Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Τέρμα τα ανέκδοτα με τον Τοτό

Ο Τοτός πέθανε και την θέση του πήρε επάξια ο Έλληνας, που ήταν πολύ καλύτερος του. Το γιατί πήρε την θέση του, θα σας πω το παρακάτω ανέκδοτο και θα καταλάβετε και εσείς. Ήταν ένας Έλληνας που δυστυχούσε από πεινά, φτώχια και μιζέρια. Αποφάσισε λοιπόν να πάει στον πρωθυπουργό και να του διαμαρτυρηθεί. Άρχοντα μου, τα παιδιά μου πεινάνε, δεν έχω χρήματα να τα ντύσω, να τα ταΐσω και να τα στείλω στο σχολείο. Να κοίτα σήμερα έσπασα έναν κουμπαρά, δέκα χρονών, και βρήκα μόνο είκοσι ευρώ. Αυτά είναι όλο μου το βιος.

 Ο πρωθυπουργός τον άκουσε προσεκτικά, έξυσε την γενειάδα του και αφού σκέφτηκε τάχα μου για λίγο, του είπε. Πάρε αυτό το κουπόνι των 10 ευρώ να πας να αγοράσεις τρόφιμα. Από εδώ και στο εξής, κάθε δύο μήνες, θα λαμβάνεις αυτό το κουπόνι. Όσο για την ένδυση και τη μόρφωση των παιδιών σου, στο μέλλον ΘΑ τα έχεις και αυτά. Προς το παρόν, επειδή έχουμε  πολλά μνημόνια, κανε λίγο υπομονή και δώσε μου τα είκοσι ευρώ, για να τα ενισχύσουμε και να ξεχρεωθούμε. Αμέσως ο Έλληνας δίχως δεύτερη κουβέντα, του έδωσε με ευχαρίστηση το εικοσάρικο.  Χάρηκε τόσο πολύ με τα ψίχουλα και τις κίβδηλες υποσχέσεις, που έπεσε στα γόνατα και φίλησε τα ποδιά του πρωθυπουργού. 

Και έτσι έφυγε πολύ ευχαριστημένος από το μέγαρο του, παίρνοντας μαζί, το κουπόνι και ένα σάκο όνειρα. Μάλιστα όπου πήγαινε, έμπλεκε χρυσοστέφανο του πρωθυπουργού και έλεγε πως ήταν, ο πιο κάλος άνθρωπος του κόσμου. Ο πρωθυπουργός, ακόμα γελάει με την αφέλεια του Έλληνα και την διηγείται στους ξένους υπουργούς και πρωθυπουργούς, με καμάρι. Όπως καταλαβαίνετε ο Τοτός δεν μας χρειάζεται πια. Έπειτα από αυτό το συμβάν, αυτοκτόνησε. Γιατί δεν άντεξε τον ανταγωνισμό του Έλληνα.

Εμένα προσωπικά μου άρεσε ο Τοτός, γιατί με τις γκάφες του, μας έβγαζε γέλιο. Ενώ ο Έλληνας, με νευριάζει πάρα πολύ, και με κάνει να θυμώνω, με την τόση βλακεία του. 

Μύριαμ Κ. Ρόδος 

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Οι άνθρωποι έχουν παράπονο από τον Θεό

Οι άνθρωποι έχουν παράπονο από τον Θεό, συνέχεια διαμαρτύρονται για τα κακά δεινά της χώρας τους ή για τις συμφορές, αρρώστιες και διάφορα άλλα προβλήματα. Κάθε μέρα βαρυγκομούν και λένε, μα τι κάνει ο Θεός; που είναι και δεν μας βοηθάει; Κανείς όμως δεν σκέφτηκε, πως και ο Θεός έχει παράπονα με τους ανθρώπους. Γιατί τον ξέχασαν και αν τον θυμηθούν, είναι μόνο για να του ζητήσουν κάποια χάρη. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, της υπερκατανάλωσης και τις πολυτέλειας, τον ξέχασαν εντελώς. Κανείς δεν πήγαινε στην εκκλησία, μόνο λίγα άτομα μετρημένα στα δάχτυλα και κανείς δεν προσεύχεται, όπως θα έπρεπε. Αντί γιαυτό έμαθαν τις βλαστήμιες και τον έξαλλο ρυθμό της ζωής.

Μάλιστα κάποιοι τον απαρνήθηκαν τελείως και λένε πως δεν υπάρχει και πως είμαστε δημιούργημα της φύσης ή των εξωγήινων. Που είναι η λυτή ζωή που μας έδειξε πως πρέπει να ακολουθούμε; που είναι η αγάπη για τον συνάνθρωπό μας; και που είναι η ευλάβεια και η μετάνοια στην κάθε αμαρτία; Έτσι μας δίδαξε πως πρέπει να βαδίζουμε ο Χριστός; Η αμαρτία ρέει σαν ένας τεράστιος χείμαρρος, έτοιμος να πνίξει κάθε ζωή που υπάρχει στην γη και αυτό από απερισκεψία, υπερηφάνεια και αλαζονεία του ανθρώπου. Η απληστία νίκησε τους ανθρώπους και το βλέπουμε καθημερινά. Τα έθνη θέλουν επέκταση στα σύνορα τους και σκοτώνουν χιλιάδες ψυχές, χωρίς να τις υπολογίζουν. Άνθρωποι βρώμικοι, κατασπαράζουν τις σάρκες των παιδιών, για να ικανοποιήσουν τις βρώμικες ορέξεις τους και δεν υπάρχει κανείς να τους σταματήσει. Μια αγέλη από κτήνη πλημμύρισε τον πλανήτη μας και βρωμοκοπάει δυσωδία, τέτοια που δεν μπορείς ούτε να ανασάνεις. Παντού βρωμιά, και έρχονται να ζητήσουν και τα ρέστα από τον Θεό.

Ρώτησε κανείς όμως, ο Θεός πόσα παράπονα έχει από τους ανθρώπους; Μάλλον όχι γιατί αυτό δεν βολεύει, ξέρουν ήδη την απάντηση του. Πως ζητάει κάποιος βοήθεια από τον Πανάγαθο, αφού ποτέ πριν δεν τον αναζήτησε, ούτε τον ευχαρίστησε για τα αγαθά που έχει. Μα το σπουδαιότερο κανείς δεν ακολουθεί τα χνάρια που άφησε εκείνος, στέλνοντας τον μονάκριβο υιό του για θυσία, των δικών μας αμαρτιών. Λείπει η αγάπη από τον κόσμο, το σημαντικότερο πράγμα που μας δίδαξε. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αγαπάει κάποιος, αν στο κεφάλι του έχει την απληστία,  την βρωμιά και το εγώ.

Ας ζυγίσουμε λοιπόν τα πράγματα, και να δούμε ποιος θα έπρεπε να έχει παράπονο και ποιος θα πρέπει να αλλάξει ζωή. 

Ίσως αν προσπαθήσουν οι άνθρωποι περισσότερο,  να καταφέρουν να έλθει στη γη και πάλι η ειρήνη  η αγάπη, και το χέρι του Θεού, που θα αγκαλιάσει ξανά τον άνθρωπο με την ίδια αγάπη.

Μύριαμ Κ. Ρόδος


Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Η γιαγιά χηναρου

Μια φορά και ένα καιρό,  σε ένα μικρό νησάκι, ζούσε ένας  όμορφος νέος. Αυτός ο νέος, αγαπούσε πολύ το νησί του και δεν ήθελε να το αποχωριστεί με τίποτα. Είχε σπουδάσει καπετάνιος και ταξίδευε για πολύ καιρό στην θάλασσα, μα πάντα γυρνούσε στο νησάκι του για να ξεκουραστεί. Ένα καλοκαιράκι, είχε πάλι ξεμπαρκάρει και πήγε στο νησί του. Ήταν βράδυ και όπως συνήθιζε, πήγε στο καπηλειό της γειτονιάς του. Ήταν δίπλα στην θάλασσα και ο ήχος των κυμάτων, μαζί με τον ήχο από την τσαμπούνα που έπαιζε ο κυρ Πέτρος, έκαναν την ατμόσφαιρα,  ειδυλλιακή. Εκείνο το βράδυ, όπως ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του, βλέπει μια  κοπέλα να βουτάει στην θάλασσα και να παίζει με τα κύματα. Ήταν λίγο σκοτεινά, αλλά το χρυσαφένιο φως του φεγγαριού, έλουζε τα μακριά ξανθιά μαλλιά της και φώτιζαν το προσωπάκι της, που έμοιαζε σαν αλάβαστρο. Σαν τέλειωσε το μπάνιο της, ντύθηκε και κίνησε για το σπίτι της. Πέρασε δίπλα από το καπηλειό, καθώς μόνο αυτός ο δρόμος υπήρχε. Μόλις την είδε ο Φοίβος, αυτό ήταν το όνομα του νέου, έκανε να σηκωθεί, μα αμέσως σταμάτησε. Μια άλλη γυναίκα μεγαλύτερη, ήταν μαζί με την κοπέλα. Πέρασε από πολύ κοντά και την είδε καθαρά, ναι ήταν το ίδιο όμορφη όπως μέσα στο νερό και κάτω από το φως του φεγγαριού.

Την άλλη μέρα, ο Φοίβος ρώτησε ποια είναι και που μένει, και σαν έμαθε, άρχισε να κάνει βόλτες εκεί γύρω. Ήταν πολύ δύσκολο  για την εποχή, να πλησιάσεις μια κοπέλα και να την εκθέσεις και έτσι διακριτικά την ακολουθούσε. Ο έρωτας του Φοίβου άρχισε να φουντώνει μέσα του, μα και η Δήμητρα δεν έμεινε ασυγκίνητη, και έκανε τα πάντα να βρίσκονται μαζί έστω και για ένα λεπτό.  Κάθε μέρα που πήγαινε στο νερό, τον έβλεπε να την περιμένει. Έπειτα ο Φοίβος, σκέφτηκε ένα παιχνίδι, με τα βότσαλα της θάλασσας. Δημητρούλα της είπε μια μέρα, αν για κάποιο λόγο δεν θα μπορέσω να σε δω, θα σου αφήνω ένα βότσαλο της θάλασσας και θα συμβολίζει κάτι. Το σ΄ αγαπώ, συνέχισε να λέει, θα είναι ένα ροζ βοτσαλάκι και της έδωσε ένα ροζ βότσαλο για να το θυμάται. Όταν θέλω να σε συναντήσω, θα σου αφήνω ένα ασπρόμαυρο πετραδάκι. Το λευκό με περίεργες γαλάζιες γραμμές, θα πει σε σκέφτομαι και μου λείπεις. Με τον τρόπο αυτό ο Φοίβος έφτιαξε ολόκληρο κώδικα επικοινωνίας. 

Μια μέρα, το πήρε απόφαση να πάει στο σπίτι της Δήμητρας και να την ζητήσει και έτσι μετά από λίγο καιρό, παντρεύτηκαν και εκπλήρωσαν επιτέλους τον μεγάλο έρωτα τους. Σε λίγους μήνες, ο Φοίβος έφυγε στα καράβια για δουλειά και όταν γύρισε, η γυναίκα του είχε γεννήσει ένα όμορφο κοριτσάκι. Έτσι περνούσε ο καιρός, με τον Φοίβο να ταξιδεύει και να γυρίζει μετά από καιρό στην αγκαλιά της αγαπήμενης του  γυναίκας και κοντά στην κορούλα του, που μεγάλωσε πια και έγινε κοτζάμ γυναίκα. 

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, η Δημητρούλα ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα, ένα κακό όνειρο την έκανε να τρέμει. Άρχισε να σταυροκοπιέται, Θεέ μου κάτι κακό συμβαίνει στον άντρα μου, άρχισε να λέει και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δεν έκλεισε μάτι όλη την νύχτα από τις σκέψεις και τον φόβο. Όταν ξημέρωσε, περίμενε καρτερικά για ένα καλό νέο, μα δυστυχώς, το κακό όνειρο της βγήκε αληθινό. Κυρά Δημητρούλα, φώναξε ο ταχυδρόμος, έχετε ένα τηλεγράφημα, η κυρα Δήμητρα τρέχει γρήγορα κοντά του. Μόλις διαβάζει το τηλεγράφημα σωριάστηκε κάτω λιπόθυμη.  Είδαν και έπαθαν οι γειτόνισσες να την συνεφέρουν. Μα τι έγινε κυρά Δημητρούλα; έλεγαν και ξανάλεγαν ανήσυχες οι γειτόνισσες. Κάποια πιο ψύχραιμη πήρε το τηλεγράφημα από τα χέρια της, και άρχιζε να διαβάζει. Ήταν από την ναυτιλιακή εταιρία που δούλευε ο άντρας της και έλεγε, σας πληροφορούμε, πως το καράβι Χρύσανθος βούλιαξε και χάθηκαν πέντε άντρες στα αγριεμένα κύματα, ο άντρας σας είναι μέσα στους αγνοούμενους. Η γυναίκα ήταν απαρηγόρητη, μέρα και νύχτα έκλαιγε και μοιρολογούσε,  το είδα εγώ το όνειρο και το ήξερα πως κάτι κακό έχει συμβεί. 

Πέρασε ενάμιση χρόνος και η κορούλα της παντρεύτηκε και έφυγε στην Αυστραλία. Πριν  φύγει, παρακάλεσε την μητέρα της να πάει μαζί της, μα εκείνη ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Δεν το κουνάω ρούπι από εδώ, της είπε κάπως αγριεμένη, και αν γυρίσει ο πατέρας σου που θα μας βρει; Η καημένη δεν το έβαζε κάτω και τον περίμενε να γυρίσει. Όταν πια έφυγε η κόρη της, η Δήμητρα έμεινε ολομόναχη και τον περισσότερο καιρό, τον έβγαζε κάτω στην θάλασσα. Μαζί της είχε και δυο χήνες, ήταν η καινούρια της συντροφιά. Τις είχε κανένα μήνα περίπου,  δώρο από την κόρη της και τις πρόσεχε σαν τα μάτια της. Όπου πήγαινε, την ακολουθούσαν οι φίλες της οι χήνες. Τα πιτσιρίκια του νησιού της έβγαλαν και παρατσούκλι, η γιαγιά χηναρού. 

Ήταν Κυριακή πρωί, η κυρά Δήμητρα είχε πάει στην εκκλησία να ανάψει κεράκι και μετά κατηφόρισε για την θάλασσα. Μαζί της είχε τις δυο χήνες της, που την ακολουθούσαν πιστά. Μπήκαν στο νερό, η κυρά Δήμητρα πήγαινε σιγά σιγά καθώς είχε γεράσει πια και δεν μπορούσε να τρέχει όπως παλιά. Κάποια στιγμή έχασε την μια χήνα και τρόμαξε πολύ. Άρχισε να την φωνάζει δυνατά, Αφρούλα Αφρούλα, έτσι την έλεγε, μα τίποτα, αυτή δεν φαινόταν πουθενά. Ήταν έτοιμη να φωνάξει βοήθεια, ώσπου την είδε ξαφνικά να έρχεται κοντά της. Δόξα τον Θεό είπε δεν πνίγηκες, μα τι είναι αυτό που κρατάς στο στόμα σου; Η χήνα την πλησίασε και η κυρά Δήμητρα έπιασε ένα βότσαλο από το στόμα της. Σαν να την χτύπησε κεραυνός, ένα βότσαλο λευκό με περίεργες γαλάζιες γραμμές. Σε σκέφτομαι, μου λείπεις, είπε σαν να διάβαζε κάτι, έπειτα φώναξε δυνατά,  με σκέφτεται με σκέφτεται ο Φοίβος μου και άρχισε να κλαίει χαρούμενη. Την άλλη μέρα η Αφρούλα βούτηξε πιο βαθιά και πάλι της έφερε πάλι ένα βότσαλο. Αυτή την φορά της όμως, έφερε ένα ροζ βοτσαλάκι και η κυρά Δήμητρα άρχισε να το φιλάει συνέχεια, με αγαπάει είπε και γέλασε χαρούμενη. Έπειτα πήγε σπίτι και φύλαξε καλά το βοτσαλάκι. Αυτό, συνεχίστηκε για καιρό, μάλιστα κάποια φορά που είχε πάει βράδυ στην θάλασσα, είδε μια φωτισμένη σιλουέτα να κάνει γύρους δίπλα της και κάτι παράξενα φώτα συνόδευαν την περίεργη αυτή φιγούρα. Η κυρά Δήμητρα ήταν πια σίγουρη, ο Φοίβος της ήταν εκεί και  περίμενε κάθε μέρα για να την δει. 

Το μαύρο κουτί στο εικονοστάσι είχε γεμίσει από διάφορες πετρούλες και η γριούλα  κάθε βράδυ,  έβγαζε τα βοτσαλάκια και τα φιλούσε. Ο Φοίβος είχε βρει τρόπο να επικοινωνεί με την γυναίκα του,  για να μην στεναχωριέται. Πράγματι η γριούλα, κάθε μέρα έριχνε και αυτή ένα βότσαλο με διάφορα συνθήματα και μετά από λίγο, λάμβανε το δικό της μήνυμα, που της έδινε μεγάλη χαρά και ελπίδα, πως θα αντάμωνε και πάλι κάποια μέρα με τον Φοίβο της.Ένα Κυριακάτικο πρωινό, πήγε από τα χαράματα στην Θάλασσα, έβρεχε πολύ, μα δεν την ένοιαζε. Βούτηξε ξανά στην θάλασσα μαζί με τις χήνες της, και η αγαπημένη της Αφρούλα της έφερε την πολυπόθητη ασπρόμαυρη πετρούλα. Το πρωί Βρήκαν την κυρά Δήμητρα χαμογελαστή, να κοιμάται στον αιώνιο ύπνο, ευτυχισμένη.  Και έτσι έζησε αυτή καλά, που αντάμωσε τον αγαπημένο της,  και εμείς καλύτερα που η γιαγιούλα  συνάντησε,  επιτέλους τον αγαπημένο της. 

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Η μαγική άμαξα

Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα πολύ μικρό νησί την Σύμη, υπήρχε μια μαγική άμαξα. Το άλογο στην ουσία ήταν μαγικό, γιατί αυτό εκπλήρωνε τις επιθυμίες των ανθρώπων. Όμως κατά ένα περίεργο τρόπο οι επιθυμίες των μεγάλων δεν εκπληρωνόταν, μόνο τα παιδιά έβλεπαν τις επιθυμίες τους να γίνονται αληθινές. 


Μια  μέρα, μπήκαν δυο παιδιά πάνω στην άμαξα. Το ένα ο Γρηγόρης, έτσι έλεγαν το παιδί, ευχήθηκε να το πάει μια βόλτα ψηλά στα σύννεφα, και ως δια μαγείας, βρέθηκε πολύ ψηλά. Στην αρχή, φοβήθηκε λίγο το ύψος, μα μετά όπως έβλεπε τις όμορφες εικόνες, με τα σύννεφα να τρέχουν και να να κυνηγούν το ένα το άλλο, μαγεύτηκε από την τόση ομορφιά και ξεθάρρεψε. Μερικά συννεφάκια είχαν κιτρινωπό χρώμα, γιατί ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του πάνω τους και τα χρωμάτιζε. Άλλα πάλι  είχαν γκρίζο χρώμα, γιατί είχαν πολύ νερό μέσα τους. Αλλά αυτό που τον μάγεψε, ήταν εκείνα τα σύννεφα που έκαναν την τέλεια απόχρωση του πορτοκαλί και του ροζ. Αφού είδε όλα τα σύννεφα του κόσμου, η άμαξα κατέβηκε και πάλι στην γη. 


