Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε κοντά σε ένα δασάκι μια ευτυχισμένη οικογένεια. Ο πατέρας η μητέρα και ένα εννιάχρονο κοριτσάκι. Το κοριτσάκι από πολύ μικρό άρχισε να χορεύει, οι γονείς πρόσεξαν ότι είχε πολύ ωραία κίνηση στο χορό, αλλά και πολύ μεγάλη αγάπη. Ακόμα και όταν περπατούσε χόρευε. Η μητέρα της αποφάσισε να την πάει στο μπαλέτο. Ένα πρωί λοιπόν την πήγε στην σχολή χορού και την άφησε να κάνει το πρώτο μάθημα. Από τότε δεν σταμάτησε καθόλου να πηγαίνει στην σχολή και να χορεύει. Κάθε φορά που γύριζε από το μάθημα χορού, περνούσε από το δασός για να γυρίσει σπίτι της. Εκεί σταματούσε και πολύ ώρα χόρευε μόνη της. Ένα μεγάλο παράξενο δέντρο την κοιτούσε με θαυμασμό. Το δέντρο αυτό έλεγαν πως ήταν ο βασιλιάς του δάσους και πως ήταν μαγικό.
Έτσι κυλούσαν τα χρόνια και το κορίτσι η μικρή Σοφούλα, αυτό ήταν το όνομά της μεγάλωσε αρκετά και έγινε ολόκληρη κοπέλα. Μια μέρα καθώς γύριζε από την σχολή στο σπίτι της πέρασε πάλι από το δασάκι. Εκεί την περίμενε υπομονετικά ένας νεαρός. Καλησπέρα Σοφούλα της είπε. Εκείνη ξαφνιασμένη κοντοστάθηκε και τον κοίταξε. Που ξέρεις πως με λένε; ρώτησε απορημένη. Εκείνος χαμογέλασε και της είπε: με λένε Λάμπη και σε έχω δει στην σχολή μπαλέτου που πας. Πηγαίνει και η αδελφή μου εκεί και έρχομαι συχνά για να την πάρω σπίτι. Εκεί σε πρόσεξα. Αφού είπαν διάφορα άλλα, έφυγαν για τα σπίτια τους. Από την άλλη μέρα και κάθε μέρα συναντιόταν εκεί και μιλούσαν με τις ώρες. Η αγάπη δεν άργησε να έρθει, αν και θα έλεγα ότι ήταν ένας κεραυνοβόλος έρωτας. Περνούσαν ώρες ευτυχισμένοι κάτω από το μεγάλο δέντρο και αντάλλαζαν λόγια αγάπης. Την Σοφούλα την περιτριγύριζε και ένας άλλος νεαρός, ο γιος του δημάρχου, όμως η Σοφούλα δεν του έδινε σημασία ήταν ερωτευμένη με τον Λάμπη και πολύ ευτυχισμένη. Πολλές φορές ο Λύσανδρος, έτσι έλεγαν τον γιο του δήμαρχου, προσπάθησε να την πλησιάσει, όμως εκείνη έφευγε χωρίς να του δίνει σημασία.
Μια μέρα ήταν χάραμα ακόμα, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένα ουρλιαχτό που τάραξε την σιωπή. Ήταν η σειρήνα του συναγερμού που ηχούσε για να ειδοποιήσει τους κατοίκους για το τρομακτικό νέο του πολέμου. Κραυγές αγωνίας ακουγόταν από παντού. Πόλεμος, πόλεμος φώναζε τρομαγμένος ο κόσμος. Μέχρι το βράδυ το χωριό είχε ερημώσει. Οι άντρες έφυγαν όλοι στο μέτωπο και έμειναν μόνο οι ηλικιωμένοι και τα γυναικόπαιδα. Ο Λάμπης δεν πρόλαβε να χαιρετίσει την αγαπημένη του, έφυγε βιαστικά για να προλάβει το τρένο. Ο μόνος νέος που είχε μείνει στο χωριό ήταν ο γιος του δημάρχου ο Λύσανδρος, που με κάποιον τρόπο ο δήμαρχος φρόντισε να μην πάει ο γιος του να πολεμήσει.
Πέρασαν αρκετοί μήνες αγωνίας και η Σοφούλα δεν είχε ούτε ένα σημάδι ζωής από τον αγαπημένο της. Κάθε απόγευμα πήγαινε στο δασάκι και καθόταν ώρες κάτω από το μαγεμένο δέντρο και έκλαιγε. Εντωμεταξύ ο Λύσανδρος βρήκε την ευκαιρία να την πολιορκεί στενά. Όμως το Σοφάκι ήταν ανένδοτο και συνέχιζε να του λέει όχι και αυτή την φορά πιο πεισμωμένα. Δεν μπορούσε να του συγχωρέσει ότι ενώ όλοι πήγαν να πολεμήσουν, αυτός καθόταν στην ασφάλεια του σπίτι του. Κάποια στιγμή ο Λύσανδρος θύμωσε πολύ με αυτή την άρνηση και αποφάσισε να την κλέψει. Έτσι ένα απόγευμα πήρε έναν όχι και τόσο έξυπνο γνωστό του, για να τον βοηθήσει και πήγε στο δάσος να την βρει. Η Σοφούλα όπως κάθε απόγευμα βρισκόταν εκεί καθισμένη στο μαγικό δέντρο και έκλαιγε, καθώς σκεφτόταν τι να έγινε ο αγαπημένος της.
Ξαφνικά σπάει την σιωπή το δέντρο. Άρχισε να κουνάει περίεργα τα κλαδιά του και να κάνει έναν παράξενο θόρυβο. Η Σοφούλα κατάλαβε ότι κάποιος ερχόταν και και το έβαλε στα πόδια τρομαγμένη. Ο Λύσανδρος την είδε και έτρεξε να της κλείσει τον δρόμο. Η Σοφούλα προσπάθησε να κρυφτεί πίσω στο μεγάλο δέντρο . Εκείνος όμως την πλησίαζε αγριεμένος. Τότε το μαγικό δέντρο έσταξε κάτι περίεργες σταγόνες από τα κλαριά του στης κοπέλας το κεφάλι, θέλοντας να την προφυλάξει. Η Σοφούλα άρχισε να μεταμορφώνεται. Τα χέρια της έγιναν μεγάλα κλαδιά και τα πόδια της μια χοντρή ρίζα, που χώθηκε βαθιά στη γη. Ο Λύσανδρος που είχε φτάσει κοντά, έψαχνε να την βρει μην μπορώντας να καταλάβει που χάθηκε έτσι απότομα. Αφού έψαξε αρκετά γύρισε σπίτι του απορημένος.
Κόντεψε να βραδιάσει και η μητέρα της κοπέλας άρχισε να ανησυχεί. Βγήκε να την ψάξει μα εκείνη πουθενά. Η μητέρα έψαχνε κλαίγοντας για πολύ καιρό να βρει την κόρη της, μα δεν βρήκε ούτε ένα ίχνος της. Έτσι περνούσαν βασανιστικά οι μήνες, για την μητέρα της Σοφούλας, που δεν σταμάτησε λεπτό να την ψάχνει. Στον χρόνο πάνω ο πόλεμος επιτέλους σταμάτησε και όσοι είχαν επιζήσει, γύρισαν πίσω στα σπίτια τους. Έτσι γύρισε και ο Λάμπης πίσω και αμέσως έτρεξε στο σπίτι της αγαπημένης του, να την ζητήσει σε γάμο. Όταν έφτασε εκεί, έμαθε τα θλιβερά νέα από την μάνα της. Σκεφτικός και στεναχωρημένος, αλλά και αποφασισμένος, λέει στην μητέρα της Σοφούλας, μην στεναχωριέσαι εγώ θα ψάξω να την βρω και θα στην φέρω. Και άρχισε αμέσως την αναζήτηση της, όμως κανένας και πουθενά δεν είχε δει την Σοφούλα. Θαρρείς και άνοιξε η γη και την κατάπιε.
Ένα απόγευμα και μετά από πολλές ώρες αναζήτησης πήγε στο δάσος. Εκεί του ήρθαν όλες οι όμορφες αναμνήσεις που έζησε με την αγαπημένη του. Έψαχνε και φώναζε σε κάθε γωνιά του δάσους μα τίποτα, αποκαμωμένος κάθισε σε ένα δέντρο να ξεκουραστεί. Τότε βλέπει δίπλα το μεγάλο δέντρο και το αναγνωρίζει. Θυμήθηκε ότι εκεί είχε περάσει αμέτρητες ώρες με την αγαπημένη του και πως κάτω από εκεί είχαν ανταλλάξει όρκους αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης. Απελπισμένος έγειρε το κεφάλι του και έκλαιγε γοερά, έχοντας απέναντι το μεγάλο δέντρο που σαν να τον κοίταζε λυπημένο. Τα δάκρυα του Λάμπη πότιζαν την ρίζα του δέντρου όπου κάθισε να ξαποστάσει. Και ξαφνικά να! το δέντρο άρχισε να κινείται. Σαστισμένος σηκώνεται πάνω και έκπληκτος, βλέπει το δέντρο να μεταμορφώνεται. Τα κλαδιά του μαζεύτηκαν και έγιναν δυο όμορφα χέρια και η ρίζα του δυο υπέροχα πόδια και τότε αναγνωρίζει την αγαπημένη του.
Έπεσαν δίχως σκέψη ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, η κοπέλα έδειχνε τρομαγμένη και φαινόταν καθαρά πως δεν ήξερε τι συμβαίνει. Άρχισε να του εξιστορεί και να του λέει ότι την κυνηγούσε ο Λύσανδρος και τον ρώτησε αν τον είδε που έφευγε. Μετά του λέει πάμε σπίτι γιατί άρχισε να βραδιάζει και θα ανησυχήσει η μητέρα μου. Εκείνος που τα είχε το ίδιο χαμένα της λέει, ξέρεις πόσος καιρός πέρασε από την ημέρα που λες; Όταν της είπε την χρονική περίοδο που έγιναν όλα αυτά και πως όλος ο κόσμος την είχε για χαμένη, εκείνη γύρισε και κοίταξε το μεγάλο δέντρο. Αυτό πονηρά τότε της έκλεισε το μάτι δίνοντας της να καταλάβει πως αυτό την βοήθησε. Τότε η Σοφία συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί.
Ξεκίνησαν μετά από λίγη ώρα. Όσο δηλαδή χρειάστηκε να καταλάβουν τι έγινε και να το συζητήσουν. Τράβηξαν για το σπίτι της Σοφούλας. Όταν ζύγωσαν κοντά η μητέρα της άκουσε μια γνώριμη φωνή να την φωνάζει. Μητέρα!!! γύρισα. Με ένα μεγάλο σάλτο και με πόδια ζαρκαδιού από την ταχύτητα η μητέρα βρέθηκε έξω. Όταν αντίκρισε την μοναχοκόρη της έτρεξε να την αγκαλιάσει και έκλαιγαν έτσι αγκαλιασμένες για αρκετή ώρα. Η μητέρα γύρισε κοίταξε τον Λάμπρο και του χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη για την χαρά που της έδωσε. Μετά μπήκαν σπίτι και άρχισε η Σοφούλα να διηγείται τα γεγονότα. Αφού έφαγαν και συζήτησαν αρκετά, ο Λάμπη ζήτησε την αγαπημένη του σε γάμο και όρισαν ο γάμος να γίνει την επόνη εβδομάδα. Ήθελαν όσο πιο σύντομα μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Όρισαν επίσης να γίνει ο γάμος στο αγαπημένο τους δάσος κάτω από το μαγεμένο δέντρο που τους βοήθησε.
Την ημέρα του γάμου και αφού όλα πια ήταν έτοιμα ξεκίνησαν μαζί με τον παπά για να πάνε στο δάσος να τους παντρέψει. Εκεί τους περίμεναν οι καλεσμένοι. Υπήρχαν πολλά τραπέζια και καρέκλες που φρόντισε όλο το χωριό να φέρει. Τα φαγητά ήταν πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι και άχνιζαν. Όλος ο κόσμος περίμενε να γίνει η τελετή και να αρχίσει το μεγάλο φαγοπότι. Πλησίασαν και έφτασαν κάτω από το μαγεμένο δέντρο και άρχισε η τελετή του γάμου. Ξαφνικά και με το τελείωμα του γάμου άρχισαν να κουνιούνται τα κλαδιά όλων των δέντρων και να ακούγεται ένα ευχάριστο θρόισμα που έμοιαζε με συγχορδία από πολλά όργανα μαζί. Ταυτόχρονα έπεφτε στα κεφάλια όλων των καλεσμένων μια χρυσή σκόνη. Κοίταξαν ψηλά και έβλεπαν τα φύλλα των δέντρων να κουνιούνται ρυθμικά και τα κλαδιά σαν να χόρευαν και να πετάνε αυτή την θαυμάσια και πανέμορφη σκόνη. Φαινόταν καθαρά πως το δάσος γιόρταζε μαζί τους και γλεντούσε ευτυχισμένο την ένωση των παιδιών. Ο Λύσανδρος εντωμεταξύ που πληροφορήθηκε για την εμφάνιση και τον γάμο της Σοφούλας, δεν άντεξε και από την κακία και τον θυμό του έφυγε από το χωριό. Από τότε δεν τον ξαναείδε κανείς πια. Η Σοφούλα και ο Λάμπης πήγαν στο δικό τους σπιτικό και έκαναν πολλά παιδιά. Και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Μύριαμ Κ. Ρόδος
Το παραμυθάκι αυτό το αφιερώνω εξαιρετικά στην φίλη μου Σοφία που είχε χτες τα γενέθλια της. Χτες δημιουργήθηκε και γεννήθηκε το παραμυθάκι μου και επειδή έχουν την ίδια μέρα γέννησης έδωσα και στην ηρωίδα του παραμυθιού μου το όνομα της. Σοφάκι ένα μικρό δωράκι από εμένα για να με θυμάσαι πάντα. Σου εύχομαι χρόνια πολλά καλά και ευτυχισμένα.
1 σχόλιο:
ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΦΙΛΗ ΜΥΡΙΑΜ,ΘΑ ΜΟΥ ΕΠΙΤΡΕΨΕΙΣ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΩ ΣΤΟ ΟΜΟΡΦΟ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΣΟΥ ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΕΙΝΑΙ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗΣ ΣΟΥ ΦΙΛΗΣ.. ΕΤΣΙ ΚΙ'ΕΓΩ,ΤΗΣ ΕΥΧΟΜΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΛΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΕΙ ΚΑΘΕ ΤΗΣ ΟΝΕΙΡΟ !!!!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου