Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Η γιαγιά χηναρου

Μια φορά και ένα καιρό,  σε ένα μικρό νησάκι, ζούσε ένας  όμορφος νέος. Αυτός ο νέος, αγαπούσε πολύ το νησί του και δεν ήθελε να το αποχωριστεί με τίποτα. Είχε σπουδάσει καπετάνιος και ταξίδευε για πολύ καιρό στην θάλασσα, μα πάντα γυρνούσε στο νησάκι του για να ξεκουραστεί. Ένα καλοκαιράκι, είχε πάλι ξεμπαρκάρει και πήγε στο νησί του. Ήταν βράδυ και όπως συνήθιζε, πήγε στο καπηλειό της γειτονιάς του. Ήταν δίπλα στην θάλασσα και ο ήχος των κυμάτων, μαζί με τον ήχο από την τσαμπούνα που έπαιζε ο κυρ Πέτρος, έκαναν την ατμόσφαιρα,  ειδυλλιακή. Εκείνο το βράδυ, όπως ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του, βλέπει μια  κοπέλα να βουτάει στην θάλασσα και να παίζει με τα κύματα. Ήταν λίγο σκοτεινά, αλλά το χρυσαφένιο φως του φεγγαριού, έλουζε τα μακριά ξανθιά μαλλιά της και φώτιζαν το προσωπάκι της, που έμοιαζε σαν αλάβαστρο. Σαν τέλειωσε το μπάνιο της, ντύθηκε και κίνησε για το σπίτι της. Πέρασε δίπλα από το καπηλειό, καθώς μόνο αυτός ο δρόμος υπήρχε. Μόλις την είδε ο Φοίβος, αυτό ήταν το όνομα του νέου, έκανε να σηκωθεί, μα αμέσως σταμάτησε. Μια άλλη γυναίκα μεγαλύτερη, ήταν μαζί με την κοπέλα. Πέρασε από πολύ κοντά και την είδε καθαρά, ναι ήταν το ίδιο όμορφη όπως μέσα στο νερό και κάτω από το φως του φεγγαριού.

Την άλλη μέρα, ο Φοίβος ρώτησε ποια είναι και που μένει, και σαν έμαθε, άρχισε να κάνει βόλτες εκεί γύρω. Ήταν πολύ δύσκολο  για την εποχή, να πλησιάσεις μια κοπέλα και να την εκθέσεις και έτσι διακριτικά την ακολουθούσε. Ο έρωτας του Φοίβου άρχισε να φουντώνει μέσα του, μα και η Δήμητρα δεν έμεινε ασυγκίνητη, και έκανε τα πάντα να βρίσκονται μαζί έστω και για ένα λεπτό.  Κάθε μέρα που πήγαινε στο νερό, τον έβλεπε να την περιμένει. Έπειτα ο Φοίβος, σκέφτηκε ένα παιχνίδι, με τα βότσαλα της θάλασσας. Δημητρούλα της είπε μια μέρα, αν για κάποιο λόγο δεν θα μπορέσω να σε δω, θα σου αφήνω ένα βότσαλο της θάλασσας και θα συμβολίζει κάτι. Το σ΄ αγαπώ, συνέχισε να λέει, θα είναι ένα ροζ βοτσαλάκι και της έδωσε ένα ροζ βότσαλο για να το θυμάται. Όταν θέλω να σε συναντήσω, θα σου αφήνω ένα ασπρόμαυρο πετραδάκι. Το λευκό με περίεργες γαλάζιες γραμμές, θα πει σε σκέφτομαι και μου λείπεις. Με τον τρόπο αυτό ο Φοίβος έφτιαξε ολόκληρο κώδικα επικοινωνίας. 

Μια μέρα, το πήρε απόφαση να πάει στο σπίτι της Δήμητρας και να την ζητήσει και έτσι μετά από λίγο καιρό, παντρεύτηκαν και εκπλήρωσαν επιτέλους τον μεγάλο έρωτα τους. Σε λίγους μήνες, ο Φοίβος έφυγε στα καράβια για δουλειά και όταν γύρισε, η γυναίκα του είχε γεννήσει ένα όμορφο κοριτσάκι. Έτσι περνούσε ο καιρός, με τον Φοίβο να ταξιδεύει και να γυρίζει μετά από καιρό στην αγκαλιά της αγαπήμενης του  γυναίκας και κοντά στην κορούλα του, που μεγάλωσε πια και έγινε κοτζάμ γυναίκα. 

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, η Δημητρούλα ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα, ένα κακό όνειρο την έκανε να τρέμει. Άρχισε να σταυροκοπιέται, Θεέ μου κάτι κακό συμβαίνει στον άντρα μου, άρχισε να λέει και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δεν έκλεισε μάτι όλη την νύχτα από τις σκέψεις και τον φόβο. Όταν ξημέρωσε, περίμενε καρτερικά για ένα καλό νέο, μα δυστυχώς, το κακό όνειρο της βγήκε αληθινό. Κυρά Δημητρούλα, φώναξε ο ταχυδρόμος, έχετε ένα τηλεγράφημα, η κυρα Δήμητρα τρέχει γρήγορα κοντά του. Μόλις διαβάζει το τηλεγράφημα σωριάστηκε κάτω λιπόθυμη.  Είδαν και έπαθαν οι γειτόνισσες να την συνεφέρουν. Μα τι έγινε κυρά Δημητρούλα; έλεγαν και ξανάλεγαν ανήσυχες οι γειτόνισσες. Κάποια πιο ψύχραιμη πήρε το τηλεγράφημα από τα χέρια της, και άρχιζε να διαβάζει. Ήταν από την ναυτιλιακή εταιρία που δούλευε ο άντρας της και έλεγε, σας πληροφορούμε, πως το καράβι Χρύσανθος βούλιαξε και χάθηκαν πέντε άντρες στα αγριεμένα κύματα, ο άντρας σας είναι μέσα στους αγνοούμενους. Η γυναίκα ήταν απαρηγόρητη, μέρα και νύχτα έκλαιγε και μοιρολογούσε,  το είδα εγώ το όνειρο και το ήξερα πως κάτι κακό έχει συμβεί. 

Πέρασε ενάμιση χρόνος και η κορούλα της παντρεύτηκε και έφυγε στην Αυστραλία. Πριν  φύγει, παρακάλεσε την μητέρα της να πάει μαζί της, μα εκείνη ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Δεν το κουνάω ρούπι από εδώ, της είπε κάπως αγριεμένη, και αν γυρίσει ο πατέρας σου που θα μας βρει; Η καημένη δεν το έβαζε κάτω και τον περίμενε να γυρίσει. Όταν πια έφυγε η κόρη της, η Δήμητρα έμεινε ολομόναχη και τον περισσότερο καιρό, τον έβγαζε κάτω στην θάλασσα. Μαζί της είχε και δυο χήνες, ήταν η καινούρια της συντροφιά. Τις είχε κανένα μήνα περίπου,  δώρο από την κόρη της και τις πρόσεχε σαν τα μάτια της. Όπου πήγαινε, την ακολουθούσαν οι φίλες της οι χήνες. Τα πιτσιρίκια του νησιού της έβγαλαν και παρατσούκλι, η γιαγιά χηναρού. 

Ήταν Κυριακή πρωί, η κυρά Δήμητρα είχε πάει στην εκκλησία να ανάψει κεράκι και μετά κατηφόρισε για την θάλασσα. Μαζί της είχε τις δυο χήνες της, που την ακολουθούσαν πιστά. Μπήκαν στο νερό, η κυρά Δήμητρα πήγαινε σιγά σιγά καθώς είχε γεράσει πια και δεν μπορούσε να τρέχει όπως παλιά. Κάποια στιγμή έχασε την μια χήνα και τρόμαξε πολύ. Άρχισε να την φωνάζει δυνατά, Αφρούλα Αφρούλα, έτσι την έλεγε, μα τίποτα, αυτή δεν φαινόταν πουθενά. Ήταν έτοιμη να φωνάξει βοήθεια, ώσπου την είδε ξαφνικά να έρχεται κοντά της. Δόξα τον Θεό είπε δεν πνίγηκες, μα τι είναι αυτό που κρατάς στο στόμα σου; Η χήνα την πλησίασε και η κυρά Δήμητρα έπιασε ένα βότσαλο από το στόμα της. Σαν να την χτύπησε κεραυνός, ένα βότσαλο λευκό με περίεργες γαλάζιες γραμμές. Σε σκέφτομαι, μου λείπεις, είπε σαν να διάβαζε κάτι, έπειτα φώναξε δυνατά,  με σκέφτεται με σκέφτεται ο Φοίβος μου και άρχισε να κλαίει χαρούμενη. Την άλλη μέρα η Αφρούλα βούτηξε πιο βαθιά και πάλι της έφερε πάλι ένα βότσαλο. Αυτή την φορά της όμως, έφερε ένα ροζ βοτσαλάκι και η κυρά Δήμητρα άρχισε να το φιλάει συνέχεια, με αγαπάει είπε και γέλασε χαρούμενη. Έπειτα πήγε σπίτι και φύλαξε καλά το βοτσαλάκι. Αυτό, συνεχίστηκε για καιρό, μάλιστα κάποια φορά που είχε πάει βράδυ στην θάλασσα, είδε μια φωτισμένη σιλουέτα να κάνει γύρους δίπλα της και κάτι παράξενα φώτα συνόδευαν την περίεργη αυτή φιγούρα. Η κυρά Δήμητρα ήταν πια σίγουρη, ο Φοίβος της ήταν εκεί και  περίμενε κάθε μέρα για να την δει. 