Έπειτα μπήκε το άλλο παιδί ο Αχιλλέας, εκείνο ευχήθηκε να τον πάρει στον κόσμο του παραμυθιού. Με μιας η άμαξα άρχισε να σηκώνεται ψηλά, πολύ ψηλά και σε λίγο έφτασαν σε μια μικρή πόλη. Όλα ήταν μικροσκοπικά, τα σπίτια τα δέντρα, ακόμα και οι άνθρωποι, ίσα που φαινόντουσαν. Όταν είδαν τα ανθρωπάκια τον μικρό Αχιλλέα, άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα, γίγαντας, γίγαντας, φώναζαν και έτρεχαν να κρυφτούν. Το καημένο το παιδί τα έχασε, μα δεν ήρθα να σας κάνω κακό, είπε και άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυα του, έσκαψαν την γη και αμέσως έγινε μια μεγάλη λίμνη. Ένας πιο θαρραλέος, μικροσκοπικός άνθρωπος, τον πλησίασε και του είπε, μην κλαις γίγαντά μου, θα μας πλημμυρίσεις και θα πνιγούμε. Μα γιατί με φοβάστε; εγώ απλά ήρθα να σας δω. Ο μικροσκοπικός άνθρωπός τότε ήρθε πιο κοντά του και του είπε, είναι γιατί δεν έχουμε ξαναδεί, τόσο μεγάλο άνθρωπο. Το παιδί κάθισε κάτω, σταμάτησε το κλάμα και άρχισε τις ερωτήσεις. Τι είναι εδώ; ποια χώρα είναι; γιατί είναι τόσο μικροί οι άνθρωποι; Το μικροσκοπικό ανθρωπάκι, πήγε ακόμα πιο κοντά του και άρχισε να του μιλάει. Είσαι στη μαγική χαρούμενη χώρα, εδώ δεν υπάρχει λύπη, ούτε θάνατος, εδώ υπάρχει μόνο η αγάπη. Όλοι οι άνθρωποι, σε αυτή την χώρα,  είμαστε σαν μια οικογένεια και βοηθούμε ο ένας τον άλλον. Σήμερα, συνέχισε να λέει το ανθρωπάκι, μας τρόμαξες λιγάκι, γιατί δεν έχουμε ξαναδεί, τόσο μεγάλο άνθρωπο. Μα φαίνεσαι, είπε πως είσαι πολύ καλός, το είδα στα μάτια σου, και λέγοντας του αυτά το ανθρωπάκι, φώναξε να έρθουν κοντά όλοι οι άνθρωποι της μαγικής χώρας. Αφού μίλησαν και έπαιξαν, κάτι καινούρια παιχνίδια με το παιδί, ήρθε η στιγμή να φύγει, τους αποχαιρέτισε  με δάκρυα στα μάτια,  και έφυγε. Έκλαψε, γιατί του άρεσε τόσο πολύ αυτή η χώρα, με τους καλούς ανθρώπους, που δεν ήθελε να φύγει. Όμως,  σκέφτηκε και είπε από μέσα του, πως όταν μεγαλώσει, θα γίνει και αυτός καλός άνθρωπος, έστω και και σε μια άλλη χώρα σαν την δική του.


Ήρθε και η μέρα, που η μικρή Μαρία θα πήγαινε βόλτα, με την άμαξα. Αυτή, είχε ακούσει τόσα πολλά για την μαγική άμαξα και ήθελε να δοκιμάσει και εκείνη, να πάει βόλτα στην νεραϊδούπολη. Το κακό ήταν, που κανένας μεγάλος δεν πίστευε τα παιδιά και νόμιζαν, πως ήταν όλα της φαντασίας τους. Οι μεγάλοι κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν μπορούσαν να ανέβουν στην άμαξα και να πάνε όπου ήθελαν. Μερικοί για πλάκα είχαν ανέβει, αλλά η άμαξα έκανε την συνηθισμένη βόλτα, γύρω από την παραλία.


 Η Μαρία λοιπόν, φόρεσε το πιο καλό της φόρεμα, ένα ροζ και πήγε να εκπληρώσει το όνειρο της. Ήθελε με κάθε τρόπο να δει νεραϊδούλες. Μόλις πλησίασε την άμαξα, ένα φως περίεργο, φώτισε όλο τον τόπο.  Ανέβηκε πάνω με χαρά, και είπε στο άλογο, σε παρακαλώ, πάρε με στην νεραϊδοχώρα. Η άμαξα τότε σηκώθηκε πολύ ψηλά στον ουρανό και έτρεξε μέσα στον χρόνο. Σε λίγα λεπτά, άρχισε να κατεβαίνει, και τότε η Μαρία, είδε έναν απίστευτο κόσμο. Τέτοια ομορφιά δεν είχε ξαναδεί, μια νεραϊδούλα ήταν πιο πέρα, αλλά να, και άλλη και άλλη.  Μόλις είδαν το κοριτσάκι, το πλησίασαν και άρχισαν να του μιλούν.  Έπειτα για να το καλωσορίσουν, άρχισαν να χορεύουν. Χόρευαν τόσο όμορφα, που η Μαρία δεν σταμάτησε να χαμογελάει και να χτυπάει παλαμάκια. Μπράβο είστε υπέροχες, έλεγε και ξανάλεγε το κοριτσάκι. Μετά από λίγο ήρθε και η σειρά της Μαρίας να φύγει, μια νεραϊδούλα, ήρθε κοντά  και της έδωσε, ένα ζευγάρι παπούτσια. Μαρία μου της είπε, όταν μεγαλώσεις, να πας στον χορό και όταν φορέσεις αυτά τα παπούτσια, να είσαι σίγουρη, πως θα χορεύεις καλύτερα από όλα τα κορίτσια.  Γιατί είναι μαγικά. Η Μαρία, πήρε τα παπούτσια και τα έσφιξε γερά στην αγκαλιά της.  Ήταν σίγουρη, πως δεν θα τα αποχωριζόταν ποτέ, και έτσι έφυγε και εκείνη για την χώρα της, πολύ ευτυχισμένη. 


Τα παιδιά,  όλα όσα είχαν πάει με την μαγική άμαξα, βόλτα σε παραμυθένιους κόσμους, το έλεγαν στους γονείς τους. Όμως όπως ήταν φυσικό, κανείς δεν τα πίστευε. Αν, και για να τους αποδείξουν πως ήταν η φαντασία τους, πήγαιναν μαζί ως την άμαξα και το μόνο που κατάφερναν, ήταν να κάνουν, μια μικρή παραθαλάσσια βόλτα. Μόνο ένας τρελός πίστεψε τα παιδιά και σαν νύχτωσε, πήγε στην μαγική άμαξα. Μιλούσε στο άλογο, σαν τρελός που ήταν και του έλεγε, άλογο μου θέλω να με πάρεις και μένα μια βόλτα, μα δεν έχω λεφτά. Αν είχα παπούτσια, συνέχιζε να λέει στο άλογο, θα σου τα έδινα για πληρωμή, μα κοίτα, δεν έχω ούτε εγώ, και σήκωσε το πόδι του να του το δείξει. Η πατούσα του τρελού, ήταν κατάμαυρη και σκληρή, αφού όλη μέρα περπατούσε στις λάσπες και στα χώματα. Ανέβα πάνω στην άμαξα, του είπε το άλογο.  Ο τρελός, δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα, ούτε αναρωτήθηκε, πως ήταν δυνατόν, να μιλάει ένα άλογο; Ανέβηκε πάνω και η βόλτα του, είχε αρχίσει.  Ζήτησε να δει χιόνι, αφού στην Σύμη δεν είχε χιονίσει ποτέ, και η μαγική άμαξα, αμέσως τον πήρε,  σε έναν χιονισμένο τόπο. Αφού πέρασαν αρκετές ώρες, κατέβηκε και πάλι στην γη. Ο τρελός, χοροπήδαγε σαν κατσίκι και φώναζε, είδα χιόνι, είδα χιόνι, μα ποιος να πιστέψει τα λόγια του τρελού; κανείς. 



Έτσι συνέχιζε η μαγική άμαξα, να κάνει βόλτες και να εκπληρώνει τις επιθυμίες των παιδιών και κανενός τρελού. Γιατί, η μαγική άμαξα για να λειτουργήσει, έπρεπε αυτός που θα ανέβαινε, να έχει κρυστάλλινη και αγνή καρδιά. Δυστυχώς όμως, κανείς δεν έχει τόσο αγνή καρδιά, παρά μόνο τα μικρά παιδιά και οι τρελοί, που είναι στον κόσμο τους. Και έτσι, έζησαν όλα τα παιδιά καλά με την μαγική άμαξα και εμείς καλύτερα, που σκεφτόμαστε πως ο κόσμος μας είναι όμορφος και μαγικός,   επειδή υπάρχουν ακόμα  παιδιά.

Αν κάποτε, βρεθείτε στην Σύμη, η άμαξα, υπάρχει ακόμα, μόνο που δεν ξέρω αν θα λειτουργήσει μαγικά.  Γιατί αυτός που θα ανεβεί πάνω, πρέπει να είναι πολύ αγνός, και είναι πολύ δύσκολο στην εποχή μας αυτό. Αλλά δεν έχετε να χάσετε τίποτα, δοκιμάστε. 



 Μύριαμ Κ. Ρόδος

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Ο κακός μάγος και η πεντάμορφη

Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα όμορφο παραθαλάσσιο νησί, ζούσε μια πεντάμορφη κοπέλα. Ήταν τόσο απλή, χαρούμενη και γεμάτο κέφι για την ζωή. Κάθε πρωί πήγαινε στην θάλασσα και μάζευε πετραδάκια, της άρεσε να κάνει διάφορα πράγματα με αυτά. Οι γονείς της την λάτρευαν καθώς και όλοι στο νησί,  είχαν να πουν μόνο καλά λόγια για το κορίτσι αυτό.  Η πεντάμορφη χαμογελαστή νησιωτοπούλα,  ξυπνούσε  πάντα με  καλή διάθεση και άρχιζε το τραγούδι. Τραγουδώντας, έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Όταν έβγαινε να ποτίσει τις τριανταφυλλιές της, όλη η γειτονιά καμάρωνε την όμορφη αηδόνα. Γιατί είχε τόσο όμορφη και μελωδική φωνή,  που καθόντουσαν με τις ώρες να την ακούσουν. 

Ένα πρωινό, τέλειωσε τις δουλειές της και κίνησε πάλι για την θάλασσα, για κακή της τύχη όμως, ένας κακός μάγος μόλις ήρθε στο νησί. Αυτός λοιπόν ο κακός μάγος, είχε ακούσει τόσα πολλά, για την ομορφιά της,  που ήθελε να την γνωρίσει. Έτσι έφτασε στο νησί για να την αντικρίσει. Μεταμορφώθηκε σε έναν όμορφο νέο και πέρασε από δίπλα της. Γεια σου κοπέλα μου, είπε και προσπάθησε να γίνει καλοσυνάτος. Η κοπέλα, έστρεψε το κεφάλι να δει ποιος την χαιρέτισε. Όταν όμως τον αντίκρισε, ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της και τρόμαξε. Την είχε τρομάξει η κακιά του και ας ήταν καμουφλαρισμένη, εκείνη δεν μπόρεσε να την ξεγελάσει. Του ανταπόδωσε όσο πιο ευγενικά μπορούσε τον χαιρετισμό, και έφυγε με βιαστικά βήματα. Ο μάγος θύμωσε, μα γιατί δεν την θάμπωσα με την ομορφιά μου; αναρωτήθηκε.  Την άλλη μέρα, μεταμορφώνεται σε ένα ψαρά και κάθισε να την περιμένει. Όταν φάνηκε η πεντάμορφη, πήγε κοντά της και την ρώτησε, έρχεσαι κάθε μέρα εδώ κοπέλα μου; Μα η αντίδραση πάλι της κοπέλας ήταν ίδια, ρίγος και ένας αόρατος φόβος. Σχεδόν κάθε μέρα, του είπε και απομακρίνθηκε το ίδιο βιαστικά. Ο μάγος άρχισε να θυμώνει, τι στο καλό παθαίνει κάθε φορά που με βλέπει και φεύγει σαν κυνηγημένη;

Άφησε να περάσουν λίγες μέρες και αυτή την φορά εμφανίστηκε σαν ένα μικρό παιδί. Αυτό σκέφτηκε, δεν θα την τρομάξει. Όταν είδε την κοπέλα να έρχεται, πάει τρεχάτος κοντά της κρατώντας μια μπάλα. Θέλεις να παίξουμε μπάλα; καμώθηκε τάχα τον αφελή πιτσιρικά. Η κοπέλα κοντοσταμάτησε αφού είδε ένα παιδί και πήγε πιο κοντά του. Αυτό που αντίκρισε όμως την έκανε να τρομάξει περισσότερο. Ήταν ένα παιδί με διαβολικά μάτια, γιατί τα παιδιά σε αυτή την ηλικία έχουν πολύ αγνά αισθήματα και το βλέμμα τους είναι αθώο, αντίθετα με αυτό το παιδί που στεκόταν κοντά της. Μα τι είσαι εσύ; φώναξε τρομαγμένη η κοπέλα και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τότε ο κακός μάγος θύμωσε τόσο πολύ, που πήρε την δική του μορφή και μένα σάλτο, την έπιασε από το χέρι. Θέλω να σε κάνω δική μου είπε και θα σε κάνω, θα με παντρευτείς και θα φύγουμε στην χώρα μου. Η κοπέλα άρχισε να κλαίει και να τον παρακαλάει να την  αφήσει ήσυχη, αλλά αυτός δεν άκουγε τίποτα. Την πήρε με το ζόρι και την έκρυψε σε μια σπηλιά. Αν δεν πεις το ναι, εδώ θα σε αφήσω είπε να πεθάνεις.

Πέρασαν πολλές μέρες, η πεντάμορφη κοπέλα, δεν έλεγε να σταματήσει το κλάμα και αυτό νευρίασε τον κακό μάγο. Ένα πρωί της λέει, ήρθε η ώρα μου να φύγω, θα με ακολουθήσεις; Όχι ποτέ, του απάντησε εκείνη με δάκρυα στα μάτια. Προτιμώ να πεθάνω, παρά να έρθω μαζί σου. Άστραψε και βρόντηξε από τις φωνές, ο κακός μάγος. Αφού δεν θέλεις να έρθεις, σε μεταμορφώνω σε έναν άψυχο βράχο, θα παραμείνεις έτσι, σε όλη σου την ζωή, είπε και χάθηκε. Η κοπέλα έγινε ένας βράχος σε κάποιο απόκρημνο σημείο και έτσι την έχασαν όλοι οι δικοί της, που μάταια την έψαχναν. Πέρασαν έτσι πέντε χρόνια, και η κοπέλα παρέμεινε φυλακισμένη σε ένα βράχο, με μόνη παρέα τον αέρα που φυσούσε κάποιες φορές δυνατά, τον ήλιο και κανένα άγριο πουλί, που ερχόταν να κουρνιάσει στην αγκαλιά του βράχου.

Ένα πρωί, μόλις βγήκε ο ήλιος και άρχισε να ρίχνει τις ακτίνες του, στο πρόσωπο της πεντάμορφης, ακούστηκε ένας χτύπος. Μπα τι να είναι αυτό άραγε; αναρωτήθηκε η κοπέλα, σε λίγο άρχισαν να πυκνώνουν τα χτυπήματα και να δυναμώνουν. Κρίμα όμως γιατί δεν μπορούσε να γυρίσει, ούτε να σκύψει για να δει, τι ήταν αυτός ο επίμονος χτύπος. Σε λίγα λεπτά, ένιωσε ένα μεγάλο πόνο στον λαιμό, μα δεν μπορούσε να φωνάξει. Ένας άνδρας ανέβαινε στο κορμί της και σε λίγο έφτασε στο λαιμό της, όπου και την κάρφωσε βαθιά στον λαιμό. Το αίμα άρχισε να τρέχει και ο νέος τρόμαξε, μα τι στο καλό είναι τούτα; Χάιδεψε τρυφερά τον βράχο γιατί ένιωσε πως τον πόνεσε. Και τότε ξαφνικά, άρχισε να σχηματίζεται το πρόσωπο της κοπέλας. Ο νέος τάχασε, μα τι μου συμβαίνει; μήπως με πείραξε το υψόμετρο και έχω παραισθήσεις; Άρχισε να μιλάει και να απολογείται στον βράχο, συγνώμη για τον τραυματισμό, ήθελα μόνο να φτάσω στην κορυφή. Αφού χάζεψε για λίγο την κοπέλα, δάκρυα του ήρθαν στα μάτια, σαν έβλεπε το πονεμένο πρόσωπο στον βράχο. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί, όταν άκουσε μια γυναικεία φωνή να του λέει, βγάλε με σε παρακαλώ από εδώ.


Ο νέος τότε άρχισε να ανεβαίνει γρήγορα, όχι για να φύγει, αλλά για να βρει τρόπο να βοηθήσει το παράξενο πλάσμα του βράχου. Περίμενε λέει θα ανέβω πάνω και θα σκεφτώ, να με περιμένεις θα γυρίσω να σε πάρω μαζί μου. Έτσι άρχισε να ανεβαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν έφτασε στην κορυφή, μια μεγάλη έκπληξη τον περίμενε. Η πεντάμορφη κοπέλα που είδε στον βράχο, στεκόταν εκεί, με σάρκα και οστά. Επιτέλους τα μάγια έλυσαν και ελευθερώθηκε χάρη στον καλόκαρδο νέο. Σε ευχαριστώ πολύ του είπε και άρχισε να του εξηγεί τι έχει συμβεί, για να καταλάβει και εκείνος τι γίνεται. Πέρασαν μερικές ώρες και άρχισε να σουρουπώνει, τα δυο παιδιά βρέθηκαν να είναι αγκαλιασμένα. Μέσα στην μεγάλη  δυστυχία, άρχισε να γεννιέται ο μεγάλος έρωτας. Κράτα με σφιχτά, του έλεγε όλη την ώρα, η πεντάμορφη νησιωτοπούλα. Γιατί φοβάμαι, πως είναι όνειρο η λύτρωση μου.

Έλα σήκω να πάμε σπίτι, θα βραδιάσει και δεν θα βλέπουμε να γυρίσουμε. Έτσι πέρασαν από ένα στενό δρομάκι, που ήταν εκεί κοντά και γύρισαν σπίτι του νέου. Όταν ξημέρωσε η καινούρια μέρα, έτρεξαν αμέσως στο σπίτι της κοπέλας. Μόλις έφτασαν εκεί, είδαν τα λουλούδια του κήπου μαραμένα, τα παντζούρια του σπιτιού, κλειδαμπαρωμένα. Τότε η καρδιά της  σφίχτηκε σαν κόμπος από τον φόβο. Παναγιά μου φώναξε, κάτι έπαθαν οι γονείς μου και έτρεξε γρήγορα στην πόρτα. Χτυπούσε τόσο δυνατά, που όλη η γειτονιά βγήκε έξω. Μαμά, πατερούλη, φώναζε και ξαναφώναζε. Τότε άνοιξε η πόρτα και δυο γουρλωμένα μάτια την κοίταξαν. Μια μαυροφορεμένη, ταλαιπωρημένη γυναίκα, στεκόταν μπροστά της. Φανερά αδύνατη, ο πόνος και ο χρόνος, είχαν αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά της. Εκείνη όμως, την αναγνώρισε αμέσως. Ήταν η γλυκιά μανούλα της, που αδυνατούσε να πιστέψει σε αυτό το θαύμα.  Μαμά μου, εγώ είμαι η κορούλα σου, η γυναίκα δεν άντεξε τόση χαρά και σωριάστηκε κάτω. Όταν συνήλθε, νόμιζε πως είχε δει όνειρο και κοίταζε σαστισμένη γύρω της. Εκεί κοντά της ήταν και ο άντρας της, τον οποίο έτρεξαν στη δουλειά του, για να του πουν τα καλά μαντάτα,  οι γείτονες. 

Η κοπέλα έσφιξε στην αγκαλιά της τους γονείς της και τους είπε με κάθε λεπτομέρεια, τι είχε συμβεί. Μετά, φώναξε τον νέο που της έλυσε τα μάγια με την καλοσύνη του, για να τον γνωρίσει στους γονείς της. Από την άλλη μέρα, το σπίτι,  ζωντάνεψε πάλι και άρχισε να φυτεύει τα αγαπημένα τριαντάφυλλα της, από την αρχή. Τα παράθυρα διάπλατα να μπαίνει το φως και η μητέρα τρισευτυχισμένη να καμαρώνει το βλαστάρι της. Όταν παντρεύτηκε η κόρη της, έμεινε μαζί με τους γονείς της, γιατί ήθελαν να αναπληρώσουν, τα χρόνια που έχασαν. Δεν πέρασε και πολύς καιρός από την επιστροφή της πεντάμορφης, και μια μέρα της λέει, μάνα,  έλα θέλω κάτι να σου πω. Τι είναι κόρη μου πες μου, ετοιμάσου για εγγονάκι. Τρελάθηκε από την χαρά της η γυναίκα και άρχισε πάλι να κλαίει,  από χαρά. Όταν σχόλασε ο άντρας της, μαζί με τον γαμπρό τους, έκαναν ένα γλέντι που κράτησε τρεις μέρες. Και έτσι ευτυχισμένοι, έζησαν αυτοί καλά και εμείς που μάθαμε το ευτυχισμένο τέλος, καλύτερα.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Το συννεφάκι

Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένα μικρό συννεφάκι. Αυτό το συννεφάκι, διέφερε από όλα τα άλλα σύννεφα. Γιατί είχε ψυχή και συναισθήματα ανθρώπινα. Όταν λοιπόν του δινόταν η ευκαιρία, κατέβαινε πολύ χαμηλά για να ακούσει τις σκέψεις των ανθρώπων, που τόσο πολύ  αγαπούσε. Έτρεχε πολύ γρήγορα, για να προλάβει να ακούσει, όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσε. Το συννεφάκι πολλές φορές στεναχωριόταν. Γιατί άκουγε να κλαίνε και να ζητάνε από τον Θεό, να τους αφήσει να δουν κάποια αγαπημένα πρόσωπα, που είχαν χάσει. Μια μέρα το μικρούλη συννεφάκι, αποφάσισε να πάει στον Θεό. Το σκεφτόταν καιρό τώρα, μα δίσταζε. Όμως η αγάπη που είχε για τους ανθρώπους, το έκαναν να παραμερίσει τους δισταγμούς του και έτσι  πήγε στον Θεό, γεμάτος ταπεινότητα και αγάπη,  να του ζητήσει χάρη.


Θεέ μου, είπε και η φωνή του τρεμόπαιζε από φόβο και ντροπή, για την παράξενη χάρη που θα ζήταγε. Σε παρακαλώ, άσε με μια φορά, να φέρω στον ουρανό, έναν άνθρωπο για να δει μια τελευταία φορά, κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο. Ο Θεός δεν μίλησε για αρκετά λεπτά, και αυτό φόβισε το συννεφάκι. Όμως εκείνος σκεφτόταν, πως μπορεί ένα συννεφάκι να έχει τόσο μεγάλη καρδιά; Γιατί αυτό που του ζήτησε δεν ήταν για εκείνο, αλλά για κάποιον άλλο. Αφού πέρασαν αρκετά λεπτά σιωπής, ακούστηκε η βροντερή φωνή του Θεού. Εντάξει, να φέρεις έναν άνθρωπο, για πρώτη και τελευταία φορά. Ελπίζω, συνέχισε να λέει, να φέρεις αυτόν που έχει την μεγαλύτερη ανάγκη, για να δει τον άνθρωπό του.

Το συννεφάκι, τρελό από χαρά, έτρεξε πάλι κοντά στην γη,  να ψάξει και να βρει τον πιο απελπισμένο άνθρωπο της γης, που έχασε κάποιο δικό του. Περιπλανήθηκε, σε όλη την γη, άκουσε κλάματα, προσευχές, ικεσίες, και η καρδία του σφίχτηκε τόσο πολύ, που άρχισε να πηγαίνει τώρα αργά. Καθώς περνούσε από  μια μικρή πόλη, άκουσε κραυγές και κλάματα. Κάποια γυναίκα, είχε χάσει τον πατέρα της και παρακαλούσε να μπορέσει να τον δει, έστω ένα λεπτό και να του μιλήσει. Το μικρό συννεφάκι, σταμάτησε για λίγα λεπτά, μα σε λίγο, συνέχισε την πορεία του. Λίγο παραπέρα στην ίδια πόλη, ένας άνδρας, έκλαιγε γοερά, αυτός είχε χάσει την γυναίκα του και κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μικρό παιδί, μα και πάλι δεν σταμάτησε, συνέχισε τον δρόμο του. Ήταν πολύ  δύσκολο να αποφασίσει, ποιος άνθρωπος, θα έπαιρνε αυτό το μεγάλο δώρο.

