Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

Το Άγιο κάστανο

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια όμορφη και ηλιόλουστη χώρα, εμφανίστηκε ένα μαύρο σύννεφο. Από τότε, τίποτα δεν λειτουργούσε φυσιολογικά, αφού οι άνθρωποι είχαν τρελαθεί. Ξαφνικά στην χώρα αυτή, είχε χαθεί η λογική και οι άνθρωποι άρχιζαν να κάνουν πράγματα χαζά. Ξεκίνησαν να βάζουν άχρηστους βασιλιάδες που  λεηλατούσαν την χώρα. Έπειτα, άρχισαν να χάνουν τις δουλειές  και τα σπίτια τους, αλλά αυτοί όμως, ήταν μες στην τρελή χαρά. Φανταστείτε, πως άρχιζαν να λατρεύουν τους ανθρώπους, που έβλεπαν σε ένα χαζοκούτι και τους έκαναν Θεούς.

 Μετά άρχισαν να λατρεύουν ότι έβρισκαν μπροστά τους. Ένα κάστανο εκείνο τον καιρό, είχε την τιμητική του. Η ιστορία του κάστανου έχει ως εξής: Κάποτε ήταν ένας σπουδαίος μοναχός που αγαπούσε  πολύ τον Θεό, όλη μέρα προσευχόταν και έτρωγε ελάχιστα. Μέσα στην  διατροφή του, πρώτη θέση, είχαν τα φρούτα και τα κάστανα. Έτσι λοιπόν μια μέρα, έβρασε κάστανα για να φάει, όμως ένα κάστανο διέφερε πολύ. Ήταν πιο σκούρο και πιο λαμπερό και λυπήθηκε να το φάει,  το άφησε λοιπόν στην άκρη.  Μα, μέχρι να το αφήσει κάτω, το κάστανο ίδρωνε και ξανά ίδρωνε από την αγωνία. Την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια, το έπιασε και αφού  το είδε έτσι λαμπερό, το άφησε πάλι στην θέση του. Η καρδιά του κάστανου, πήγε να σπάσει, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το πρόσωπό του, τα δόντια του τρίζαν από φόβο, μην τυχών το ρίξει στην φωτιά.  Όπως καταλαβαίνετε, αυτό ήταν ένα μαρτύριο για το καημένο το κάστανο και έτσι μάλλον θεωρήθηκε πως μιμήθηκε τους αγίους που μαρτυρούσαν και ορίστε, έγινε και αυτό, το άγιο κάστανο. 

 Σαν πέθανε ο γέροντας, έγινε Άγιος, καθώς είχε ενάρετη ζωή και κάποιοι θέλησαν να επωφεληθούν από αυτό. Έβαλαν τότε μπροστά  το πανέξυπνο μυαλό τους και ως εκ θαύματος, βάφτισαν το καημένο το καστανάκι, Άγιος Κάστανος. Μερικοί έτρεξαν να το προσκυνήσουν, χωρίς να σκεφτούν πως γίνεται ένα κάστανο να κάνει θαύματα. Νομίζω περιμένουν τον Άγιο Κάστανο να τους ρίξει ευχή και να γίνουν καλά ή να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες τους. 

Όπως και να έχει τα πράγματα σε κάποιους έδειχναν λογικά. όπως με τους κακούργους ληστές Βασιλιάδες που έβαζαν, βάζουν και θα βάζουν μέχρι να τους αποτρελάνει σαν χώρα. Αυτά για τον Άγιο Κάστανο, και έτσι ο άγιος Κάστανος έζησε καλά, χωρίς να φαγωθεί και εμείς καλύτερα που ζήσαμε και αυτό το παράλογο. 

Θα έχουν πολλούς λόγους οι μετέπειτα γενιές να μας κοροϊδεύουν. Φανταστείτε τα γέλια τους, μέχρι και πεθαμένους θα αναστήσουν από την πολύ οχλαγωγία και όχι άδικα. 
  Για να μην παρεξηγηθώ, δεν τα έχω με τους Άγιους αλλά με τα παράλογα που σκέφτονται κάποιοι και εκθέτουν την πίστη μας.

Μύριαμ Κ. Ρόδος


Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

ΟΙ ΣΚΑΝΤΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΙΧΑΛΗ

-Μωρή Ευτέρπηηη έλα έξω να σου πω τα νέα να φρίξεις
-Τι είναι κυρά Κατίνα; τι έμαθες πάλι έχουμε κανένα καλό νέο;
-Τρομερό και τρανταχτό. Άκου ο Μιχάλης της Μαρίας ξεκούτιανε τελείως, τα έφτιαξε με μια μικρούλα  από το Περού.
-Σώπα καλέ αλήθεια; μα αυτός είναι πιο μεγάλος και από τον Καραισκάκη, τι την θέλει την μικρούλα;
-Ε σου λέω μωρή ότι ξεκούτιανε, να φανταστείς θέλει να βγάλει τις μασέλες του και να βάλει φυτευτά δόντια. Είδε η γυναίκα του τα σημάδια αυτά και άλλα πολλά και άρχισε να τον παρακολουθεί. Άσε που πήρε την κολόνια της εγγονής του και λούζεται ολόκληρος με αυτή. Βρωμοκοπάει από δέκα χιλιόμετρα.
-Πω πω τι έπαθε η καημένη η Μαρία τώρα στα γερατειά.
-Και να ήταν μόνο αυτό;
-Έχει και άλλα; μα στην ηλικία αυτή σκέφτηκε να ικανοποιήσει τον ανδρισμό του;

Άκου καλά τι έκανε ο γεροξεκούτης. Είχαν στο σπίτι τους δυο γάτες που τις λάτρευαν σαν παιδιά τους, ξαφνικά τη μια την χάσανε. Η Μαρία έφαγε τον κόσμο να την βρει, έψαξε σε όλη την γειτονιά, αλλά άφαντη η γάτα της. Ψες λοιπόν καθώς έβγαζε τα σκουπίδια της, είδε μια σακούλα μέσα δεμένη καλά, με κόμπους, ούτε και εγώ ξέρω πόσους. Αυτό της τράβηξε την περιέργεια και έπιασε αμέσως το μαχαίρι να την ανοίξει. Περιττό να σου πω μωρή Ευτέρπη, το σοκ που έπαθε η γυναίκα.
-Τι είδε κυρά Κατίνα; μην σταματάς, λέγε με έφαγε η αγωνία.
-Κάτσε μωρή να πάρω τον αέρα μου. Άνοιξε που λες την σακούλα και βλέπει μέσα το δέρμα της γάτας της και τότε κατάλαβε τι έγινε. Γιατί την προηγούμενη μέρα που είχε γυρίσει από τον γιατρό, είδε τον άντρα της να μαγειρεύει. Αυτό την παραξένεψε. Αυτός δεν έβαζε ούτε ένα ποτήρι νερό, όλα στα χέρια του τα έφερνε η κακομοίρα η Μαρία. Τι κάνεις εκεί;  τον ρώτησε. Αυτός  πήρε ένα  ύφος αθώου παιδιού και  της απάντησε.  Να ένα κουνέλι άγριο μου δώσανε και μου είπαν να το  μαγειρέψω, για να μου πέσει η χοληστερίνη μου. Η Μαρία θυμήθηκε την σκηνή και κατάλαβε αμέσως  τι έγινε. Τότε έπαθε μεγάλο σοκ και άρχισε τις φωνές.  Ο γέρο ξεκούτης δεν ήταν στο σπίτι εκείνη την ώρα. Μόλις συνήλθε λίγο, έψαξε στα πράγματα του και άκουσε τι βρήκε στην σακούλα με τα φάρμακα.
-Τι, τι;

Χάπια, κάτι χάπια περίεργα. Δεν τα είχε ξαναδεί ποτέ, γιατί όλα τα χάπια αυτή του τα αγόραζε. Πάει αμέσως στον φαρμακοποιό,  τα δείχνει και ζητάει να μάθει για ποια ασθένεια είναι. Ο φαρμακοποιός όταν τα είδε έβαλε τα γέλια. Πέντε λεπτά γελούσε και απάντηση δεν έδινε, στην καημένη την Μαρία που την είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Μα θα σταματήσεις να γελάς και να μου εξηγήσεις, που είναι το αστείο με τα χάπια; Και τότε αυτός σταμάτησε τα γέλια, ξερόβηξε και τις λέει. Αυτά κυρά Μαρία μου είναι βιάγκρα και τα παίρνει κάποιος που θέλει να ικανοποιήσει μια γυναίκα και τον εαυτό του.  Άντε πάλι τυχερή ο γέρος σου σε σκέφτηκε, της είπε ειρωνικά και άρχισε πάλι να γελά. Έλα όμως, που ο γέρος είχε να κοιμηθεί μαζί της  χρόνια. 

Τότε άρχισαν να την ζώνουν τα φίδια, πήγε σπίτι και έψαξε όλα τα πράγματά του. Ξαφνικά, έπεσε το μάτι της στο βιβλιάριο καταθέσεων, το παίρνει στα χέρια το ανοίγει και βλέπει να λείπουν έξι ολόκληρα χιλιάρικα. Αυτά ήταν όλο τους το βίος . Τα μάζευαν και τα φύλαγαν  για κάποια δύσκολη στιγμή. Η καρδιά της Μαρίας δεν άντεξε, σωριάστηκε στο έδαφος.  Για καλή της τύχη, εκείνη την ώρα έμπαινε μέσα η πρωτοκόρη της, που είδε αναστατωμένη την μητέρα της να πέφτει λιπόθυμη.  Κάλεσε αμέσως το ασθενοφόρο και την πήγε στο νοσοκομείο.
-Α! γιαυτό ήταν το ασθενοφόρο εκεί σταματημένο ε; είπε η Ευτέρπη φανερά στεναχωρημένη.

-Ναι έπαθε έμφραγμα, ευτυχώς την σκαπούλαρε και τώρα ο γερό ξεκούτης δίνει λόγο στα παιδιά του. Φαίνεται μετανιωμένος για το κακό που προκάλεσε στην γυναίκα του και αφού τους εξιστόρισε τι συμβαίνει υποσχέθηκε να μην το ξανακάνει. Παραδέχτηκε πως τα έμπλεξε με μια μικρή από το Περού και πως συνέχεια του ζήταγε λεφτά και πως αυτή τον έβαλε να φάει την γάτα, γιατί στο Περού λένε πως αν φας γάτα είναι το καλύτερο αφροδισιακό. Αυτός όμως τόσο γέρος που είναι έπρεπε να φάει όλες τις γάτες τις γειτονιάς και ήταν και δύσπεπτες οι καταραμένες, όπως τις αποκάλεσε. Τότε σκέφτηκε να πάρει τα χάπια που είδε η γυναίκα του και φανερώθηκαν οι βρωμιές του.

-Ρε τι γίνεται στον κόσμο; πως μπορεί ο άνθρωπος να ξεφύγει από τα λογικά του, είπε η Ευτέρπη και σταυροκοπήθηκε.
-Πάω τώρα να πω τα νέα και στην Αμαλία είπε η κυρά Κατίνα και έφυγε τρέχοντας, για να προφτάσει να πει πρώτη αυτή τα νέα.