Το μαύρο κουτί στο εικονοστάσι είχε γεμίσει από διάφορες πετρούλες και η γριούλα  κάθε βράδυ,  έβγαζε τα βοτσαλάκια και τα φιλούσε. Ο Φοίβος είχε βρει τρόπο να επικοινωνεί με την γυναίκα του,  για να μην στεναχωριέται. Πράγματι η γριούλα, κάθε μέρα έριχνε και αυτή ένα βότσαλο με διάφορα συνθήματα και μετά από λίγο, λάμβανε το δικό της μήνυμα, που της έδινε μεγάλη χαρά και ελπίδα, πως θα αντάμωνε και πάλι κάποια μέρα με τον Φοίβο της.Ένα Κυριακάτικο πρωινό, πήγε από τα χαράματα στην Θάλασσα, έβρεχε πολύ, μα δεν την ένοιαζε. Βούτηξε ξανά στην θάλασσα μαζί με τις χήνες της, και η αγαπημένη της Αφρούλα της έφερε την πολυπόθητη ασπρόμαυρη πετρούλα. Το πρωί Βρήκαν την κυρά Δήμητρα χαμογελαστή, να κοιμάται στον αιώνιο ύπνο, ευτυχισμένη.  Και έτσι έζησε αυτή καλά, που αντάμωσε τον αγαπημένο της,  και εμείς καλύτερα που η γιαγιούλα  συνάντησε,  επιτέλους τον αγαπημένο της. 

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Η μαγική άμαξα

Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα πολύ μικρό νησί την Σύμη, υπήρχε μια μαγική άμαξα. Το άλογο στην ουσία ήταν μαγικό, γιατί αυτό εκπλήρωνε τις επιθυμίες των ανθρώπων. Όμως κατά ένα περίεργο τρόπο οι επιθυμίες των μεγάλων δεν εκπληρωνόταν, μόνο τα παιδιά έβλεπαν τις επιθυμίες τους να γίνονται αληθινές. 


Μια  μέρα, μπήκαν δυο παιδιά πάνω στην άμαξα. Το ένα ο Γρηγόρης, έτσι έλεγαν το παιδί, ευχήθηκε να το πάει μια βόλτα ψηλά στα σύννεφα, και ως δια μαγείας, βρέθηκε πολύ ψηλά. Στην αρχή, φοβήθηκε λίγο το ύψος, μα μετά όπως έβλεπε τις όμορφες εικόνες, με τα σύννεφα να τρέχουν και να να κυνηγούν το ένα το άλλο, μαγεύτηκε από την τόση ομορφιά και ξεθάρρεψε. Μερικά συννεφάκια είχαν κιτρινωπό χρώμα, γιατί ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του πάνω τους και τα χρωμάτιζε. Άλλα πάλι  είχαν γκρίζο χρώμα, γιατί είχαν πολύ νερό μέσα τους. Αλλά αυτό που τον μάγεψε, ήταν εκείνα τα σύννεφα που έκαναν την τέλεια απόχρωση του πορτοκαλί και του ροζ. Αφού είδε όλα τα σύννεφα του κόσμου, η άμαξα κατέβηκε και πάλι στην γη. 


