Μια φορά και ένα καιρό, σε μια πόλη της Ελλάδας, ζούσε μια άνεργη μητέρα με τα δυο παιδιά της, που δυστυχώς τα μεγάλωνε μόνη της. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και έτσι ένα απόγευμα αποφάσισε να στολίσει το παλιό δεντράκι, που είχε στην σοφίτα της. Φώναξε τα παιδιά, που ήρθαν δίπλα της αμέσως και στάθηκαν με χαρά. ο Κωστάκης και η Αννούλα περίμεναν μέρες αυτή την στιγμή. Επιτέλους, θα στόλιζαν και αυτοί το δεντράκι τους. Η μαμά οπλίστηκε με υπομονή και προσπάθησε να φορέσει το ψεύτικο χαμόγελο της, για να ξεγελάσει τα παιδιά και να τους δώσει την γιορτινή ατμόσφαιρα, που έπρεπε. Η Αννούλα πήγαινε στην έκτη τάξη δημοτικού, ήταν αρκετά έξυπνη για να καταλάβει τον πόνο της μαμάς της. Όμως δεν μιλούσε έβαλε και εκείνη το ίδιο χαμόγελο στα χειλάκια της, για να της συμπαρασταθεί. Ο Κωστάκης μόλις πέντε χρονών δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον πόνο στα μάτια της μαμάς του, ούτε καν πρόσεξε τα δάκρυα που σκούπιζε κρυφά.Το δέντρο τους έγερνε λιγάκι και η μαμά, του έβαλε από κάτω ένα μικρό ξύλο και το στερέωσε. Το στόλισε με λίγα στολίδια που είχε από παλιά. Καθώς στόλιζαν το δέντρο τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα, τα μάτια του μικρού ήταν φωτισμένα από χαρά. Επειδή ήξερε ότι σε λίγες μέρες θα έρθει ο Άγιος Βασίλης και θα του φέρει δώρα. Η μητέρα στόλιζε πολύ αργά, ίσως για να φανεί πως είχαν πολλά στολίδια, αλλά ίσως για να κρατήσει όσο πιο πολύ γινόταν η χαρά των παιδιών της. Όταν τέλειωσε το στόλισμα, ο Κωστής σταμάτησε μπροστά στο δέντρο και όλο χαρά λέει στην μαμά του, μαμά τώρα πρέπει να βάλουμε τα γράμματα κάτω από το δέντρο και να πούμε τι δώρο θέλουμε, να μας φέρει ο Άι Βασίλης. Η μαμά κόμπιασε, δάκρυα ξαφνικά άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της, πως θα εξηγούσε τώρα στο παιδί;
Για λίγη ώρα δεν μιλούσε, το βλέμμα της ήταν παγωμένο και απλανές, ήταν φανερό ότι σκεφτόταν τι θα απαντήσει τώρα στα παιδιά. Η Αννούλα καθώς ήταν μεγαλύτερη και ήξερε πως η μανούλα της δεν είχε να πάρει ούτε ψωμί και αφού ήξερε πια πως Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, κατάλαβε αμέσως την θέση της και έτρεξε να την αγκαλιάσει στοργικά.Μανούλα μου εγώ δεν θέλω δώρο μεγάλωσα πια, εξάλλου η δασκάλα μου είπε πως φέτος θα μας κάνουν δώρα στο σχολείο από κάποιον φιλανθρωπικό σύλλογο, ε τι να τα κάνω δυο δώρα, είπε προσπαθώντας να της ελαφρύνει τον πόνο και την αμηχανία της. Ο Κωστάκης όμως επέμενε. Εγώ θέλω δώρο ένα αμαξάκι που κινείται, είπε με βροντερή και θυμωμένη φωνή. Τότε η μαμά του, αποφάσισε να του μιλήσει. Έλα εδώ παιδί μου, να σου πω μια ιστορία. Ο μικρός πήγε κοντά της και κάθισε πάνω στα πόδια της. Πριν λίγο καιρό σε μια ξένη πόλη, έγινε μια μεγάλη καταστροφή και τότε τα σπίτια έπεσαν και χάθηκαν πολλοί άνθρωποι. Τα παιδάκια, συνέχιζε να λέει η μαμά στον Κωστάκη, έμειναν χωρίς τροφή, νερό, ρούχα και κοιμούνται στους δρόμους. Ο Άγιος Βασίλης λοιπόν όπως καταλαβαίνεις θα πάει σε εκείνα τα παιδάκια, που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη και δεν θα έρθει σε εμάς.
Ο Κωστάκης την κοίταξε απορημένος, τα μεγάλα εκφραστικά του μάτια άρχισαν να τρέχουν και σε λίγα λεπτά μέσα, έβαλε τα κλάματα. Η μητέρα του φοβήθηκε πως δεν τον έχει πείσει για τον λόγο που δεν θα έρθει ο Άγιος Βασίλης και τον αγκάλιασε τρυφερά, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει. Όμως δεν ήταν ο λόγος αυτός που έκλαιγε, το παιδί αν και μικρό ένιωσε λύπη που κάποια παιδάκια υποφέρουν και γιαυτό έβαλε τα κλάματα. Μανούλα; είπε με ψιθυριστή φωνή, γιατί δεν στέλνεις τα ρουχαλάκια που δεν μας κάνουν στα παιδάκια αυτά; Δηλαδή δεν θα έχουν σπίτι να μένουν μέσα να ζεσταθούν; ο μικρός άρχισε τις καταιγιστικές ερωτήσεις και η αγωνιά ζωγραφίστηκε στο μικρό προσωπάκι του. Η Σταματίνα, έτσι έλεγαν την μαμά του, έμεινε αποσβολωμένη με την ευαισθησία του Κωστάκη. Βέβαια πέτυχε αυτό που ήθελε, αλλά το παιδί στεναχωρήθηκε πολύ. Μην σε νοιάζει παιδί μου, ο Άι Βασίλης θα πάει με τα νανάκια του να βοηθήσει όλα τα παιδιά, μόνο που σε εμάς δεν θα μπορέσει να έρθει. Δεν πειράζει μανούλα μου, εγώ έχω το σπίτι μας και δεν θέλω τίποτα να μου φέρει, είπε και κούρνιασε στην αγκαλιά της μητέρας του ευτυχισμένος. Έτσι με την ιστορία αυτή, η Σταματίνα κατάφερε να μην γράψει γράμμα στον Άγιο Βασίλη ο Κωστάκης και απογοητευθεί, που δεν θα του έφερνε δώρο. Και έτσι ζήσανε καλά χωρίς το δώρο του Άι Βασίλη τα παιδιά και εμείς καλύτερα που τα κατάφερε η μαμά Σταματίνα.
Μύριαμ Κ. Ρόδος
4 σχόλια:
μεσα απο αυτο το παραμυθακι αποτυπωνεις με σαφηνεια την τραγικη κατασταση που βιωνει η καθε οικογενεια
Στέρησαν τα όνειρα από τους μεγάλους τώρα κλέβουν την χαρά από τα παιδιά. Λυπάμαι που δεν θα έχουν παιδικές χαρούμενες αναμνήσεις σαν εμάς να περιμένουμε με αγωνία τον Άι Βασίλη και σαν μεγαλώσουν να τα θυμουνται και να χαμογελούν.
Φίλε Τρόμε δυστυχώς είναι η πραγματική εικόνα της Ελλάδας αυτή την στιγμή, μακάρι να ψυχοπλακωνόταν και αυτοί που θα έπρεπε, αλλά αυτοί είναι χοντρόπετσοι και δεν τους αγγίζει τίποτα.
ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΠΟΛΥ ΝΟΗΜΑ . ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΗ ΝΑ ΠΩ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΜΑΣ ΑΦΗΝΟΥΝ ΑΦΩΝΟΥΣ . ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΥΓΕΙΑ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ . ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΣΤΕ ΑΣΧΕΤΑ ΑΝ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΔΕΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ .
Δημοσίευση σχολίου