Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Το συννεφάκι

Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένα μικρό συννεφάκι. Αυτό το συννεφάκι, διέφερε από όλα τα άλλα σύννεφα. Γιατί είχε ψυχή και συναισθήματα ανθρώπινα. Όταν λοιπόν του δινόταν η ευκαιρία, κατέβαινε πολύ χαμηλά για να ακούσει τις σκέψεις των ανθρώπων, που τόσο πολύ  αγαπούσε. Έτρεχε πολύ γρήγορα, για να προλάβει να ακούσει, όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσε. Το συννεφάκι πολλές φορές στεναχωριόταν. Γιατί άκουγε να κλαίνε και να ζητάνε από τον Θεό, να τους αφήσει να δουν κάποια αγαπημένα πρόσωπα, που είχαν χάσει. Μια μέρα το μικρούλη συννεφάκι, αποφάσισε να πάει στον Θεό. Το σκεφτόταν καιρό τώρα, μα δίσταζε. Όμως η αγάπη που είχε για τους ανθρώπους, το έκαναν να παραμερίσει τους δισταγμούς του και έτσι  πήγε στον Θεό, γεμάτος ταπεινότητα και αγάπη,  να του ζητήσει χάρη.


Θεέ μου, είπε και η φωνή του τρεμόπαιζε από φόβο και ντροπή, για την παράξενη χάρη που θα ζήταγε. Σε παρακαλώ, άσε με μια φορά, να φέρω στον ουρανό, έναν άνθρωπο για να δει μια τελευταία φορά, κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο. Ο Θεός δεν μίλησε για αρκετά λεπτά, και αυτό φόβισε το συννεφάκι. Όμως εκείνος σκεφτόταν, πως μπορεί ένα συννεφάκι να έχει τόσο μεγάλη καρδιά; Γιατί αυτό που του ζήτησε δεν ήταν για εκείνο, αλλά για κάποιον άλλο. Αφού πέρασαν αρκετά λεπτά σιωπής, ακούστηκε η βροντερή φωνή του Θεού. Εντάξει, να φέρεις έναν άνθρωπο, για πρώτη και τελευταία φορά. Ελπίζω, συνέχισε να λέει, να φέρεις αυτόν που έχει την μεγαλύτερη ανάγκη, για να δει τον άνθρωπό του.

Το συννεφάκι, τρελό από χαρά, έτρεξε πάλι κοντά στην γη,  να ψάξει και να βρει τον πιο απελπισμένο άνθρωπο της γης, που έχασε κάποιο δικό του. Περιπλανήθηκε, σε όλη την γη, άκουσε κλάματα, προσευχές, ικεσίες, και η καρδία του σφίχτηκε τόσο πολύ, που άρχισε να πηγαίνει τώρα αργά. Καθώς περνούσε από  μια μικρή πόλη, άκουσε κραυγές και κλάματα. Κάποια γυναίκα, είχε χάσει τον πατέρα της και παρακαλούσε να μπορέσει να τον δει, έστω ένα λεπτό και να του μιλήσει. Το μικρό συννεφάκι, σταμάτησε για λίγα λεπτά, μα σε λίγο, συνέχισε την πορεία του. Λίγο παραπέρα στην ίδια πόλη, ένας άνδρας, έκλαιγε γοερά, αυτός είχε χάσει την γυναίκα του και κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μικρό παιδί, μα και πάλι δεν σταμάτησε, συνέχισε τον δρόμο του. Ήταν πολύ  δύσκολο να αποφασίσει, ποιος άνθρωπος, θα έπαιρνε αυτό το μεγάλο δώρο.

Πέρασαν αρκετές εβδομάδες, μα το συννεφάκι, ακόμα να βρει τον άνθρωπο. Ώσπου, ένα σούρουπο, άκουσε μια γυναίκα να μοιρολογεί και να μιλάει μόνη της. Κατέβηκε πολύ χαμηλά, να ακούσει τον ψίθυρο  της και να καταλάβει τι είχε συμβεί. Η γυναίκα φορούσε μαύρα και φαινόταν φανερά εξαντλημένη.   Κάτι στα μάτια της, έδειχνε να μην επικοινωνούσε και πολύ με τον κόσμο της. Δίπλα της, καθόταν  ένας άνδρας, με μια μεγάλη γενειάδα,  ήταν μαυροντυμένος και έκλαιγε, βουβά. Χάιδευε κάθε λίγο τα μαλλιά της γυναίκας και προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Εκείνη όμως, ούτε που τον έβλεπε.  Γιατί ήταν σε ένα άλλο κόσμο, πονούσε πάρα πολύ και συνέχεια ψιθύριζε, γιατί Θεέ μου, γιατί. Έπειτα φώναζε ένα γυναικείο όνομα. Μαιρούλα μου έλεγε, μακάρι να μπορούσα να σε δω μια στιγμή και ας πέθαινα. Θέλω τόσο πολύ να σε αγκαλιάσω, για μια τελευταία φορά και να δω, πως είσαι καλά εκεί που βρίσκεσαι.

Το συννεφάκι τώρα, χαμήλωσε και άλλο και είπε, να ο άνθρωπος που θα πάρω στον ουρανό. Θέλεις να δεις την Μαιρούλα σου είπε; η γυναίκα τινάχτηκε πάνω και χωρίς να το σκεφτεί, φώναξε με όλη την δύναμη που της είχε απομείνει, ναι θέλω, θέλω. Ο άντρας εν το μεταξύ είχε αποκοιμηθεί και δεν άκουσε τίποτα. Ανέβα πάνω μου και θα σε πάρω εγώ να την δεις, της είπε το καλό συννεφάκι. Η γυναίκα υπάκουσε και σε λίγα δευτερόλεπτα, έφτασε τόσο ψηλά, που δεν μπορούσε να δει την γη. 