Έπειτα μπήκε το άλλο παιδί ο Αχιλλέας, εκείνο ευχήθηκε να τον πάρει στον κόσμο του παραμυθιού. Με μιας η άμαξα άρχισε να σηκώνεται ψηλά, πολύ ψηλά και σε λίγο έφτασαν σε μια μικρή πόλη. Όλα ήταν μικροσκοπικά, τα σπίτια τα δέντρα, ακόμα και οι άνθρωποι, ίσα που φαινόντουσαν. Όταν είδαν τα ανθρωπάκια τον μικρό Αχιλλέα, άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα, γίγαντας, γίγαντας, φώναζαν και έτρεχαν να κρυφτούν. Το καημένο το παιδί τα έχασε, μα δεν ήρθα να σας κάνω κακό, είπε και άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυα του, έσκαψαν την γη και αμέσως έγινε μια μεγάλη λίμνη. Ένας πιο θαρραλέος, μικροσκοπικός άνθρωπος, τον πλησίασε και του είπε, μην κλαις γίγαντά μου, θα μας πλημμυρίσεις και θα πνιγούμε. Μα γιατί με φοβάστε; εγώ απλά ήρθα να σας δω. Ο μικροσκοπικός άνθρωπός τότε ήρθε πιο κοντά του και του είπε, είναι γιατί δεν έχουμε ξαναδεί, τόσο μεγάλο άνθρωπο. Το παιδί κάθισε κάτω, σταμάτησε το κλάμα και άρχισε τις ερωτήσεις. Τι είναι εδώ; ποια χώρα είναι; γιατί είναι τόσο μικροί οι άνθρωποι; Το μικροσκοπικό ανθρωπάκι, πήγε ακόμα πιο κοντά του και άρχισε να του μιλάει. Είσαι στη μαγική χαρούμενη χώρα, εδώ δεν υπάρχει λύπη, ούτε θάνατος, εδώ υπάρχει μόνο η αγάπη. Όλοι οι άνθρωποι, σε αυτή την χώρα,  είμαστε σαν μια οικογένεια και βοηθούμε ο ένας τον άλλον. Σήμερα, συνέχισε να λέει το ανθρωπάκι, μας τρόμαξες λιγάκι, γιατί δεν έχουμε ξαναδεί, τόσο μεγάλο άνθρωπο. Μα φαίνεσαι, είπε πως είσαι πολύ καλός, το είδα στα μάτια σου, και λέγοντας του αυτά το ανθρωπάκι, φώναξε να έρθουν κοντά όλοι οι άνθρωποι της μαγικής χώρας. Αφού μίλησαν και έπαιξαν, κάτι καινούρια παιχνίδια με το παιδί, ήρθε η στιγμή να φύγει, τους αποχαιρέτισε  με δάκρυα στα μάτια,  και έφυγε. Έκλαψε, γιατί του άρεσε τόσο πολύ αυτή η χώρα, με τους καλούς ανθρώπους, που δεν ήθελε να φύγει. Όμως,  σκέφτηκε και είπε από μέσα του, πως όταν μεγαλώσει, θα γίνει και αυτός καλός άνθρωπος, έστω και και σε μια άλλη χώρα σαν την δική του.


Ήρθε και η μέρα, που η μικρή Μαρία θα πήγαινε βόλτα, με την άμαξα. Αυτή, είχε ακούσει τόσα πολλά για την μαγική άμαξα και ήθελε να δοκιμάσει και εκείνη, να πάει βόλτα στην νεραϊδούπολη. Το κακό ήταν, που κανένας μεγάλος δεν πίστευε τα παιδιά και νόμιζαν, πως ήταν όλα της φαντασίας τους. Οι μεγάλοι κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν μπορούσαν να ανέβουν στην άμαξα και να πάνε όπου ήθελαν. Μερικοί για πλάκα είχαν ανέβει, αλλά η άμαξα έκανε την συνηθισμένη βόλτα, γύρω από την παραλία.


