Την περασμένη Κυριακή
δεν είχα τι να κάνω. Ο καιρός ήταν καλός
και είπα να πάω μια βόλτα να γνωρίσω το
δάσος από φυλλοβόλα που μου είχαν πει
ότι είναι πολύ όμορφο. Αν και κοντά στο
χωριό μας δεν είχα πάει ξανά. Το δάσος
ήταν μεγάλο και προχωρούσα αρκετά αλλά
δεν υπήρχε κίνδυνος να χαθώ γιατί υπήρχαν
οι κορφές των βουνών που φαινόταν από
τα ξέφωτα του και με προσανατόλιζαν. Ήταν
πράγματι όμορφο δάσος. Βελανιδιές, πλατάνια, λεύκες,
φτελιές, ιτιές στα ρυάκια του έδιναν
μεγάλη ομορφιά και μεγαλοπρέπεια. Προχωρούσα για
μερικές ώρες και πρέπει να ήμουν κάπου
στην μέση του δάσους όταν είδα στον
κορμό ενός μεγάλου πλάτανου κάτι σημάδια
σαν χαραγμένα γράμματα. Πλησίασα και
διάβασα τα λόγια που ήταν χαραγμένα στο δέντρο...
“Κι είναι που μπαίνω
στα καθάρια σου νερά και κολυμπώ με τις
ώρες και η ψυχή μου πλένεται από την
αμαρτία της μοναξιάς. Πόσο όμορφα είναι
τ' ανθισμένα σου νούφαρα και τι γλυκιά
μυρωδιά ευωδιάζει τον αέρα από την
άνοιξη στις όχθες σου. Λιμνούλα μου εσύ,
παράδεισε μου. Κι όταν βγω από μέσα σου
και καθίζω δίπλα στις αγριοτριανταφυλλιές
εσύ γίνεσαι η όμορφη νεράιδα και βάνεις
το χέρι μου στα στήθια σου να μιλήσουμε
για την μέρα και για την νύχτα,
τα καλοκαίρια και τους χειμώνες.
Θυμάμαι πως σε
πρωτοαντίκρυσα σε έναν περίπατο στο
δάσος και ήσουν ένας λασπωμένος λάκος.
Τα ρέματα που έφερναν το νερό είχαν
φράξει και πυκνά βάτα με κοφτερά αγκάθια
είχαν κυριεύσει τα τριγύρω σου. Μου
μίλησες και με προσκάλεσες να καθίσω
να κάνουμε παρέα. Μου είπες πως σου άρεσε
να λες και να ακούς αστεία και να γελάς.
Νόμισα πως ήταν η φαντασία μου μα άκουσα
στα λόγια σου μια φωνή απ΄ τα βαθιά να
μου φωνάζει “Βοήθησε με!” Και καθάρισα
τα ρέματα να τρέχει το φρέσκο νερό, έκοψα
τα βάτα να καθαρίσουν οι όχθες σου. Κι
ομόρφυνες κι έλαμπε το φως του ήλιου
πάνω σου και σε ονόμασα Χρυσούλα.
Ερχόμουν κάθε μέρα και
σου διάβαζα τα αγαπημένα μου ποιήματα
ώσπου μου είπες σ αγαπώ κι ερωτευθήκαμε.
Κι επειδή ήθελες να είμαστε συνέχεια
μαζί αποφασίσαμε να ζήσουμε στο χωριό.
Θα μου τα έδινες όλα μου είπες μόνο
παιδιά που δεν θα μπορούσες να κάνεις.
Και λίγο πριν φύγουμε
για το χωριό τα γράφω αυτά εδώ χαράσσοντας
τα στον κορμό του πλάτανου για να τα
διαβάσει όποιος τύχει και περάσει από
εδώ να ξέρει τι να κάμει με τις ξεχασμένες
λιμνούλες που θα συναντήσει σ' αυτό το
δάσος.
Χάρης
17 Μαίου 1920”
Είχα ακούσει από κάτι
γέρους του χωριού για την όμορφη την
Χρυσούλα, την πιο όμορφη γυναίκα που
είχαν δει στην ζωή τους. Πως ήταν
παντρεμένη χρόνια πολλά με τον γέρο Χάρη μα εκείνη
έδειχνε νέα, αγέραστη. Μου είπαν πως πέθανε
λίγο μετά τον Χάρη και πως τους έθαψαν
δίπλα δίπλα. Πήγα στο νεκροταφείο του
χωριού να δω τους τάφους τους μα οι τάφοι
δεν υπήρχαν. Μόνο ο γέρο πλάτανος στην
καρδιά του δάσους μαρτυρά πια την ιστορία
τους. Δεν ξέρω αν είναι αληθινή ή ψεύτικη
αυτή η χαραγμένη στον κορμό του πλάτανου
ιστορία μα λέω να ξαναπάω στο δάσος γιατί μου άρεσε κι αν
βρω μια λασπωμένη λιμνούλα θα την
φροντίσω κι εγώ.
Μύριαμ Κ. Ρόδος
1 σχόλιο:
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου