκωσαν. Αφού τους μίλησε και τους είπε τι σκέφτηκε, η κόρη της της είπε με πολύ γλυκιά φωνή και χωρίς τις αγριοφωνάρες που συνήθως της έβαζε, ναι μαμά μου θα έρθουμε αυτό συζητούσαμε με τον άντρα μου και είμαστε σχεδόν έτοιμοι, τις βαλίτσες κλείνουμε και ξεκινάμε. Η χαρά της κυρά Ουρανίας ήταν απερίγραπτη και έφυγε στο σπίτι να ετοιμάσει τις λιχουδιές για τα εγγονάκια της.

Και τι δεν είχε φτιάξει η γλυκιά γιαγιάκα για τα εγγόνια της, που τα περίμενε πως και πως, τι κουλουράκια, τι μπισκότα, τι φρέσκο τυρί να έχουν πρωινό να τρώνε, τι ψωμί χωριάτικο, από όλα τα καλά, παρόλη την ηλικία της. Όλη την νύχτα δεν έκλεισε μάτι, μετρούσε τις ώρες, που δεν έλεγαν να πάνε πιο γρήγορα και σαν ξημέρωσε, πετάχτηκε απο το κρεβάτι της και πήγε στην κουζίνα. Αφού ήπιε στα γρήγορα έναν καφέ, με λίγο ψωμί και μια φέτα φρέσκο τυρί, άρχισε να μαγειρεύει. Θα πέρασαν λίγες ώρες, όταν ακούστηκε μια κόρνα από αμάξι και φωνές. Πετάχτηκε έξω με χαρά, ναι ήταν τα παιδιά της. Η μικρή Ουρανία ήταν πια δεσποινίς, τρόμαξε να την γνωρίσει και ο Γιωργάκης όμως το ίδιο, έγινε κοτζάμ άντρας.  Η ευτυχισμένη γιαγιά, άνοιξε την αγκαλιά της και εκείνα έτρεξαν αμέσως κοντά της. Το μεσημεριανό φαγητό ήταν το πιο όμορφο που είχε φάει ποτέ η κυρά Ουρανία, και ας έφαγε ελάχιστο, της έφτανε που έβλεπε το τραπέζι γεμάτο από τα αγαπημένα της πρόσωπα. 

Πέρασαν εφτά ημέρες, γεμάτες συγκίνηση και ατελείωτη αγάπη της κυρά Ουρανίας, κάθε πρωί έπαιρνε τα παιδιά και πήγαιναν μαζί να ταΐσουν και να αρμέξουν τα ζώα της.  Τους έδειχνε ακόμα  πως να μαζεύουν και τα αυγά από τις κότες και εκείνα χαρούμενα, έκαναν ότι τους έλεγε η γιαγιά για να μαθαίνουν και να αποκτήσουν μια διαφορετική εμπειρία. Το βράδυ της έβδομης ημέρας, η γιαγιά ξάπλωσε νωρίτερα από ότι συνήθιζε, κάτι δεν πήγαινε καλά με την υγεία της. Είχε ρίγη και έβηχε συνεχώς, η κόρη της πήγε κοντά της και την ρώτησε, τι έπαθες μητέρα; Τίποτα παιδί μου, μάλλον κρύωσα γιατί ξύπνησα πολύ νωρίς και είχε κομματάκι υγρασία έξω. Το βράδυ άρχισε να σηκώνει πυρετό, που δεν έλεγε να πέσει με τίποτα. Σαν ξημέρωσε φώναξαν τον γιατρό, παρουσίαζε μεγάλη δύσπνοια και έπρεπε να μεταφερθεί γρήγορα σε κάποιο νοσοκομείο. Όμως το νοσοκομείο ήταν στο μεγάλο χωριό, αρκετές ώρες δρόμο και κάπως έπρεπε να μεταφερθεί. Αφού έτρεξαν παντού, πήγαν και στον δήμαρχο για να βρουν πως θα γίνει η μεταφορά της σε νοσοκομείο. Τελικά ήρθε μετά από πολλές καθυστερήσεις, ένα ασθενοφόρο με χίλιες προφυλάξεις  και έκαναν την μεταφορά.


 Όμως μέχρι να πάει το ασθενοφόρο στο άλλο χωριό. η κυρά Ουρανία δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Το πρόσωπο της ήταν χαμογελαστό και ήρεμο, γιατί δεν την φόβισε ο θάνατος, αντιθέτος θυσιάστηκε. Γιατί με το φτωχό της μυαλό, ήθελε να σώσει τα παιδιά της.  Δεν ήξερε η καημένη, πως εκείνα θα σωθούν και μάλιστα μόλις τελειώσει όλο αυτό θα ξαναφύγουν και τότε το σπίτι της θα κλείσει μια για πάντα και αν έχουν κολλήσει και άλλοι άνθρωποι εκεί γύρω, που οι περισσότεροι είναι μεγάλης ηλικίας, το χωριό θα σβήσει και δεν θα είναι κανείς εκεί πια να το γεμίσει. Γιατί οι άνθρωποι, έμαθαν στις μεγαλουπόλεις και τις ανέσεις και ξέχασαν το χωριό και την παλιά ζωή τους.  Βέβαια η κόρη της ήταν απαρηγόρητη για το κακό που έκανε άθελα της στην μάνα της, όμως ήταν πλέον αργά. 

Όπως καταλάβατε, σύντομα θα θρηνήσουμε και εμείς πολλές   κυρίες  Ουρανίες και παππούδες, αν δεν συμμορφωθούμε στις οδηγίες και κάνουμε του κεφαλιού μας . Εύχομαι μέσα από την ψυχή μου, όλα να πάνε καλά, βοηθήστε όλοι για να έχουμε όσο το δυνατόν λιγότερα θύματα. 

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Η εκκλησία δεν έκλεισε

Έκλεισαν οι εκκλησίες και πολλοί άνθρωποι άρχισαν να βρίζουν, που κάποιοι αντίχριστοι όπως τους λένε ήθελαν να χτυπήσουν την Ορθοδοξία. Όχι η εκκλησία δεν έκλεισε, είναι πάντα στην θέση της και προσεύχεται για τους πιστούς της.  Όποιος θέλει, άνετα μπορεί να πάει και να ανάψει κεράκι, η απαγόρευση αφορά τις συναθροίσεις και το μάζεμα, δηλαδή την πολυκοσμία .  Εξάλλου είναι ο οίκος του Θεού και κανείς δεν μπορεί να με την βία να εμποδίσει την αγάπη του Θεού από τους πιστούς του. Όμως πριν αρχίσετε να βρίζεται, να κλαίτε και να μοιρολογείτε, σκεφτείτε πως είναι αναγκαία προσωρινά μέτρα, που επιβάλλει η παγκόσμια υγεία και πρέπει να ακολουθήσουμε και εμείς. Προσευχή μπορούμε να κάνουμε και στο σπίτι μας, στην τηλεόραση τα τοπικά κανάλια δείχνουν τις λειτουργίες.  Τώρα θα μου πείτε δεν είναι το ίδιο, όμως καλύτερα να τις παρακολουθούμε για λίγο από μακριά, παρά να μην είμαστε σε θέση να τις παρακολουθήσουμε πια  στο μέλλον καθόλου, καταλαβαίνετε τι εννοώ.

Η πίστη είναι μια ζωντανή φλόγα αγάπης και ελπίδας για την αιώνια ζωή και με αυτήν ο άνθρωπος περνάει με μεγαλύτερη ευκολία το κάθε εμπόδιο στην ζωή του. Θα πρέπει να καταλάβουμε όλοι, πως είναι μέτρα προσωρινά και όχι παντοτινά, μόνο για όσες μέρες ή εβδομάδες χρειαστεί. Μην είστε κλειστόμυαλοι και μην βλέπετε παντού εχθρούς, ο μόνος εχθρός αυτή την στιγμή είναι ο Κορονοϊός και αυτόν πολεμάμε.  Ενωθείτε για να τον νικήσουμε όλοι μαζί, μείνετε μέσα και να μετακινείστε, μόνο όταν χρειάζεται και αυτό γρήγορα και με προφύλαξη. Πρέπει με κάθε θυσία να βγούμε νικητές και όσο πιο ανώδυνα γίνεται από αυτόν τον καταστροφικό ανεμοστρόβιλο, που στο διάβα του καταστρέφει τα πάντα. Το χρωστάμε στην πατρίδα, που εκτός των άλλων, αυτή την στιγμή βάλλεται από δύο εχθρούς, με αποτέλεσμα,να έχουμε δυο μέτωπα ανοιχτά.             

Ξέρετε όλοι εσείς που παραπονιέστε, πόσοι συνάνθρωποι μας είναι στο μέτωπο και πολεμάνε για την δική μας ασφάλεια και υγεία; αυτοί δεν έχουν ψυχή; Δεν θα ήθελαν να μείνουν με τις οικογένειες τους, στην ασφάλεια και την θαλπωρή του σπιτιού τους; Και όμως ρίχτηκαν με αυταπάρνηση και αυτοθυσία στον αόρατο και ορατό πόλεμο. Σταματήστε την γκρίνια και προσευχηθείτε όλοι να βγούμε γρήγορα από αυτή την κρίση. Προσευχηθείτε για όλους όσους βρίσκονται στα σύνορα μας και φυλάνε την πατρίδα μας για να μην μπουν μέσα οι εχθροί. Προσευχηθείτε, για τους γιατρούς, τις νοσοκόμες, τις καθαρίστριες που παίζουν κορώνα γράμματα την ζωή τους.  Τους δημόσιους υπαλλήλους που εν ώρα κρίσης και πανδημίας, βρίσκονται στον δρόμο να μαζέψουν τα σκουπίδια μας, για να μην μας πνίξουν.  Επίσης για τους φαρμακοποιούς, για όλους τους εργαζομένους, που βρίσκονται ακόμα στην θέση τους για να μην  λείψει τίποτα σε εμάς.

Οπλιστείτε με υπομονή, και αντλήστε μέσα από την πίστη, θάρρος. Δείξτε υπακοή και κάντε ότι πρέπει για να μην βάλετε την ζωή σας, μα και των αδύναμων ανθρώπων σε κίνδυνο. Μια μπόρα είναι και όλοι μαζί θα την ξεπεράσουμε. Ο Θεός μαζί μας αδέλφια, να προσέχετε και να μείνετε μέσα. 

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Το ταγκό της Σπανιόλας

Μοιάζεις σαν όλους τους πίνακες, αλλά δεν είναι έτσι. Γλυκιά μου Σπανιόλα, είσαι κεντημένη στο χέρι, κάθε τετραγωνάκι σου είναι με πολύ αγάπη και μεράκι. Σε έχει κεντήσει η δικιά μου γιαγιά για μένα, ναι ένα δώρο για να την θυμάμαι σαν μεγαλώσω. Και να μεγάλωσα και είμαι τώρα εδώ μαζί σου μόνος και έρημος να σε κοιτώ. Έχεις δει τα δάκρυα, τον θυμό, μα και τον πόνο μου. Με είδες να είμαι ευτυχισμένος και να χοροπηδάω από χαρά. Όλες οι στιγμές της ζωής μου, μέσα εδώ, είναι αποτυπωμένες στον άψυχο πίνακα σου, που μου κρατάει συντροφιά τις μοναχικές μου βραδιές. 

Απόψε κάνει κρύο, ο αέρας λυσσομανά και η βροχή χτυπάει με δύναμη τα παραθύρια μου, νιώθω μόνος και πληγωμένος. Μετά τον χωρισμό μου με την Λίζα, δεν έχω διάθεση για τίποτα πια. Δεν θέλω φίλους, δεν θέλω καν να βγαίνω από το σπίτι. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, μα η λύπη έχει εγκατασταθεί πια, μόνιμα στην καρδιά μου. Σήμερα νιώθω απογοητευμένος και αποκαμωμένος να σου μιλήσω άλλο, θα γύρω εδώ στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι. Όμως, στάσου να το ανάψω, να ζεσταθούμε λιγάκι. Ω!!! γλυκιά μου Σπανιόλα η φλόγα από το τζάκι σου δίνει ζωή, έτσι που καθρεφτίζει στο τζάμι του καμβά σου. Τα χρώματα  ζωντάνεψαν, σου δίνουν μια ιδιαίτερη, εξωτική ομορφιά.  Μα τι όμορφη μελωδία είναι αυτή που ακούω; Σπανιόλα παίζεις κιθάρα τώρα; ο ήχος είναι γλυκύτατος μαζί με την βροχή κάνουν συγχορδία. Μου κλείνεις το μάτι πονηρά; κάτι θέλεις να μου πεις, βλέπω το πονηρό σου ύφος. Έλα πες μου μην με κρατάς σε αγωνία.- Θέλω Χάρη, να χορέψουμε μαζί ένα ταγκό, ένα ταγκό, που θα κρατήσει όλο το βράδυ και αμέσως πετάχτηκε από τον πίνακα και ήρθε πλάι μου, χαμογελώντας.





Δεν ξέρω πόσες ώρες πέρασαν χορεύοντας με την όμορφη Σπανιόλα μου, μα ένιωσα τόσο ωραία. Είχε κάτι μαγικό αυτός ο χορός. Από το μουντό δωμάτιο και τη βροχή,  βρεθήκαμε ξαφνικά έξω στο δρόμο, να χορεύουμε κάτω από τα αστέρια. Τα μαλλιά της, λαμποκοπούσαν  από το φως του φεγγαριού.  Το προσωπάκι της ήταν χαμογελαστό, σε όλη την διάρκεια του χορού. Καθώς χορεύαμε, μου φάνηκε πως είδα σε ένα παραθύρι την γιαγιά μου να κεντάει τον πίνακα, δίπλα ήταν η μητέρα μου και εγώ σε μικρή ηλικία. Έπειτα, εξαφανίστηκε με μιας το παραθύρι και βρεθήκαμε σε μια γέφυρα, να συνεχίζουμε τον όμορφο χορό μας. Μα και πάλι, είδα με την άκρη του ματιού μου, την γιαγιά μου να μου χαμογελάει και να με κοιτάει με αγάπη, στην στροφή του δρόμου. Κάποια στιγμή μάλιστα, ένιωσα το χέρι της γιαγιάς μου να μου χαϊδεύει στοργικά το κεφάλι, μα όταν ξανακοίταξα είδα την Σπανιόλα μου να μου χαμογελαει γλυκά.


Κλείσε τα μάτια και απόλαυσε τις στιγμές, μου λέει η Σπανιόλα με την ήρεμη φωνή της. Χορεύαμε ακούραστοι, χωρίς σταματημό, ένα ταγκό που όμοιο του δεν υπήρχε, ναι ήταν μοναδικό, μαγικό. Να μην είσαι λυπημένος, μου ψιθύρισε κάποια στιγμή, να είσαι δυνατός, αγάπες θα βρεις και άλλες στην ζωή σου. Γύρισα και την κοίταξα στα μάτια, για ένα λεπτό, μου φάνηκε πως άκουσα την φωνή της γιαγιάς μου. Όμως, έκανα λάθος ήταν εκείνη, που μου έκανε την τιμή να χορέψει μαζί μου.  Ήταν η νεράιδα μου και ήρθε την κατάλληλη στιγμή, να μου αναπτερώσει το ηθικό και να μου ξαναδώσει χαρά και διάθεση για ζωή. Ίσως όμως να έβαλε και το χεράκι της η γιαγιά μου, από εκεί ψηλά, γιατί με υπέρ αγαπούσε όσο ζούσε και σίγουρα θα θέλει να με βλέπει χαρούμενο.

 

Δεν ξέρω πόσες ώρες χορεύαμε, ούτε αν ήταν μια νύχτα ή πολλές, ξέρω μόνο πως αφέθηκα στην αγκαλιά της και το απολάμβανα με όλη την ψυχή μου. Κάποια στιγμή ο ήχος της βροχής σταμάτησε, μαζί και η μουσική. Η Σπανιόλα πήγε πάλι στην θέση της, μέσα στο κάδρο και σαν να μην βγήκε ποτέ από εκεί. Η αίσθηση που είχα τώρα ήταν μόνο χαρά και αισιοδοξία, καμία λύπη, κανένας καημός. Λες και ένα μαγικό χέρι ξερίζωσε μέσα από την καρδιά μου, όλα αυτά που με βασάνιζαν. Ξημέρωσε, ώρα να βγω να δω τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Σε ευχαριστώ μικρή μου Σπανιόλα, μου έφτιαξες το κέφι. Δεν ξέρω αν ονειρεύτηκα ή αν ήταν αληθινό όλο αυτό που έζησα το βράδυ, η καρδιά μου όμως γέμισε ελπίδα και αγάπη για την ζωή. Κάτι που είχα ξεχάσει εδώ και καιρό.  Ναι μελαχρινή Σπανιόλα μου, έστω και στα όνειρα μου που ήρθες,  με έβγαλες από την μοναξιά και την μιζέρια μου. Τώρα πια μπορώ να ελπίζω σε μια νέα ζωή και γιατί όχι και σε μια καινούρια αγάπη.


Μύριαμ Κ. Ρόδος

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Ελένη Τοπαλούδη καλό σου ταξίδι

Σήμερα ένα νέο κορίτσι κηδεύτηκε, μαζί με τα ανεκπλήρωτα όνειρα του και τα τα νιάτα του. Σήμερα μια μάνα σπάραξε και με πόνο ψυχής, συνόδευσε το λατρεμένο της κοριτσάκι στην τελευταία του κατοικία, που το ανάγκασαν κάποια κτήνη να πάει πριν την ώρα της. Σήμερα ένας πατέρας θρηνεί και δεν μπορεί ακόμα να πιστέψει το κακό που τους βρήκε. Συγγενείς, γνωστοί και φίλοι της Ελένης δεν μπορούν να συγκρατήσουν, τον πόνο και την οργή τους. Ο κόσμος έχει εξοργιστεί τόσο πολύ και οργή λαού φωνή Θεού. Επίσης σήμερα είδαμε δηλώσεις υπεράσπισης από τους δικηγόρους των {ανθρώπων}που ομολόγησαν πως έστειλαν το κοριτσάκι στον τάφο. Λυπήθηκα πολύ που είδα πως υπάρχουν δικηγόροι να τους υπερασπίσουν. 

Κύριε Δημητριάδη θα αναφερθώ σε σένα επειδή σε γνωρίζω, με τι ψυχή θα υπερασπίσεις κάποιον που κατηγορείται για ένα τόσο μεγάλο και άδικο έγκλημα; Ξέρω την απάντηση, είναι η δουλειά σας αυτή, ναι ωραία. Αλλά τα λεφτά που θα πάρεις, μυρίζουν αίμα, πόνο, αδικία, αγανάκτηση και θυμό, θα μπορέσεις να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια; Σε γνώρισα δίκαιο άνθρωπο και ομολογώ πως αιφνιδιάστηκα όταν άκουσα το όνομα σου. Παραιτήσου για να έχεις ήσυχη την συνείδηση σου, υπάρχει και Θεός και το άδικο δεν το θέλει, μην βοηθήσεις να βγουν έξω στην κοινωνία τέτοια κτήνη, γιατί θα το ξανακάνουν.

Δεν θα αναφερθώ στους τιποτένιους εγκληματίες, απαξιώ να μιλήσω για σκουπίδια. Ένα μόνο θα πω, να ξέρετε όσο και να  ανασκευάσετε, όσο και αν αλλάξετε το σενάριο της δολοφονίας,  όσο και να το παίξετε τρελίτσα έχετε γραφτεί στις μνήμες των ανθρώπων και του Θεού. Καλό  ταξίδι στον κόσμο των αγγέλων Ελένη. Τα θερμά μου συλλυπητήρια στους γονείς, συγγενείς και φίλους-ες της Ελένης.

Μύριαμ Κ.Ρόδος

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Η νεραϊδοπαγίδα της αγάπης

Μια φορά και ένα καιρό σε ένα όμορφο μέρος ζούσαν οι νεραϊδούλες. Κανείς δεν τις έχει δει ποτέ, ούτε και γνώριζαν την ύπαρξη της νεραϊδοχώρας τους. Όμως, ούτε και αυτές είχαν φύγει ποτέ σε κάποιο μακρινό μέρος. Η μεγάλη νεράιδα, απαγόρευσε ρητά σε όλες τις νεραϊδούλες να απομακρυνθούν και να πάνε οπουδήποτε.  Δεν ήταν κακιά, ούτε τύραννος, απλά ήθελε να τις προστατέψει από τους ανθρώπους. Καμιά φορά, την ρωτούσαν οι νεραϊδούλες με απορία, μα γιατί  δεν μας επιτρέπεις, να πάμε λίγο παραπέρα από τον δικό μας τόπο; Τότε, εκείνη θύμωνε που δεν την εμπιστευόντουσαν, έπαιρνε ένα ύφος σαν να τους έλεγε, μα εγώ το κάνω για το καλό σας.

 Η αρχηγός των νεράιδων, τους είχε επιτρέψει να πηγαίνουν σε ένα κοντινό δασάκι μόνο, που είχε πολλά ποτάμια. Επίσης τους είπε, όταν βλέπετε παιδιά, σας επιτρέπω να εμφανίζεστε μπροστά τους και αν θέλετε, να πιάνετε μαζί τους κουβέντα. Τα παιδιά, είναι αγνά είπε,  και δεν θα σας προδώσουν ποτέ. Μείνετε μακριά, από τους μεγάλους ανθρώπους όμως. Γιατί δεν ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε. Οι άνθρωποι, είναι παράξενοι, ύπουλοι και κακοί. Όχι όλοι, μα οι περισσότεροι είναι πανούργοι. Αυτό συμβαίνει, γιατί δεν μπορούν να δεχτούν ότι είμαστε διαφορετικά πλάσματα. Πέρασε ο καιρός και οι νεραϊδούλες βάδιζαν στους νόμους και τις συμβουλές της μεγάλης νεράιδας που ήταν σοφή.

Ένα πρωινό πέταξαν για την συνηθισμένη βόλτα τους, δυο μικρές νεραϊδούλες που ήταν  πολύ φίλες. Τους άρεσε, να πηγαίνουν κάθε πρωί στο δάσος και να κάθονται, στις όχθες ενός μικρού ποταμού. Πολλές φορές έβλεπαν τουρίστες να έρχονται και τότε γινόντουσαν αόρατες. Αν είχαν μαζί τους παιδιά περίμεναν καρτερικά να τα ξεμοναχιάσουν και να τους μιλήσουν. Τρελενόντουσαν να μιλάνε με αυτά τα αγνά και άκακα πλασματάκια. Τους άρεσε η παιδική αφέλεια, ο θαυμασμός προς αυτές και οι αφελείς ερωτήσεις τους. Πως μπορείτε και πετάτε; πως εξαφανίζεστε; γιατί δεν μπορεί να σας δει η μαμά μου; Αυτές, ήταν μερικές από τις ερωτήσεις, που τους έκαναν τα παιδιά. Όμως εκτός τις ερωτήσεις, πολλές φορές τους ζητούσαν να πραγματοποιήσουν τις ευχές τους. Οι νεράιδες αν περνάει από το χέρι τους πάντα πραγματοποιούν τις ευχές των παιδιών μα και των μεγάλων, φτάνει να είναι μέσα από την ψυχή τους και να είναι για καλό σκοπό.

