Πριν μερικές μέρες δικάστηκε μια περίεργη υπόθεση, με πρωταγωνιστές μια γιαγιά και έναν μεγάλο γάτο. Ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα, απόλυτη σιωπή επικρατούσε στην γειτονιά. Κάπου κάπου περνούσε κανένα αμάξι και χαλούσε για λίγο αυτή την σιωπή. Σε ένα στενό δρομάκι περπατούσε μια γιαγιά, προσπαθούσε να ανοίξει το βήμα της μα δεν μπορούσε γιατί πονούσε το πόδι της και κούτσαινε λιγάκι. Η γιαγιά κατευθύνθηκε προς τον κάδο των σκουπιδιών που ήταν εκεί κοντά. Έπρεπε να προλάβει γιατί σε λίγη ώρα θα ερχόταν το απορριμματοφόρο να τον αδειάσει. Όταν έφτασε στον κάδο μπροστά, φανερά λαχανιασμένη έκανε να σκύψει να μαζέψει ότι φαγώσιμο βρει. Μα για κακή της τύχη φανερώνεται μπροστά της ένας μεγάλος γάτος. Ήταν ένας μαυρόασπρος γάτος, τα μάτια του λαμπύριζαν στο σκοτάδι και το τρίχωμά του ήταν σηκωμένο, έτοιμος για καυγά.
Η γριά αφού τον κοίταξε λιγάκι έκανε να σκύψει πάλι μέσα στον κουβά, μα τότε ο γάτος φανερά εκνευρισμένος άρχισε να νιαουρίζει και να φωνάζει δυνατά. Ουστ παλιόγατε από εδώ, φώναξε η γιαγιά, που τρόμαξε από την δυνατή φωνή του γάτου. Εσύ να φύγεις παλιόγρια εδώ είναι το μέρος μου απάντησε ο γάτος. Μπα και ποιός το λέει αυτό; άρχισε να φωνάζει τώρα και η γιαγιά. Εδώ έρχομαι από τότε που έχουν αυτόν τον κάδο και μαζεύω την τροφή μου. Όμως εδώ και αρκετό καιρό δεν μου αφήνεις τίποτα κοντεύω να πεθάνω από ασιτία είπε ο γάτος. Ρε άντε από εδώ παλιόγατε που θέλεις και δικαιώματα στην γειτονιά μου, φώναξε ακόμα πιο δυνατά η γιαγιά. Μα καθώς έσκυψε η γριά να ψάξει τον κάδο με ένα πήδο βρίσκεται μπροστά της ο γάτος. Έβγαλε την νύχια του και την προειδοποίησε, μην τολμήσεις να βάλεις τα χέρια σου μέσα θα σε γρατζουνίσω. Η γριά θύμωσε τότε πολύ με το θράσος του γάτου και έψαξε να βρει κάτι για να τον χτυπήσει. Βλέπει παραπέρα ένα κλαδί σπασμένο από το δέντρο που ήταν εκεί κοντά, σκύβει και το πιάνει. Το βλέπεις αυτό παλιόγατε πάνω σου θα το σπάσω. Ο γάτος με ένα σάλτο βρίσκεται από την πίσω μεριά της γριάς. Η γριά άρχισε τις φωνές και προσπαθούσε να τον φτάσει και ο γάτος νιαούριζε δυνατά για να την φοβίσει. Ένας γείτονας που ξύπνησε από την φασαρία παίρνει την αστυνομία και σε λίγα λεπτά γριά και γάτος βρέθηκαν στο περιπολικό και πήγαιναν γραμμή για αυτόφωρο.
Το πρωί μαζεύτηκαν οι δικαστές και ξεκίνησαν την διαδικασία του αυτόφωρου. Να προσέλθει η κατηγορουμένη Μαριάνθη Κουτρούμπελη φώναξε με βροντερή φωνή ο εισαγγελέας. Η γριά σηκώθηκε και πήγε κοντά στην έδρα. Βάλε το χέρι στο ευαγγέλιο και ορκίσου να πεις την αλήθεια. Ορκίζομαι απαντάει η γριά με τρεμάμενη φωνή. Όνομα της λέει πάλι εκείνος, Μαριάνθη λέει, μα τώρα δεν με φωνάξατε με το όνομα μου; Γεννηθήκατε, και να μην τα πολυλογούμε, αφού τελείωσαν με την διαδικασία ταυτοποίησης της γιαγιάς ο δικαστής της λέει. Για πες μου τώρα για την υπόθεση που δικάζεσαι. Γιατί διατάραξες την κοινή ησυχία; Μα! λέει η γριούλα και κοντοσταματά δεν φταίω εγώ αυτός ο παλιόγατος τα έκανε όλα. Ο γάτος καθόταν σουφρωμένος σε μια μεριά και παρακολουθούσε με προσοχή την διαδικασία. Άκου κύριε εισαγγελέα μου, εγώ είμαι μια φτωχιά γυναίκα, παίρνω μια μικρή σύνταξη που ούτε τα φάρμακα μου καλά καλά δεν μπορώ να αγοράσω. Προχτές μου κόψανε το φως γιατί δεν είχα να το πληρώσω. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι έρχονται μέρες που κοιμάμαι νηστική. Πριν λίγο καιρό είδα τον μανάβη της γειτονιάς να πετάει μέσα στον σκουπιδοτενεκέ κάτι σάπιες ντομάτες. Εκείνη την ώρα ντροπιάστηκα να της πάρω και έτσι αποφάσισα το ίδιο βράδυ να πάω να ψάξω μήπως τις βρω. Ήμουν πολύ τυχερή και της βρήκα μαζί και ένα ξερό κομματάκι ψωμί, εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα χορτάτη. Από τότε πηγαίνω σχεδόν κάθε βράδυ και ψάχνω να βρω κάτι για να γεμίσω το στομαχάκι μου. Δυστυχώς όμως δεν πετάνε πια φαγητά στα σκουπίδια και δεν βρίσκω κάτι να φάω. Να σήμερα είναι η τρίτη μέρα που δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου. Έτσι βρέθηκα χτες το βράδυ εκεί, μα φαίνεται πεινούσε το ίδιο με μένα ο γάτος και έτσι τσακωθήκαμε ποιός θα παραμείνει να ψάξει για φαγητό.
Ο γάτος όταν άκουσε αυτά που έλεγε η γιαγιά ντροπιάστηκε για την αναίδεια του που δεν άφησε την γριούλα να ψάξει και να βρει κάτι να φάει. Κατέβασε κάτω το κεφάλι και έβαλε την ουρά μέσα στα σκέλια του ντροπιασμένος. Ο δικαστής αφού άκουσε την γιαγιά φώναξε τον κλητήρα και του είπε στο αυτί κάτι. Σε λίγο ο κλητήρας εμφανίστηκε με μια σακούλα νάιλον γεμάτη τρόφιμα. Πάρτα της είπε ο δικαστής και πήγαινε σπίτι σου. Είμαι ελεύθερη; ρώτησε η γιαγιά όλο χαρά. Ναι ο γείτονας απέσυρε την μήνυση και έτσι δεν υπάρχει κατηγορία εναντίων σου. Η γιαγιά πήρε την τσάντα και έτρεξε κουτσαίνοντας να πάει στο σπίτι για να φάει. Βγαίνοντας από το δικαστήριο είδε τον γάτο να την ακολουθεί. Σταμάτησε και ψαχούλεψε την τσάντα βρήκε μια τυρόπιτα και την έδωσε του γάτου να την φάει. Φάε και εσύ του είπε να δυναμώσεις καημένε μου γιατί και εσύ στην ίδια κατηγορία με μένα είσαι. Ο γάτος όμως δεν ήθελε να φάει το μόνο που ήθελε ήταν να της ζητήσει συγνώμη. Πήγε κοντά της και τρίφτηκε με τον τρόπο που ξέρει ένας γάτος στα πόδια της γριάς. Ή γριά τότε του είπε, έλα μαζί μου γάτε έχω μια γωνιά και για σένα. Βέβαια δεν θα έχουμε φως μα θα έχουμε συντροφιά ο ένας τον άλλο. Από εκείνη την ημέρα και μετά γάτος και γριά έγιναν ένα και πάντα μοιραζόντουσαν το φαγητό στα δυο όσο λίγο και να ήταν.
Μύριαμ Κ. Ρόδος
Μύριαμ Κ. Ρόδος
5 σχόλια:
AΛΛΟ ΕΝΑ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ ΣΟΥ ΚΕΙΜΕΝΩ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙΣ ΜΕ ΣΑΦΥΝΕΙΑ ΤΟ ΚΑΤΑΝΤΗΜΑ ΜΑΣ
απλα...υπεροχο....
Σας ευχαριστώ πολύ
ΠΟΛΥ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥ
Σε ευχαριστώ πολύ ανώνυμε φίλε μου.
Δημοσίευση σχολίου