 Η Μαρία λοιπόν, φόρεσε το πιο καλό της φόρεμα, ένα ροζ και πήγε να εκπληρώσει το όνειρο της. Ήθελε με κάθε τρόπο να δει νεραϊδούλες. Μόλις πλησίασε την άμαξα, ένα φως περίεργο, φώτισε όλο τον τόπο.  Ανέβηκε πάνω με χαρά, και είπε στο άλογο, σε παρακαλώ, πάρε με στην νεραϊδοχώρα. Η άμαξα τότε σηκώθηκε πολύ ψηλά στον ουρανό και έτρεξε μέσα στον χρόνο. Σε λίγα λεπτά, άρχισε να κατεβαίνει, και τότε η Μαρία, είδε έναν απίστευτο κόσμο. Τέτοια ομορφιά δεν είχε ξαναδεί, μια νεραϊδούλα ήταν πιο πέρα, αλλά να, και άλλη και άλλη.  Μόλις είδαν το κοριτσάκι, το πλησίασαν και άρχισαν να του μιλούν.  Έπειτα για να το καλωσορίσουν, άρχισαν να χορεύουν. Χόρευαν τόσο όμορφα, που η Μαρία δεν σταμάτησε να χαμογελάει και να χτυπάει παλαμάκια. Μπράβο είστε υπέροχες, έλεγε και ξανάλεγε το κοριτσάκι. Μετά από λίγο ήρθε και η σειρά της Μαρίας να φύγει, μια νεραϊδούλα, ήρθε κοντά  και της έδωσε, ένα ζευγάρι παπούτσια. Μαρία μου της είπε, όταν μεγαλώσεις, να πας στον χορό και όταν φορέσεις αυτά τα παπούτσια, να είσαι σίγουρη, πως θα χορεύεις καλύτερα από όλα τα κορίτσια.  Γιατί είναι μαγικά. Η Μαρία, πήρε τα παπούτσια και τα έσφιξε γερά στην αγκαλιά της.  Ήταν σίγουρη, πως δεν θα τα αποχωριζόταν ποτέ, και έτσι έφυγε και εκείνη για την χώρα της, πολύ ευτυχισμένη. 


Τα παιδιά,  όλα όσα είχαν πάει με την μαγική άμαξα, βόλτα σε παραμυθένιους κόσμους, το έλεγαν στους γονείς τους. Όμως όπως ήταν φυσικό, κανείς δεν τα πίστευε. Αν, και για να τους αποδείξουν πως ήταν η φαντασία τους, πήγαιναν μαζί ως την άμαξα και το μόνο που κατάφερναν, ήταν να κάνουν, μια μικρή παραθαλάσσια βόλτα. Μόνο ένας τρελός πίστεψε τα παιδιά και σαν νύχτωσε, πήγε στην μαγική άμαξα. Μιλούσε στο άλογο, σαν τρελός που ήταν και του έλεγε, άλογο μου θέλω να με πάρεις και μένα μια βόλτα, μα δεν έχω λεφτά. Αν είχα παπούτσια, συνέχιζε να λέει στο άλογο, θα σου τα έδινα για πληρωμή, μα κοίτα, δεν έχω ούτε εγώ, και σήκωσε το πόδι του να του το δείξει. Η πατούσα του τρελού, ήταν κατάμαυρη και σκληρή, αφού όλη μέρα περπατούσε στις λάσπες και στα χώματα. Ανέβα πάνω στην άμαξα, του είπε το άλογο.  Ο τρελός, δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα, ούτε αναρωτήθηκε, πως ήταν δυνατόν, να μιλάει ένα άλογο; Ανέβηκε πάνω και η βόλτα του, είχε αρχίσει.  Ζήτησε να δει χιόνι, αφού στην Σύμη δεν είχε χιονίσει ποτέ, και η μαγική άμαξα, αμέσως τον πήρε,  σε έναν χιονισμένο τόπο. Αφού πέρασαν αρκετές ώρες, κατέβηκε και πάλι στην γη. Ο τρελός, χοροπήδαγε σαν κατσίκι και φώναζε, είδα χιόνι, είδα χιόνι, μα ποιος να πιστέψει τα λόγια του τρελού; κανείς. 



Έτσι συνέχιζε η μαγική άμαξα, να κάνει βόλτες και να εκπληρώνει τις επιθυμίες των παιδιών και κανενός τρελού. Γιατί, η μαγική άμαξα για να λειτουργήσει, έπρεπε αυτός που θα ανέβαινε, να έχει κρυστάλλινη και αγνή καρδιά. Δυστυχώς όμως, κανείς δεν έχει τόσο αγνή καρδιά, παρά μόνο τα μικρά παιδιά και οι τρελοί, που είναι στον κόσμο τους. Και έτσι, έζησαν όλα τα παιδιά καλά με την μαγική άμαξα και εμείς καλύτερα, που σκεφτόμαστε πως ο κόσμος μας είναι όμορφος και μαγικός,   επειδή υπάρχουν ακόμα  παιδιά.

Αν κάποτε, βρεθείτε στην Σύμη, η άμαξα, υπάρχει ακόμα, μόνο που δεν ξέρω αν θα λειτουργήσει μαγικά.  Γιατί αυτός που θα ανεβεί πάνω, πρέπει να είναι πολύ αγνός, και είναι πολύ δύσκολο στην εποχή μας αυτό. Αλλά δεν έχετε να χάσετε τίποτα, δοκιμάστε. 



 Μύριαμ Κ. Ρόδος