Αφού ανέβηκαν αρκετά, έφτασαν σε μια μεγάλη φωτεινή κοιλάδα. Από παντού, ακουγόταν μια ήρεμη γλυκιά μουσική που έκαναν την γυναίκα, να νιώθει απίστευτη χαρά και αγαλλίαση. Κάποια στιγμή, το συννεφάκι  σταμάτησε και είπε στην γυναίκα, να κατέβει και να προχωρήσει λίγο, για να δει την κορούλα της. Εκείνη, περπάτησε με γοργό βήμα και τα μάτια της, έψαχναν παντού να βρουν την λατρεμένη της κορούλα. Μανούλα μου; ακούστηκε τότε η γνώριμη φωνή της κόρης της. Η καρδιά της γυναίκας πήγε να σπάσει, τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν δάκρυα και αυτή τη φορά, από χαρά. Παιδί μου, μονάκριβη μου κόρη, είπε και έτρεξε να την αγκαλιάσει. Η Μαιρούλα, την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της και της είπε, μην κλαις μανούλα μου, εγώ είμαι πολύ καλά εδώ πάνω. Η μητέρα της τότε, άρχισε να την παρατηρεί, πράγματι, η κορούλα της φαινόταν πιο καλά από ποτέ. Φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα και στο προσωπάκι της διέκρινε την ηρεμία και την ευτυχία. 

Μανούλα μου, είπε το κοριτσάκι, σε παρακαλώ δεν θέλω να κλαις, γιατί μου χαλάς την ηρεμία μου, με κάνεις και στεναχωριέμαι. Βλέπεις πως είμαι καλά, να τα πεις και στον πατέρα μου να μην στεναχωριέται, εγώ θα είμαι από ψηλά και θα σας προσέχω. Θα είμαι σε κάθε σας βήμα, απλά να μην με ξεχάσετε. Η μητέρα της, την άκουγε προσεκτικά και σκεφτόταν, χαλάω χωρίς να το θέλω την ηρεμία του παιδιού μου, ενώ εκείνη είναι καλά εδώ. Έτσι με τις σκέψεις αυτές, αποφάσισε να μην κλαίει πια. Εντάξει Μαιρούλα μου, δεν θα ξανακλάψω, αλλά θα κάνω τα πάντα για σένα από εκεί κάτω, ώστε να είσαι υπερήφανη για την μητέρα σου. Σε λίγο ήρθε και πάλι το συννεφάκι και πήρε την γυναίκα, αυτή την φορά όμως, δεν έκλαιγε, ήταν χαρούμενη, έστω και αν δεν θα ξανάβλεπε το παιδί της. Ήξερε πως είναι καλά και αυτό της έφτανε, σε λίγο έφτασε στην γη και το συννεφάκι προσεκτικά την άφησε κάτω. Εδώ είπε στην γυναίκα τελείωσε η αποστολή μου, πρέπει να φύγω. Η γυναίκα το ευχαρίστησε και του είπε, πως έκανε κάτι πολύ μεγάλο για εκείνη.

Ξημέρωσε, και ο άντρας που είχε ξυπνήσει καθόταν δίπλα της και της κρατούσε το χέρι. Την κοίταζε πολύ ώρα, δεν είχε ξαναδεί το προσωπάκι της τόσο ήρεμο, από την ημέρα που είχαν χάσει την κορούλα τους, και αυτό του έκανε μεγάλη εντύπωση. Κάποια στιγμή η γυναίκα ξύπνησε και χαμογέλασε με τρυφερότητα στον άντρας της, σηκώθηκε έκανε καφέ και έπινε,  λες και δεν είχε συμβεί  τίποτα. Ο άντρας της άρχισε να ανησυχεί, λες να τρελάθηκε η γυναίκα μου; εκείνη όταν την έπαιρνε ο ύπνος για πολύ λίγο και ξυπνούσε, άρχιζε τα ουρλιαχτά και τα κλάματα. Η γυναίκα που κατάλαβε το σκεπτικό του, άρχισε να του εξηγεί όλα όσα είχαν συμβεί.  Βέβαια αυτός δεν την πίστεψε και νόμιζε πως το μυαλό της, είχε
αρχίσει να σαλεύει.  Αλλά όσο περνούσε ο καιρός,  η γυναίκα είχε ίδια συμπεριφορά, όπως ήταν πριν να τους συμβεί το μεγάλο κακό και έτσι η ζωή τους, άρχισε και πάλι να κυλάει στον ίδιο ρυθμό.  Μόνο που ο πατέρας, πονούσε ακόμα πολύ, γιατί δεν πίστεψε την ιστορία της γυναίκας του. 

Η Σοφία, έτσι έλεγαν την γυναίκα που είχε χάσει την κορούλα της, είχε αρχίσει να πηγαίνει στον ερυθρό σταυρό και να βοηθάει τις ελεύθερες ώρες  της. Ακόμα, έτρεχε σε όποιον είχε ανάγκη από την βοήθεια της και έκανε διαφορές αγαθοεργίες. Κάποιες φορές, όταν είχε συννεφιά, έβγαινε έξω στην αυλή της και έψαχνε να βρει το μικρούλι συννεφάκι. Πολλές φορές, το έβλεπε βιαστικό να τρέχει και το ξεχώριζε από όλα τα άλλα σύννεφα.  σήκωνε το χέρι της και το χαιρετούσε. Ήταν σαν να του έλεγε, σε ευχαριστώ πολύ, για ότι έκανες για μένα. Και έτσι έζησε εκείνη καλά, και εμείς καλύτερα που μάθαμε πως η Μαιρούλα είναι ευτυχισμένη κοντά στον Θεό.

Μύριαμ Κ. Ρόδος