Μια φορά πριν από αρκετά χρόνια ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι με την μαμά της. Ο πατέρας της χάθηκε στον πόλεμο και δεν εμφανίστηκε ποτέ ούτε έδωσε σημεία ζωής. Το κοριτσάκι το έλεγαν Ελπίδα, ήταν πολύ χαριτωμένο, ξανθό με μακριά μαλλιά και μπούκλες. Τα καταγάλανα ματάκια της σε μάγευαν, όταν τα κοιτούσες νόμιζες και ταξίδευες στον ωκεανό. Η μητέρα της ήταν μοδίστρα και με φορέματα που της έφερναν κάποιες κυρίες για επιδιόρθωση ψευτοζούσαν φτωχικά. Η Ελπίδα καθόταν δίπλα στην μητέρα της και την βοηθούσε, τις έδινε βελόνες κλωστές και ότι άλλο χρειαζόταν η μητέρα της για την ραπτική. Και πάντα ήταν δίπλα της και παρακολουθούσε προσεκτικά την δουλειά της.
Μια μέρα η μητέρα της αρρώστησε βαριά, το κοριτσάκι όπως πάντα καθόταν με αφοσίωση και αγάπη στο πλευρό της. Ένα πρωινό της έφερε η κυρά Φωτεινή ένα φόρεμα να το κοντύνει. Το κοριτσάκι πήρε το φόρεμα και δεν είπε ότι η μαμά της ήταν πολύ άρρωστη. Όλη νύχτα πάσχιζε να φτιάξει το φόρεμα της κυρά Φωτεινής και τα κατάφερε τέλεια αν και μικρούλα. Πρωί πρωί κίνησε να πάει στο σπίτι της πελάτισσας για να της παραδώσει το φόρεμα. Εκείνη το έπιασε στα χέρια της και ευχαριστημένη έδωσε τα χρήματα στο κοριτσάκι. Που είναι η μαμά σου Ελπίδα της είπε γιατί δεν το έφερε εκείνη; την ρώτησε απορημένη. Έχει κάτι φορέματα να ράψει και δεν είχε χρόνο και έτσι το έφερα εγώ κυρά Φωτεινή της είπε και τράβηξε τον δρόμο της για το σπίτι. Στο δρόμο η μικρούλα έκλαιγε απαρηγόρητα, η μαμά της είχε πεθάνει τα ξημερώματα. Δεν ήθελε να το πει γιατί φοβόταν πως θα την έβαζαν στο ορφανοτροφείο και έτσι σιώπησε. Η Ελπίδα είχε πάρει την απόφαση να μην πει τίποτα και να συνεχίσει μόνη της να ζει στο σπιτάκι με τις αναμνήσεις από την μανούλα της.
Σαν βράδιασε βγήκε έξω στον κήπο και άρχισε να σκάβει ώρες πολλές. Την βρήκε το ξημέρωμα στο τραπέζι σκυφτή και να κοιμάται αποκαμωμένη και στεναχωρημένη. Τα χεράκια της ήταν λερωμένα με λάσπες, και τα μαλλάκια της ανακατωμένα και βρώμικα. Κοιτάχτηκε μια ματιά στον καθρέφτη και αφού συλλογίστηκε αρκετά αποφάσισε να πάει να πλυθεί και να χτενιστεί για να μην την καταλάβουν. Περνούσε έτσι ο καιρός και ψευτοζούσε από τα παλιά φορέματα που έφερναν στην μητέρα της να ράψει ή να τα μπαλώσει. Κάποιες φορές αν την ρώταγαν που είναι η μαμά της εκείνη έλεγε ότι πάει στην πόλη για κάποια δουλειά και θα γυρίσει το βράδυ και έτσι τους ξεγελούσε όλους. Ακόμα πήγαινε στο βουνό και έφερνε ξύλα για να ζεσταθεί και να μαγειρέψει ότι είχε. Μάζευε και χόρτα από το βουνό και το μαγείρευε.
Εκεί στο βουνό η Ελπίδα είχε έναν φίλο, που τον γνώριζε πριν πεθάνει η μαμά της ακόμα. Ήταν παράξενος, με μακριά μαλλιά και γένια, απεριποίητος και πολύ βρώμικος. Το βλέμμα του ήταν πάντα απλανές. Και είχε ακόμα ένα κουσούρι πάνω του, κούτσαινε. Αν και λιγομίλητος ήταν πολύ καλός και πολλές φορές την βοηθούσε να μαζέψει ξύλα. Κάποιες φορές προσπάθησε η Ελπίδα να τον ρωτήσει ποιός είναι και γιατί μένει μόνος πάνω στο βουνό. Αυτός τότε σούφρωνε τα χείλη και τα φρύδια του και δεν μιλούσε. Έπεφτε σε μια απέραντη σιωπή και σκεφτόταν. Το κοριτσάκι μετά από κάποιες φορές κατάλαβε ότι κάτι τον βασανίζει και έπαψε να τον ρωτά.
Πέρασε ο καιρός και το κοριτσάκι ολοένα μεγάλωνε. Μια μέρα όπως πάντα πήγε στο βουνό για ξύλα, ο παράξενος φίλος της έτρεξε να την βοηθήσει. Άρχισε να πελεκάει ένα μεγάλο δέντρο που είχε ξεραθεί με τα χρόνια. Αυτό το δέντρο της είπε είναι ότι πρέπει και θα έχεις για πολύ καιρό ξύλα. Όμως εκεί που έκοβε το δέντρο δεν πρόσεξε και έπεσε πάνω στο κεφάλι του. Το κορίτσι έντρομο άρχισε να καλεί σε βοήθεια, μα ποιος θα την άκουγε μέσα σε αυτή την ερημιά. Ξεκίνησε τότε μόνη της να προσπαθεί να βγάλει τον κορμό από πάνω του. Όταν τα κατάφερε επιτέλους, είδε ότι ο άνθρωπος ήταν ακόμα αναίσθητος. Τι να έκανε τώρα πως να τον άφηνε εκεί μόνο του; Τον έβαλε λοιπόν στο αυτοσχέδιο καροτσάκι που είχε για να κουβαλάει τα ξύλα και σιγά σιγά τον μετέφερε στο σπίτι.
Πέρασαν αρκετές μέρες ο ξένος (έτσι τον έλεγε η Ελπίδα γιατί δεν της είχε πει ποτέ το όνομα του), που έκαιγε από τον πυρετό όλες αυτές τις ημέρες, άρχισε να ανοίγει τα μάτια του και να αντιδρά. Η Ελπίδα γεμάτη χαρά πήγε κοντά του. Είσαι καλά; τον ρώτησε. Με ανησύχησες μέρες τώρα παραμιλάς. Που βρίσκομαι; λέει εκείνος απορημένος σαν να μην την έχει ξαναδεί, και τι θέλεις εσύ στο σπίτι μου; της είπε λίγο θυμωμένα. Το κορίτσι τότε σκέφτηκε ότι ακόμα παραμιλάει και παραλογίζεται και δεν του απάντησε. Ο ξένος προσπάθησε να σηκωθεί μα ήταν αδύναμος και σωριάστηκε πάλι. Που είναι η γυναίκα μου και το παιδί μου; την ξαναρωτάει. Εδώ είναι το σπίτι μου τότε του απαντάει εκείνη λίγο θυμωμένα. Εκείνος τότε ξανακοίταξε εξονυχιστικά το δωμάτιο και της είπε, πάνω στο τζάκι έχει ένα κουτί και μέσα έχει φωτογραφίες. Μου τις φέρνεις σε παρακαλώ που δεν μπορώ να σηκωθώ; Η Ελπίδα τα έχασε, από που και ως που ο ξένος ήξερε το κουτί με τις οικογενειακές φωτογραφίες τους; Μα εκεί είναι οι δικές μας φωτογραφίες του απαντάει. Φέρε να δω είπε εκείνος θυμωμένα που δεν κατάλαβε τι γινόταν. Η Ελπίδα πιάνει το κουτί και το πάει στον ξένο. Ορίστε κοίταξε να δεις και εσύ ότι έχω δίκιο σε αυτά που σου λέω. Ο ξένος ανοίγει τότε το κουτί και πιάνει τις φωτογραφίες. Τα μάτια του πλημμύρισαν με δάκρυα. Να εδώ είναι η γυναίκα μου και η κορούλα μου, για αυτές τις δύο σου λέω. Η Ελπίδα τώρα άρχισε να κλαίει και να τρέμει από συγκίνηση, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
Αυτή είναι η μαμά μου και εγώ μωράκι και δίπλα ο πατερούλης μου που χάθηκε στον πόλεμο, είπε μετά από αρκετή ώρα που μπόρεσε να μιλήσει. Μα τι μου λες τώρα; τι χρονολογία έχουμε ρώτησε ο ξένος που ήταν φανερό πια ότι κάπου είχε χαθεί στον χρόνο. Σήμερα έχουμε δώδεκα Σεπτεμβρίου του 1951 του είπε, πέρασαν λοιπόν δέκα χρόνια από τότε; μα πως έγινε, που ήμουν τόσο καιρό; το μόνο που θυμάμαι είναι ότι βρισκόμουν στο μέτωπο και δίπλα μου υπήρχαν πτώματα εκρήξεις και φωτιές. Η Ελπίδα τώρα που είχε καταλάβει τι έγινε άρχισε να κλαίει από χαρά. Δηλαδή είπε χαμηλόφωνα εσύ είσαι ο χαμένος πατέρας μου; Εκείνος που άρχισε επιτέλους να βρίσκεται στην πραγματικότητα και που τα είχε εντελώς χαμένα, της είπε, εσύ είσαι το μικρό μου κοριτσάκι η Ελπίδα μου; ήσουν μια σταλιά όταν σε άφησα και δεν σε αναγνώρισα καθόλου, μα τώρα που σε ξανακοιτώ, ναι εσύ είσαι το κοριτσάκι μου με τα γαλάζια πελώρια ματάκια. Η Ελπίδα έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά του, έκλαιγε σαν μικρό παιδί, αλλά και εκείνος το ίδιο. Έκλαιγαν με λυγμούς. Κάποια στιγμή ο πατέρας της έκανε την ερώτηση που φοβόταν η Ελπίδα, η μαμά που είναι; γιατί δεν είναι σπίτι μαζί σου;
Η κοπέλα τότε σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά του. Δεν είναι εδώ πια μαζί μας να σε δει και να χαρεί. Σε περίμενε όλα αυτά τα χρόνια, ποτέ δεν έπαψε να σε περιμένει. Που είναι ρωτάει τότε εκείνος και παρακαλούσε μέσα του να του δώσει κάποια άλλη απάντηση και να μην είναι αυτή που σκέφτηκε. Είναι πάνω στους ουρανούς και ξέρω θα μας βλέπει από εκεί ψηλά και θα χαίρεται. Άρχισαν πάλι να κλαίνε και οι δύο αγκαλιασμένοι, αυτή την φορά από πόνο για την απώλεια της αγαπημένης τους. Ξέρεις ποιο είναι το περίεργο μπαμπά; της είχα μιλήσει για σένα κάποιες φορές που ερχόμουν στο βουνό και τις έλεγα πόσο περίεργα φέρεσαι και πως ζεις εκεί μόνος και ξέρεις τι μου έλεγε; πως για να είσαι εκεί κάτι πολύ σκληρό θα πέρασες. Που να ξέραμε ότι ήσουν εσύ και πως δεν μπορούσες να θυμηθείς ποιός είσαι. Σίγουρα εκείνη θα σε αναγνώριζε αν σε έβλεπε, και η τραγική ειρωνεία είναι, ότι μου είπε να σου πω να έρθεις κάποια μέρα να φας μαζί μας μα εσύ δεν ήθελες, ζούσες στον κόσμο σου.
Η Ελπίδα άρχισε να του εξιστορεί τα πάντα γύρω από την μάνα της και για εκείνην την ίδια, προσπάθησε να γεφυρώσει την απουσία του για όλα αυτά τα γεγονότα που έζησαν μακριά. Μετά από λίγες μέρες βγήκαν έξω στην γειτονιά μαζί, εκείνος είχε κόψει τα μαλλιά και τα γένια του και φόρεσε καθαρά ρούχα, είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Το κουστούμι του γάμου του, του έδινε κάποιο κύρος και το μπαστουνάκι ακόμα που κρατούσε λόγω αναπηρίας, τον έκαναν να μοιάζει με αριστοκρατικό τύπο. Η Ελπίδα τον έπιασε από το μπράτσο και περήφανα περπατούσε δίπλα του. Κάποιες παλιές γειτόνισσες τον αναγνώρισαν αμέσως και έτρεξαν να τον χαιρετίσουν. Καλημέρα κύριε Λάμπρο (έτσι τον έλεγαν) τι κάνεις, η γυναίκα σου πού είναι έχουμε καιρό να την δούμε. Ήταν μαζί μου στην πόλη και δυστυχώς αρρώστησε και την χάσαμε, είπε και γύρισε να κοιτάξει την κόρη του. Εκείνη κατάλαβε ότι ήθελε να τα πάρει όλο το βάρος πάνω του και να μην πει ότι πέθανε από καιρό και ότι η Ελπίδα τους έλεγε ψέμματα. Χαμογέλασε η Ελπίδα και έγειρε τρυφερά στο μπράτσο του πατέρα της. Τώρα πια, ήταν εκείνος και θα φρόντιζε για όλα και για τα καλά και για τα κακά. Έτσι αγκαζέ συνέχισαν την βόλτα τους στο χωριό, όλα ήταν υπό τον έλεγχο του μπαμπά η Ελπίδα θα ξεκουραζόταν επιτέλους, η κακιά μπόρα είχε φύγει. Βέβαια είχε αφήσει σπασμένα κλαριά από τον μεγάλο άνεμο στην καρδιά της, μα τώρα, όλα θα τα φτιάξει ο πατερούλης της, που θα προσπαθήσει να της τα αναπληρώσει, και να γεμίσει τον χαμένο χρόνο.
Μύριαμ Κ. Ρόδος
Μύριαμ Κ. Ρόδος
3 σχόλια:
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ.. ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΑΒΟΛΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΟΥ ΜΥΡΙΑΜ,ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΧΡΗΣΙΜΟ,ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΕΜΑΣ ΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΤΗΝ ΧΑΝΟΜΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΜΑΣ... ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ ΚΑΛΗ ΜΑΣ ΦΙΛΗ.........................
ΕΤΣΙ ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΗΝΟΜΑΣΤΕ ΠΟΤΕ. ΠΑΝΤΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΚΑΚΟ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΛΟ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΥΠΟΜΟΝΗ.
Μύριαμ ,Το παραμύθι σου μου θύμισε κάποια αληθινή Ιστορία που μου έλεγε ο πατέρας μου.μετά τον πόλεμο με τους γερμανούς. Μόνο που εκείνη ,δενείχε φύγει απ΄τη ζωή. Πολύ ωραίο ,γράψε για σένα, γράψε για μας γράψε για την ελπίδα!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου