Κόντευε δώδεκα το μεσημέρι και η μαντάμ σουσού Βίκυ Σταμάτη, κάθεται κουβαριασμένη στο κρεβάτι της, αφού το έχει μουσκέψει από το μπεταντίν και το οινόπνευμα. Απέναντι της, κάθονται τρεις τσιγγάνες που μιλούσαν ακατάπαυστα, χωρίς να βάζουν γλώσσα μέσα. Η Βίκυ, τις κοιτούσε με βλέμμα απαξιωτικό και γυρνούσε αλλού το πρόσωπο της, για να μην τις βλέπει. Όμως άκουγε την συνομιλία τους και ενστικτωδώς κάποιες φορές, γυρνούσε προς το μέρος τους. Μια τσιγγάνα που την παρατηρούσε μέρες τώρα, την πλησίασε και της λέει, θέλεις να βγεις αθώα από το δικαστήριο ομορφούλα μου; Εκείνη κολακεύτηκε με το κομπλιμέντο, αλλά ήθελε και διακαώς να φύγει από εκεί μέσα. Παραμέρισε λοιπόν την αηδία και την αποστροφή της προς τις γυναικούλες αυτές και της είπε, ναι και βέβαια θέλω, ξέρεις εσύ τον τρόπο μήπως; Η τσιγγάνα πηγαίνει τώρα δίπλα της και με βλέμμα πονηρό και όλο σπιρτάδα της λέει, δώσε μου το χέρι σου να σε πω την μοίρα σου και το ριζικό σου. Η Βίκυ δίστασε στην αρχή να το δώσει καθότι άπλυτες και με χιλιάδες μικρόβια από την βρωμιά θα ήταν, μα ας όψεται η ανάγκη της να φύγει από εκεί μέσα. Άπλωσε λοιπόν το χέρι της και αφέθηκε να ακούσει την μοίρα της, από την βρώμικη τσιγγάνα. Εσύ ομορφούλα μου είσαι μαγεμένη, κάποια που σε ζηλεύει σου έχει κάνει μάγια. Αλλά πρόσεξε, συνέχισε να λέει η τσιγγάνα, αν δεν τα λύσεις και θα μείνεις μέσα πολλά χρόνια, αλλά και κινδυνεύεις να πεθάνεις, γιατί είναι θανατικά τα μάγια που σου έκαναν.
Η Σταμάτη τώρα έδειχνε να είναι τρομαγμένη και άβουλη, μπροστά στο κακό μαντάτο που της είπε η τσιγγάνα. Έμεινε για λίγο αποσβολωμένη, ξεροκατάπιε νευρικά το σάλιο της και είπε, υπάρχει κανένας τρόπος να λυθούν και να γλιτώσω από όλα αυτά; Τότε έρχεται δίπλα της η γηραιότερη τσιγγάνα, επίσης μάτι διαβολικό που άστραφτε και βροντούσε, λες και ήταν έτοιμα να εκτοξευτούν κατά πάνω της. Εγώ κοπέλα μου λύνω κάθε λογής μάγια, ακόμα και αυτά που είναι δύσκολα και θανατικά, σαν αυτά που σου έκαναν. Και τι χρειάζεται να κάνω για να λυθούν, μπορείς να με βοηθήσεις; Τότε έρχεται η τρίτη τσιγγάνα και βγάζει ένα μπουκαλάκι που είχε κρύψει στον κόρφο της. Να αυτό είναι το μαγικό ποτό που λύνει κάθε λογής μάγια, όμως χρειάζεται πολλές μέρες διάβασμα και ξενύχτι για να στα λύσουμε και όπως καταλαβαίνεις, πρέπει να μας πληρώσεις για τις υπηρεσίες μας.
Η Βίκυ δεν σκέφτηκε λεπτό τα χρήματα, είχε τόσα πολλά αποθηκευμένα που είχαν να φάνε και οι κότες, όπως λέει και μια παροιμία. Θα σας πληρώσω όσα θέλετε, αρχίστε να διαβάζετε για να τα διώξετε μακριά μου. Πέσε πρώτα τον παρά κυρά μου και αρχίζουμε αμέσως την δουλειά. Η Βίκυ με κάποιον τρόπο στα μουλωχτά, έβρισκε χρήματα που της φέρνανε στα επισκεπτήρια και πλήρωνε αδρά τις τσιγγάνες. Πλήρωνε, πλήρωνε και τελειωμό δεν είχαν τα διαβάσματα και τα ξόρκια, μέχρι τις πανάκριβες κρέμες προσώπου που είχε φυλαγμένες, τις βούτηξαν οι άθλιες τσιγγάνες. Μια μέρα πριν την δίκη, επιτέλους τελείωσαν τα ξόρκια και η μεγαλύτερη την πλησίασε και την ράντισε με ένα υγρό, που βρωμούσε απαίσια. Τι νερό είναι αυτό; τους ρώτησε, γιατί βρωμοκοπάει απαίσια. Αααα μην μιλάς έτσι και δεν λυθούν τα μάγια, της είπε αυστηρά η γριά τσιγγάνα. Ξέρεις κοπέλα μου για να βρούμε αυτό το μαγικό υγρό πόσο κόπο κάναμε; Είναι σπέρμα φιδιού, νερό που ήπιαν δυο σκύλοι, τα ούρα από δυο σκανζόχοιρους και το πιο δύσκολο από όλα ήταν το σπέρμα περιστεριού, μήνες κυνηγούσαμε το περιστέρι και περιμέναμε πως και πως να ζευγαρώσει, για πάρουμε το σπέρμα του. Η Βίκυ ζαλίστηκε και άρχισε να κάνει εμετό από την αηδία. Αλλά τι να κάνει; θα υπέμενε σιωπηλά και αυτό το βασανιστήριο. Θα έκανε τα πάντα για να γλυτώσει την φυλακή και να βγει ελεύθερη πια έξω, στην σπιταρόνα και τις ανέσεις της.
Έτσι λοιπόν ραντισμένη με το μαγικό υγρό, παρουσιάστηκε στο δικαστήριο, πεπεισμένη πως θα έβγαινε αθώα. Σε όλη την διάρκεια της δίκης, ξυνόταν και γέμισε το (βελουδένιο) δέρμα της, κοκκινίλες και σπυράκια. Αλλά αυτή εκεί, βράχος να περιμένει καρτερικά, την απελευθέρωση της. Όταν έφτασε η ώρα της καταδικαστικής απόφασης εκείνη λύγισε και έπεσε λιπόθυμη, στο έδρανο του δικαστηρίου. Δεν περίμενε με τίποτα να καταδικαστεί, της το είχαν υποσχεθεί, οι τσιγγάνες συγκρατούμενες της. Όταν συνήλθε, ήταν οργισμένη και ζήτησε να κάνει μπάνιο. Επίσης ζήτησε και μια νταμιτζάνα οινόπνευμα, αλλά κανείς δεν την άκουσε. Την πήραν έτσι όπως ήταν στο κελί της. Η Σταμάτη, μόλις είδε τις τσιγγάνες, εξοργίστηκε και άρχισε να βρίζει. Απατεώνισσες μου φάγατε τόσα λεφτά, με γεμίσατε μικρόβια και το αποτέλεσμα ποιο ήταν; να καταδικαστώ. Τότε την πλησιάζει απειλητικά η γριά τσιγγάνα και της λέει, ρε αχάριστη μπαλαμό, πόσα χρόνια έφαγες; αυτά είναι τα ευχαριστώ για το καλό που σου κάναμε; Ξέρεις ότι έπρεπε να πας ισόβια, για την κατάχρηση και την ληστεία στους Έλληνες που κάνατε; Εσύ θα πεις εμάς απατεώνισσες και κλέφτρες, με τόσο φαγοπότι που κάνατε εις βάρος μας τόσα χρόνια; Και εκεί την πιάνει από τα μαλλιά και την ρίχνει κάτω, έρχονται και οι άλλες δυο και που σε πονά και που σε αφήνει.
Η Βίκυ, έχασε τις αισθήσεις της από το πολύ ξύλο. Όταν συνήλθε κάπως, άρχισε να βγάζει περίεργες κραυγές. Ο φρουρός που άκουσε τις φωνές, έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Εκείνη άρχισε να λέει ασυναρτησίες και ακαταλαβίστικα λόγια και έτσι οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο της φυλακής. Κανείς δεν έμαθε, αν ήταν ένα κόλπο για να γλυτώσει από τις τσιγγάνες ή αν πραγματικά έπαθε νευρικό κλονισμό, από το σοκ που πήρε. Ένα είναι σίγουρο όμως, πως πήρε το μάθημα της. Αν κάποιος είναι απατεώνας ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να αποκαλεί κάποιον άλλον έτσι, για μικρότερα αδίκηματα. Αυτά κυρία Σταμάτη μας και σου εύχομαι καλή διαμονή, στην καινούρια πτέρυγα σου.
Μύριαμ Κ. Ρόδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου