Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Η μαγική άμαξα

Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα πολύ μικρό νησί την Σύμη, υπήρχε μια μαγική άμαξα. Το άλογο στην ουσία ήταν μαγικό, γιατί αυτό εκπλήρωνε τις επιθυμίες των ανθρώπων. Όμως κατά ένα περίεργο τρόπο οι επιθυμίες των μεγάλων δεν εκπληρωνόταν, μόνο τα παιδιά έβλεπαν τις επιθυμίες τους να γίνονται αληθινές. 


Μια  μέρα, μπήκαν δυο παιδιά πάνω στην άμαξα. Το ένα ο Γρηγόρης, έτσι έλεγαν το παιδί, ευχήθηκε να το πάει μια βόλτα ψηλά στα σύννεφα, και ως δια μαγείας, βρέθηκε πολύ ψηλά. Στην αρχή, φοβήθηκε λίγο το ύψος, μα μετά όπως έβλεπε τις όμορφες εικόνες, με τα σύννεφα να τρέχουν και να να κυνηγούν το ένα το άλλο, μαγεύτηκε από την τόση ομορφιά και ξεθάρρεψε. Μερικά συννεφάκια είχαν κιτρινωπό χρώμα, γιατί ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του πάνω τους και τα χρωμάτιζε. Άλλα πάλι  είχαν γκρίζο χρώμα, γιατί είχαν πολύ νερό μέσα τους. Αλλά αυτό που τον μάγεψε, ήταν εκείνα τα σύννεφα που έκαναν την τέλεια απόχρωση του πορτοκαλί και του ροζ. Αφού είδε όλα τα σύννεφα του κόσμου, η άμαξα κατέβηκε και πάλι στην γη. 


Έπειτα μπήκε το άλλο παιδί ο Αχιλλέας, εκείνο ευχήθηκε να τον πάρει στον κόσμο του παραμυθιού. Με μιας η άμαξα άρχισε να σηκώνεται ψηλά, πολύ ψηλά και σε λίγο έφτασαν σε μια μικρή πόλη. Όλα ήταν μικροσκοπικά, τα σπίτια τα δέντρα, ακόμα και οι άνθρωποι, ίσα που φαινόντουσαν. Όταν είδαν τα ανθρωπάκια τον μικρό Αχιλλέα, άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα, γίγαντας, γίγαντας, φώναζαν και έτρεχαν να κρυφτούν. Το καημένο το παιδί τα έχασε, μα δεν ήρθα να σας κάνω κακό, είπε και άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυα του, έσκαψαν την γη και αμέσως έγινε μια μεγάλη λίμνη. Ένας πιο θαρραλέος, μικροσκοπικός άνθρωπος, τον πλησίασε και του είπε, μην κλαις γίγαντά μου, θα μας πλημμυρίσεις και θα πνιγούμε. Μα γιατί με φοβάστε; εγώ απλά ήρθα να σας δω. Ο μικροσκοπικός άνθρωπός τότε ήρθε πιο κοντά του και του είπε, είναι γιατί δεν έχουμε ξαναδεί, τόσο μεγάλο άνθρωπο. Το παιδί κάθισε κάτω, σταμάτησε το κλάμα και άρχισε τις ερωτήσεις. Τι είναι εδώ; ποια χώρα είναι; γιατί είναι τόσο μικροί οι άνθρωποι; Το μικροσκοπικό ανθρωπάκι, πήγε ακόμα πιο κοντά του και άρχισε να του μιλάει. Είσαι στη μαγική χαρούμενη χώρα, εδώ δεν υπάρχει λύπη, ούτε θάνατος, εδώ υπάρχει μόνο η αγάπη. Όλοι οι άνθρωποι, σε αυτή την χώρα,  είμαστε σαν μια οικογένεια και βοηθούμε ο ένας τον άλλον. Σήμερα, συνέχισε να λέει το ανθρωπάκι, μας τρόμαξες λιγάκι, γιατί δεν έχουμε ξαναδεί, τόσο μεγάλο άνθρωπο. Μα φαίνεσαι, είπε πως είσαι πολύ καλός, το είδα στα μάτια σου, και λέγοντας του αυτά το ανθρωπάκι, φώναξε να έρθουν κοντά όλοι οι άνθρωποι της μαγικής χώρας. Αφού μίλησαν και έπαιξαν, κάτι καινούρια παιχνίδια με το παιδί, ήρθε η στιγμή να φύγει, τους αποχαιρέτισε  με δάκρυα στα μάτια,  και έφυγε. Έκλαψε, γιατί του άρεσε τόσο πολύ αυτή η χώρα, με τους καλούς ανθρώπους, που δεν ήθελε να φύγει. Όμως,  σκέφτηκε και είπε από μέσα του, πως όταν μεγαλώσει, θα γίνει και αυτός καλός άνθρωπος, έστω και και σε μια άλλη χώρα σαν την δική του.


Ήρθε και η μέρα, που η μικρή Μαρία θα πήγαινε βόλτα, με την άμαξα. Αυτή, είχε ακούσει τόσα πολλά για την μαγική άμαξα και ήθελε να δοκιμάσει και εκείνη, να πάει βόλτα στην νεραϊδούπολη. Το κακό ήταν, που κανένας μεγάλος δεν πίστευε τα παιδιά και νόμιζαν, πως ήταν όλα της φαντασίας τους. Οι μεγάλοι κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν μπορούσαν να ανέβουν στην άμαξα και να πάνε όπου ήθελαν. Μερικοί για πλάκα είχαν ανέβει, αλλά η άμαξα έκανε την συνηθισμένη βόλτα, γύρω από την παραλία.


 Η Μαρία λοιπόν, φόρεσε το πιο καλό της φόρεμα, ένα ροζ και πήγε να εκπληρώσει το όνειρο της. Ήθελε με κάθε τρόπο να δει νεραϊδούλες. Μόλις πλησίασε την άμαξα, ένα φως περίεργο, φώτισε όλο τον τόπο.  Ανέβηκε πάνω με χαρά, και είπε στο άλογο, σε παρακαλώ, πάρε με στην νεραϊδοχώρα. Η άμαξα τότε σηκώθηκε πολύ ψηλά στον ουρανό και έτρεξε μέσα στον χρόνο. Σε λίγα λεπτά, άρχισε να κατεβαίνει, και τότε η Μαρία, είδε έναν απίστευτο κόσμο. Τέτοια ομορφιά δεν είχε ξαναδεί, μια νεραϊδούλα ήταν πιο πέρα, αλλά να, και άλλη και άλλη.  Μόλις είδαν το κοριτσάκι, το πλησίασαν και άρχισαν να του μιλούν.  Έπειτα για να το καλωσορίσουν, άρχισαν να χορεύουν. Χόρευαν τόσο όμορφα, που η Μαρία δεν σταμάτησε να χαμογελάει και να χτυπάει παλαμάκια. Μπράβο είστε υπέροχες, έλεγε και ξανάλεγε το κοριτσάκι. Μετά από λίγο ήρθε και η σειρά της Μαρίας να φύγει, μια νεραϊδούλα, ήρθε κοντά  και της έδωσε, ένα ζευγάρι παπούτσια. Μαρία μου της είπε, όταν μεγαλώσεις, να πας στον χορό και όταν φορέσεις αυτά τα παπούτσια, να είσαι σίγουρη, πως θα χορεύεις καλύτερα από όλα τα κορίτσια.  Γιατί είναι μαγικά. Η Μαρία, πήρε τα παπούτσια και τα έσφιξε γερά στην αγκαλιά της.  Ήταν σίγουρη, πως δεν θα τα αποχωριζόταν ποτέ, και έτσι έφυγε και εκείνη για την χώρα της, πολύ ευτυχισμένη. 


Τα παιδιά,  όλα όσα είχαν πάει με την μαγική άμαξα, βόλτα σε παραμυθένιους κόσμους, το έλεγαν στους γονείς τους. Όμως όπως ήταν φυσικό, κανείς δεν τα πίστευε. Αν, και για να τους αποδείξουν πως ήταν η φαντασία τους, πήγαιναν μαζί ως την άμαξα και το μόνο που κατάφερναν, ήταν να κάνουν, μια μικρή παραθαλάσσια βόλτα. Μόνο ένας τρελός πίστεψε τα παιδιά και σαν νύχτωσε, πήγε στην μαγική άμαξα. Μιλούσε στο άλογο, σαν τρελός που ήταν και του έλεγε, άλογο μου θέλω να με πάρεις και μένα μια βόλτα, μα δεν έχω λεφτά. Αν είχα παπούτσια, συνέχιζε να λέει στο άλογο, θα σου τα έδινα για πληρωμή, μα κοίτα, δεν έχω ούτε εγώ, και σήκωσε το πόδι του να του το δείξει. Η πατούσα του τρελού, ήταν κατάμαυρη και σκληρή, αφού όλη μέρα περπατούσε στις λάσπες και στα χώματα. Ανέβα πάνω στην άμαξα, του είπε το άλογο.  Ο τρελός, δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα, ούτε αναρωτήθηκε, πως ήταν δυνατόν, να μιλάει ένα άλογο; Ανέβηκε πάνω και η βόλτα του, είχε αρχίσει.  Ζήτησε να δει χιόνι, αφού στην Σύμη δεν είχε χιονίσει ποτέ, και η μαγική άμαξα, αμέσως τον πήρε,  σε έναν χιονισμένο τόπο. Αφού πέρασαν αρκετές ώρες, κατέβηκε και πάλι στην γη. Ο τρελός, χοροπήδαγε σαν κατσίκι και φώναζε, είδα χιόνι, είδα χιόνι, μα ποιος να πιστέψει τα λόγια του τρελού; κανείς. 



Έτσι συνέχιζε η μαγική άμαξα, να κάνει βόλτες και να εκπληρώνει τις επιθυμίες των παιδιών και κανενός τρελού. Γιατί, η μαγική άμαξα για να λειτουργήσει, έπρεπε αυτός που θα ανέβαινε, να έχει κρυστάλλινη και αγνή καρδιά. Δυστυχώς όμως, κανείς δεν έχει τόσο αγνή καρδιά, παρά μόνο τα μικρά παιδιά και οι τρελοί, που είναι στον κόσμο τους. Και έτσι, έζησαν όλα τα παιδιά καλά με την μαγική άμαξα και εμείς καλύτερα, που σκεφτόμαστε πως ο κόσμος μας είναι όμορφος και μαγικός,   επειδή υπάρχουν ακόμα  παιδιά.

Αν κάποτε, βρεθείτε στην Σύμη, η άμαξα, υπάρχει ακόμα, μόνο που δεν ξέρω αν θα λειτουργήσει μαγικά.  Γιατί αυτός που θα ανεβεί πάνω, πρέπει να είναι πολύ αγνός, και είναι πολύ δύσκολο στην εποχή μας αυτό. Αλλά δεν έχετε να χάσετε τίποτα, δοκιμάστε. 



 Μύριαμ Κ. Ρόδος

2 σχόλια:

Αγαθή Παπαδοπούλου - Λάιου είπε...

Μύριαμ Τι ωραίο παραμύθι είναι αυτό και πόσο ωραία το επιμελείσαι! Δε σε φτάνει κανείς γλυκιά μου, σου βγάζω το καπέλο!Εγώ τέτοιες τελειότητες δεν μπορώ να κάνω Σε φιλώ, σ'αγαπώ σ'έχω στην καρδιά μου,μια καρδιά που αυτόν τον καιρό είναι αρρωστημένη και τα παραμύθια σου της δίνουν χαρά. Προχώρα!!!!!!

Μύριαμ είπε...

Ευχαριστω παρα πολυ κ. Αγαθη μου