Οι  νεραϊδούλες λοιπόν, πήγαν  στο δασάκι,  αλλά ήταν αόρατες για να μην τις δουν. Απλά έκαναν βόλτα και έπαιζαν μέσα στο δάσος. Ξαφνικά, βλέπουν έναν άνθρωπο να είναι ξαπλωμένος. Πλησίασαν γρήγορα, να δουν από κοντά, τι συμβαίνει. Τότε, είδαν ένα όμορφο νεαρό αγόρι, να κοιμάται του καλού καιρού. Οι νεραϊδούλες γέλασαν και αποφάσισαν να τον  πειράξουν για να γελάσουν. 

Μεταμορφώθηκαν σε έντομα και άρχισαν να τον τσιμπούν για να τον ξυπνήσουν. Εκείνος πράγματι ενοχλήθηκε από το ζουζούνισμα και έκανε γκριμάτσες δυσαρέσκειας, έκαναν πολύ γέλιο, τα ζουζουνιάρικα νεραϊδάκια. Από εκείνο το πρωινό, πήγαν αρκετές φορές και όταν τον συναντούσαν, τον πείραζαν με διάφορους τρόπους. Ώσπου μοιραία η μια νεραϊδούλα τον ερωτεύτηκε τρελά. Δεν μπορούσε να περάσει μια μέρα, που να μην τον δει. Έτσι κάποια στιγμή, παραβίασε τους κανόνες και εμφανίστηκε στον νεαρό.  Μίλησαν αρκετή ώρα και εκείνος έμοιαζε να γνώριζε την ύπαρξη της. Γιατί, δεν έδειξε να εκπλήσσεται καθόλου. Έτσι η μικρή και απονήρευτη νεράιδα, πήγαινε καθημερινά εκεί και αυτός επίσης δεν έχανε μέρα που να μην πάει. Η αγάπη της άρχισε να φουντώνει και να μην σκέφτεται τίποτα πια, παρά μόνο, πως να είναι μαζί του, περισσότερο χρόνο. Πες και πες λοιπόν, κατάφερε να την καλέσει στο χωριό του, για να της δείξει που μένει. 

 
Τα χαράματα η  Ερατώ, έτσι την έλεγαν, το έσκασε από την μεγάλη νεράιδα και πήγε να βρει τον καλό της. Εκεί όμως την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Όταν έφτασε στα σύνορα του χωριού, βρέθηκε να είναι κολλημένη σε κάτι περίεργα, ηλεκτρικά καλώδια. Το παράξενο ήταν πως δεν πέθαινε, απλά δεν μπορούσε ούτε να μεταμορφωθεί αλλά ούτε και να φύγει. Το πλέγμα από τα καλώδια, έγινε η φυλακή της. Εκείνη άρχισε να κλαίει, αυτό ήταν έλεγε, εδώ θα πεθάνω. Πάει έλεγε το όνειρο της αγάπης χάθηκε με τέτοια προδοσία και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Ο νεαρός, γελούσε ικανοποιημένος που πέτυχε τον σκοπό του. Γιατί αυτός ήταν ο στόχος του, να την κάνει να τον αγαπήσει και να την παγιδεύσει.

Η καλή της φίλη της όμως, είχε καταλάβει τι έτρεχε, μεταξύ της φιλενάδας της και του νεαρού. Όταν είδε ότι νύχτωσε και δεν φάνηκε, άρχισαν να την ζώνουν τα φίδια.  Άλλα ούτε και η μεγάλη νεράιδα ήταν ήσυχη, κάτι την έτρωγε εδώ και καιρό. Σαν είδε πως η νεραϊδούλα δεν φάνηκε, άρχισε να ανησυχεί και να λέει στις φίλες της, να ψάξουν να την βρουν. Η φίλη της νεραϊδούλας κάποια φορά κρυφάκουσε και άκουσε τον νέο να λέει, προς τα που είναι το χωριό του και χωρίς κανένα δισταγμό,  ξεκίνησε να την  βρει. 

Όταν έφτασε κοντά στο χωριό, άκουσε τις απελπισμένες κραυγές της. Βοήθεια, βοήθεια, τρέχει αμέσως  να την βοηθήσει και χωρίς να καταλάβει τι γίνεται κολλάει και αυτή στο συρματόπλεγμα. Σε λίγη ώρα, εμφανίστηκε ένας γέρος, με καμπούρα και γαμψή μύτη, κρατούσε ένα μπαστούνι και κούτσαινε ελαφρά, ήταν μαζί με τον νεαρό. Να εδώ είναι, είπε στον γέρο ο νεαρός και κοίταξε πάνω στο συρματόπλεγμα. Α!!!! έβγαλε ένα επιφώνημα χαράς, σαν  είδε και την δεύτερη νεράιδα, πρέπει να μου δώσεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε, γιατί σου έχω δυο νεράιδες για το τσίρκο σου. Έτσι, πότε ψιθυρίζοντας  και πότε μιλώντας μεγαλόφωνα, έφυγαν για λίγο, παζαρεύοντας την ελευθερία τους. 

Η Ερατώ δεν σταμάτησε να κλαίει και να καλεί σε βοήθεια. Ώσπου πάνω στην ταραχή της και στην προσπάθεια της να ελευθερωθεί, έσπασε το αριστερό της φτερό. Η φίλη της την κοιτούσε ανήμπορη, δεν μπορούσε να την  βοηθήσει. Το μόνο που τις έλεγε ήταν,  μην κουνιέσαι Ερατώ θα τραυματιστείς. Η Ερατώ φανερά εξαντλημένη και απογοητευμένη, λιποθύμησε. Η άλλη νεράιδα όμως, σκεφτόταν όλη αυτή την ώρα, πως θα ελευθερωθούν και ξαφνικά, τα μάτια της έλαμψαν από χαρά. Το βρήκα το βρήκα είπε, η Ερατώ άνοιξε για λίγο τα μάτια, αλλά δεν είχε κουράγιο ούτε να μιλήσει. 

Θυμάσαι, συνέχισε να λέει η φίλη της Ερατώς, το ξόρκι κινδύνου που μας έμαθε η μεγάλη νεράιδα; Η Ερατώ άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, που έλαμψαν από ελπίδα. Ναι το θυμάμαι, της απάντησε. Άκου, θα κλείσουμε τα μάτια μας για να συγκεντρωθούμε και θα μετρήσω μέχρι το τρία και τότε θα αρχίσουμε να το λέμε ταυτόχρονα. Έτσι άρχισαν να μετράνε και να να λένε δυνατά το ξόρκι. Σαν τέλειωσαν, άνοιξαν γρήγορα τα μάτια τους και τότε είδαν έναν πυκνό κόκκινο καπνό, να στροβιλίζεται γύρω τους και να σηκώνεται ως τον ουρανό. 

Η μεγάλη νεράιδα, είδε αμέσως τον καπνό και κατάλαβε πως κινδύνευαν τα κορίτσια της. Φώναξε γρήγορα κοντά της, όλες τις νεραϊδούλες και πέταξαν να τις βρουν. Μόλις έφτασαν κοντά και είδε τι συμβαίνει, είπε στις υπόλοιπες νεράιδες να σταματήσουν εκεί, γιατί υπήρχε νεραϊδοπαγίδα. Τότε πλησίασε  εκείνη μόνη της,  έβγαλε ένα μικρό ροζ μπουκαλάκι και άρχισε να ψεκάζει το πλέγμα, λέγοντας συγχρόνως και τα μαγικά λόγια. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, τα κορίτσια ελευθερώθηκαν. Η Ερατώ μόνο έπεσε κάτω, γιατί είχε χάσει το ένα φτερό της στην προσπάθεια της να ελευθερωθεί. Όμως με την βοήθεια των άλλων νεραϊδών πέταξαν μακριά από αυτό το καταραμένο μέρος. 

Αφού έφτασαν με ασφάλεια στην νεραϊδοχώρα, η μεγάλη νεράιδα, φανερά ανακουφισμένη που έσωσε τα κορίτσια της, τους είπε. Βλέπετε τώρα τον λόγο που σας απαγόρευσα να πετάτε μακρυά από εδώ; θυμάστε που σας είπα, να μην έχετε εμπιστοσύνη στους μεγάλους ανθρώπους; Η Ερατώ έκλαιγε συνέχεια, για την ανοησία της να αγαπήσει έναν άνθρωπο, αλλά και που έσπασε το φτερό της και δεν θα μπορούσε να πετάξει πια. Η μεγάλη νεράιδα, πήγε κοντά της και την αγκάλιασε. Σώπα, μην κλαις τέλειωσε, τώρα είσαι ασφαλής μαζί μας. Όσο για το φτερό σου, μην ανησυχείς, για λίγο καιρό μόνο δεν θα πετάς, γιατί σύντομα θα βγάλεις άλλο. Από εκείνη την ημέρα και μετά, καμιά νεραϊδούλα δεν  παραπονέθηκε στην μεγάλη νεράιδα, γιατί κατάλαβαν πόσο τις αγαπούσε και πως ήθελε μόνο το καλό τους. Και έτσι έζησαν καλά οι νεραϊδούλες μακρυά από τους κακούς ανθρώπους και εμείς καλύτερα που κατάφεραν να σωθούν.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Μάτι οι νεκροί ζητούν δικαίωση



Ποιος είσαι εσύ που στέρησες τις ζωές τόσων ανθρώπων; Που χώρισες έτσι βίαια τους γονείς από τα παιδιά τους; τα παιδιά από τους γονείς τους; τα αδέλφια, τους φίλους.  Ποιος είσαι εσύ που έντυσες στα μαύρα ολόκληρη την Ελλάδα και που πενθεί ένας ολόκληρος πλανήτης για τις ζωές αυτές. Ποιος είσαι εσύ που έγινες αιτία να κατασπαράξουν οι πύρινες φλόγες τα κορμάκια αθώων παιδιών και μεγάλων ανθρώπων; Έγινες αιτία να κλαίνε οι ζωντανοί και τους γέμισες με εφιάλτες τα όνειρα, για την υπόλοιπη ζωή τους. Ποιος είσαι εσύ που έσπειρες τόσο πόνο και τόσο μεγάλη καταστροφή; Άδειασες τόσες αγκαλιές και στέρησες για πάντα, ότι πιο όμορφο είχαν στη ζωή. 

Πες μου πως κοιμάσαι; δεν νιώθεις τύψεις καθόλου; Δεν πονάς; Τι κατάλαβες τώρα που χάθηκαν τόσοι άνθρωποι; Κατέστρεψες δέντρα, σκότωσες ζωάκια, περιουσίες μιας ολόκληρης ζωής εξανεμίστηκαν και ξεκλήρισες ολόκληρες οικογένειες. Πραγματικά θα ήθελα να σε κοιτούσα στα μάτια και να σε ρωτήσω ΓΙΑΤΙ; Πως άφησες να γίνει τέτοιο μεγάλο κακό; Αναρωτιέμαι πραγματικά, ποιος είσαι εσύ; και με ποιο δικαίωμα, προξένησες τόσο μεγάλο πόνο στους ανθρώπους. 

Θα σε βρουν οι νεκροί να είσαι σίγουρος, από αυτούς δεν θα γλυτώσεις, τον μαρτυρικό θάνατο που τους υποχρέωσες να υποστούν, θα στον ανταποδώσουν. Γιατί ζητούν δικαίωση, δεν ήταν η ώρα τους να φύγουν, τους υποχρέωσες με την βία, να φύγουν από αυτή την ζωή. Όπου και να είσαι θα σε βρουν, γιαυτό ετοιμάσου. Όμως σε ψάχνουν και οι ζωντανοί, αυτοί που πονάνε, γιατί τους στέρησες ότι πολυτιμότερο είχαν. Η αδικία είναι μεγάλη και το αίμα πολύ, που θα γίνει ποτάμι να σε πνίξει. Εύχομαι να στοιχειώσουν τα όνειρα σου και να μην μπορέσεις ποτέ να βρεις γαλήνη και προπάντων να μην μπορέσεις, να ξανακάνεις κακό σε κανέναν άνθρωπο πια.

Καλό σας ταξίδι αγγελούδια μου και εύχομαι εκεί που θα πάτε, να είναι δροσερά και ήρεμα. 

Ακόμα θα ήθελα να δώσω, θερμά συλλυπητήρια και μια ευχή, να  δώσει ο Θεός υπομονή σε όλους όσους έμειναν πίσω και θρηνούν τους δικούς τους ανθρώπους.  Δεν υπάρχουν λόγια παρηγοριάς να πω στους γονείς που έχασαν τα παιδιά τους, μόνο ένα μεγάλο συγνώμη από όλη την κοινωνία που ήταν ανήμπορη να τα προστατέψει.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Η άσπρη λύκαινα



Μια φορά και έναν καιρό, μέσα  στο δάσος, ζούσε μια ευτυχισμένη πενταμελής οικογένεια. Ο πατέρας η μητέρα και τα τρία παιδάκια τους. Κάθε μέρα, η μητέρα πήγαινε στο δάσος για να βοηθήσει τον άντρα της,  να μαζέψει ξύλα για να ανάψουν φωτιά, να μαγειρέψουν  και να ζεστάνουν τα παιδιά τους. Οι γονείς, τα φρόντιζαν με αγάπη και στοργή και έτσι μεγάλωναν πολύ ευτυχισμένα.



Μια κακιά στιγμή όμως, ήρθε να ανατρέψει αυτή την ευτυχία και να γεμίσει με δυστυχία και απόγνωση τα παιδιά. Εκείνο το απόγευμα, ο ήλιος είχε κρυφτεί και ο ουρανός ήταν  κατάμαυρος, σαν να προμήνυε την δυστυχία που ερχόταν.  Ξεκίνησαν λίγο νωρίτερα, γιατί φοβήθηκαν για βροχή. Η ομίχλη, δυσκόλευε τον πατέρα να οδηγήσει και κάθε λίγο σταματούσε να ελέγξει το δρόμο. Η υγρασία είχε μουσκέψει τα πάντα και οι ρόδες πήγαιναν πέρα δώθε. Το μικρό, σαραβαλιασμένο αμάξι του ζευγαριού, δεν άντεξε την ολισθηρότητα και σε κάποια στροφή,  έπεσε πάνω σε ένα δέντρο και άρπαξε αμέσως φωτιά. Οι γονείς, κάηκαν μέσα σε λίγα λεπτά, εγκλωβισμένοι και αβοήθητοι. Ένα μαύρο σύννεφο σκέπασε το δάσος, τρομακτικά ουρλιαχτά ακούστηκαν παντού, για λίγα λεπτά και μετά σιωπή. 



Τα παιδιά, που εντωμεταξύ είχαν μείνει μόνα τους για αρκετή ώρα, άρχισαν να φοβούνται. Σκοτείνιασε  και μέσα στο δάσος, η νύχτα ήταν τρομακτική, για τα μικρά παιδιά. Οι διάφοροι ήχοι, από τα ζώα και τον αέρα, τα τρόμαζε ακόμα περισσότερο και δεν είχαν συνηθίσει το βράδυ να μένουν μόνα. Το μικρούλι ο Μάριος, άρχισε να κλαίει γοερά, γιατί πεινούσε πολύ. Το μεγαλύτερο παιδί, ο Κωνσταντής δέκα χρονών, προσπάθησε να καθησυχάσει τα αδελφάκια του, αγκαλιάζοντας τα τρυφερά. Πέρασε έτσι όλο το βράδυ και τα παιδιά, αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένα, φοβισμένα και νηστικά. 



Η μητέρα, που τα έβλεπε από τον ουρανό ψηλά, άρχισε να κλαίει και παρακάλεσε τον Θεό, να την αφήσει να γυρίσει κοντά τους. Ο Θεός όμως της είπε, πως δεν μπορεί να γίνει αυτό. Εκείνη, άρχισε να κλαίει και να τον θερμοπαρακαλεί. Ο Θεός τότε της είπε, ωραία θα σε αφήσω να πας κοντά τους, αλλά όχι σαν άνθρωπος, γιατί αυτό είναι αδύνατον. Τα μάτια της γυναίκας άστραψαν από χαρά. Δεν πειράζει, στείλε με με όποια μορφή θέλεις, εγώ θα βρω τρόπο, να φροντίσω τα παιδιά μου, του είπε. 



Την άλλη μέρα το πρωί, τα παιδιά άκουσαν ένα παράξενο γρύλισμα στην πόρτα τους. Ο Μάριος άρχισε να κλαίει φοβισμένα, ο μεγάλος αδελφός, νίκησε τον φόβο του και έπιασε στην αγκαλιά του, το αδελφάκι του. Σώπα, μην φοβάσαι του είπε, δεν είναι τίποτα, κάποιο ζωάκι θα πεινάει. Τα ουρλιαχτά, δεν σταματούσαν όμως και άρχισε και εκείνος, να τρέμει από τον φόβο του. Ξαφνικά, άκουσαν μια γυναικεία φωνή να τους λέει, παιδιά μην φοβάστε, ανοίξτε μου την πόρτα για να μπω. Ο Κωνσταντής, άφησε τον μικρούλη από την αγκαλιά του και μισάνοιξε την πόρτα για να δει ποια μιλούσε, μα τρόμαξε και την ξανάκλεισε αμέσως. Ήταν μια τεράστια, λευκή λύκαινα. Άνοιξε μου Κωσταντή, δεν θα σας πειράξω, το υπόσχομαι. Το παιδί, ξαφνιάστηκε πολύ που άκουσε την λύκαινα να μιλάει, ήξερε πως τα ζώα δεν μιλούν. Η αδελφούλα του η Μαρία, έδειχνε να μην φοβάται καθόλου και τον παρότρυνε, να την αφήσει να περάσει στο σπίτι. Άνοιξε μου σε παρακαλώ, θέλω να σας φροντίσω, είπε πάλι η λύκαινα. Ο Κωνσταντής, δειλά-δειλά, άνοιξε την πόρτα. 



Σαν μπήκε η λύκαινα μέσα, πλησίασε τον μικρούλη, που έκανε χαρές μόλις την είδε, γιατί του φάνηκε σαν παιχνίδι. Μπουσούλισε και εκείνο κοντά της και την κοιτούσε περίεργα. Τότε, φώναξε η λύκαινα την Μαρία και της είπε, έλα να με βοηθήσεις να τον ταΐσω γάλα. Η Μαρία ακολούθησε τις οδηγίες της και με τα μικρά της χεράκια σήκωσε τον Μάριο και τον έβαλε στην κοιλία της, εκείνο άρχισε να θηλάζει αχόρταγα. Αφού έφαγε και χόρτασε, η λύκαινα φώναξε τον Κωσταντή και του είπε να τον βάλει στο κρεβατάκι του. Έπειτα εκείνη έφυγε, άλλα τους είπε πως θα επιστρέψει αμέσως. 



Αφού πέρασε λίγη ώρα, χτύπησε ξανά η πόρτα και η ίδια γνώριμη φωνή, που τους καλούσε να ανοίξουν για να μπει μέσα. Στο στόμα της κρατούσε ένα αυτοσχέδιο πανέρι, που ήταν γεμάτο φρούτα. Τα παιδιά χάρηκαν πολύ και κάθισαν αμέσως να φάνε, όσο περισσότερα μπορούσαν. Αυτό γινόταν κάθε μέρα και τα παιδιά είχαν αρχίσει να δένονται πολύ μαζί της. Εκείνη δεν αρκέστηκε να κουβαλάει μόνο τροφή, αλλά βάλθηκε να τους μάθει τα πάντα. Έτσι όταν έφερνε κανένα άγριο κουνέλι ή καμιά κοτούλα, τους έδινε οδηγίες πως να το καθαρίσουν και πως να το μαγειρέψουν. Καθώς περνούσε ο καιρός, και μεγάλωναν τα παιδιά, έπαιρνε τον Κωσταντή μαζί της για να τον μάθει να κυνηγάει και να μαζεύει χόρτα και φρούτα. Η Μαρία, πήρε την φροντίδα του μικρού, τον τάιζε και τον άλλαζε μόνη της. 



Πέρασαν έτσι τα χρόνια και τα παιδιά μεγάλωσαν αρκετά. Ο Κωνσταντής,  πήγε στο κοντινό χωριό και βρήκε δουλειά σε ένα τσαγκαράδικο. Δεν έπαιρνε πολλά λεφτά, μα τώρα μπορούσε να αγοράσει πράγματα που τους είχαν λείψει. Δούλευε ως το απόγευμα και μετά γυρνούσε πάλι, πίσω στο δάσος στα αδέλφια του. Η λύκαινα όλο αυτό τον καιρό, μάθαινε στα παιδιά ότι ήξερε, τους έδινε γνώση και πολύτιμες συμβουλές. Ήθελε να γίνουν, σωστοί και δίκαιοι, άνθρωποι. Μάλιστα είχε αρχίσει να αραιώνει τις επισκέψεις της αφού τα κατάφερναν μια χαρά.



Ένα απόγευμα καθώς γυρνούσε από την δουλειά ο Κωνσταντής, άκουσε κλάματα. Άνοιξε το βήμα του για να δει τι συμβαίνει και καθώς πλησίασε, ένας κόμπος δέθηκε στον λαιμό του. Η αγαπημένη τους λύκαινα, ήταν αιμόφυρτη,  ξαπλωμένη ανάσκελα και με μισόκλειστα τα μάτια. Τρέχει γρήγορα κοντά της, τι έπαθες καλή μου λύκαινα; ποιος σου το κανε αυτό; Ένας κυνηγός, του είπε εκείνη με δυσκολία, μάλλον φοβήθηκε που με είδε και μου έριξε δυο τουφεκιές. Τα μάτια του Κωσταντή άρχισαν να γεμίζουν δάκρυα, γιατί κατάλαβε πως θα την έχανε. Μην στεναχωριέσαι για μένα αγόρι μου, είπε πάλι με αδύναμη  φωνή. Εμένα, το χρέος μου τελείωσε εδώ, τώρα ξέρω πως θα τα καταφέρετε και θα φύγω ευτυχισμένη, είπε και έκλεισε τα μάτια. Ο Κωνσταντής έκλαιγε απαρηγόρητος, έχασαν ένα σπουδαίο μέλος της οικογενείας τους. 



Σαν πήγε σπίτι είπε το κακό μαντάτο στα αδέλφια του και όλα μαζί, πήγαν να της πουν το τελευταίο αντίο. Την έθαψαν σε μια βελανιδιά από κάτω και κάθε μέρα της έπαιρναν λουλούδια. Μάλιστα σε εκείνο το σημείο βγήκε μια όμορφη τριανταφυλλιά και η Μαρία έκοβε ένα κάθε φορά και το στόλιζε στο σπίτι για να νιώθουν την παρουσία της, έστω και με αυτό τον τρόπο. Και έτσι έζησαν τα παιδιά καλά, συνεχίζοντας την ζωή τους και εμείς καλύτερα, που μάθαμε πόσο δυνατή είναι η αγάπη της μάνας και πως χάρη σε αυτή, κατάφεραν να επιβιώσουν. 


Μύριαμ Κ. Ρόδος