Πέρασαν αρκετές εβδομάδες, μα το συννεφάκι, ακόμα να βρει τον άνθρωπο. Ώσπου, ένα σούρουπο, άκουσε μια γυναίκα να μοιρολογεί και να μιλάει μόνη της. Κατέβηκε πολύ χαμηλά, να ακούσει τον ψίθυρο  της και να καταλάβει τι είχε συμβεί. Η γυναίκα φορούσε μαύρα και φαινόταν φανερά εξαντλημένη.   Κάτι στα μάτια της, έδειχνε να μην επικοινωνούσε και πολύ με τον κόσμο της. Δίπλα της, καθόταν  ένας άνδρας, με μια μεγάλη γενειάδα,  ήταν μαυροντυμένος και έκλαιγε, βουβά. Χάιδευε κάθε λίγο τα μαλλιά της γυναίκας και προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Εκείνη όμως, ούτε που τον έβλεπε.  Γιατί ήταν σε ένα άλλο κόσμο, πονούσε πάρα πολύ και συνέχεια ψιθύριζε, γιατί Θεέ μου, γιατί. Έπειτα φώναζε ένα γυναικείο όνομα. Μαιρούλα μου έλεγε, μακάρι να μπορούσα να σε δω μια στιγμή και ας πέθαινα. Θέλω τόσο πολύ να σε αγκαλιάσω, για μια τελευταία φορά και να δω, πως είσαι καλά εκεί που βρίσκεσαι.

Το συννεφάκι τώρα, χαμήλωσε και άλλο και είπε, να ο άνθρωπος που θα πάρω στον ουρανό. Θέλεις να δεις την Μαιρούλα σου είπε; η γυναίκα τινάχτηκε πάνω και χωρίς να το σκεφτεί, φώναξε με όλη την δύναμη που της είχε απομείνει, ναι θέλω, θέλω. Ο άντρας εν το μεταξύ είχε αποκοιμηθεί και δεν άκουσε τίποτα. Ανέβα πάνω μου και θα σε πάρω εγώ να την δεις, της είπε το καλό συννεφάκι. Η γυναίκα υπάκουσε και σε λίγα δευτερόλεπτα, έφτασε τόσο ψηλά, που δεν μπορούσε να δει την γη. 

Αφού ανέβηκαν αρκετά, έφτασαν σε μια μεγάλη φωτεινή κοιλάδα. Από παντού, ακουγόταν μια ήρεμη γλυκιά μουσική που έκαναν την γυναίκα, να νιώθει απίστευτη χαρά και αγαλλίαση. Κάποια στιγμή, το συννεφάκι  σταμάτησε και είπε στην γυναίκα, να κατέβει και να προχωρήσει λίγο, για να δει την κορούλα της. Εκείνη, περπάτησε με γοργό βήμα και τα μάτια της, έψαχναν παντού να βρουν την λατρεμένη της κορούλα. Μανούλα μου; ακούστηκε τότε η γνώριμη φωνή της κόρης της. Η καρδιά της γυναίκας πήγε να σπάσει, τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν δάκρυα και αυτή τη φορά, από χαρά. Παιδί μου, μονάκριβη μου κόρη, είπε και έτρεξε να την αγκαλιάσει. Η Μαιρούλα, την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της και της είπε, μην κλαις μανούλα μου, εγώ είμαι πολύ καλά εδώ πάνω. Η μητέρα της τότε, άρχισε να την παρατηρεί, πράγματι, η κορούλα της φαινόταν πιο καλά από ποτέ. Φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα και στο προσωπάκι της διέκρινε την ηρεμία και την ευτυχία. 

Μανούλα μου, είπε το κοριτσάκι, σε παρακαλώ δεν θέλω να κλαις, γιατί μου χαλάς την ηρεμία μου, με κάνεις και στεναχωριέμαι. Βλέπεις πως είμαι καλά, να τα πεις και στον πατέρα μου να μην στεναχωριέται, εγώ θα είμαι από ψηλά και θα σας προσέχω. Θα είμαι σε κάθε σας βήμα, απλά να μην με ξεχάσετε. Η μητέρα της, την άκουγε προσεκτικά και σκεφτόταν, χαλάω χωρίς να το θέλω την ηρεμία του παιδιού μου, ενώ εκείνη είναι καλά εδώ. Έτσι με τις σκέψεις αυτές, αποφάσισε να μην κλαίει πια. Εντάξει Μαιρούλα μου, δεν θα ξανακλάψω, αλλά θα κάνω τα πάντα για σένα από εκεί κάτω, ώστε να είσαι υπερήφανη για την μητέρα σου. Σε λίγο ήρθε και πάλι το συννεφάκι και πήρε την γυναίκα, αυτή την φορά όμως, δεν έκλαιγε, ήταν χαρούμενη, έστω και αν δεν θα ξανάβλεπε το παιδί της. Ήξερε πως είναι καλά και αυτό της έφτανε, σε λίγο έφτασε στην γη και το συννεφάκι προσεκτικά την άφησε κάτω. Εδώ είπε στην γυναίκα τελείωσε η αποστολή μου, πρέπει να φύγω. Η γυναίκα το ευχαρίστησε και του είπε, πως έκανε κάτι πολύ μεγάλο για εκείνη.

Ξημέρωσε, και ο άντρας που είχε ξυπνήσει καθόταν δίπλα της και της κρατούσε το χέρι. Την κοίταζε πολύ ώρα, δεν είχε ξαναδεί το προσωπάκι της τόσο ήρεμο, από την ημέρα που είχαν χάσει την κορούλα τους, και αυτό του έκανε μεγάλη εντύπωση. Κάποια στιγμή η γυναίκα ξύπνησε και χαμογέλασε με τρυφερότητα στον άντρας της, σηκώθηκε έκανε καφέ και έπινε,  λες και δεν είχε συμβεί  τίποτα. Ο άντρας της άρχισε να ανησυχεί, λες να τρελάθηκε η γυναίκα μου; εκείνη όταν την έπαιρνε ο ύπνος για πολύ λίγο και ξυπνούσε, άρχιζε τα ουρλιαχτά και τα κλάματα. Η γυναίκα που κατάλαβε το σκεπτικό του, άρχισε να του εξηγεί όλα όσα είχαν συμβεί.  Βέβαια αυτός δεν την πίστεψε και νόμιζε πως το μυαλό της, είχε
αρχίσει να σαλεύει.  Αλλά όσο περνούσε ο καιρός,  η γυναίκα είχε ίδια συμπεριφορά, όπως ήταν πριν να τους συμβεί το μεγάλο κακό και έτσι η ζωή τους, άρχισε και πάλι να κυλάει στον ίδιο ρυθμό.  Μόνο που ο πατέρας, πονούσε ακόμα πολύ, γιατί δεν πίστεψε την ιστορία της γυναίκας του. 

Η Σοφία, έτσι έλεγαν την γυναίκα που είχε χάσει την κορούλα της, είχε αρχίσει να πηγαίνει στον ερυθρό σταυρό και να βοηθάει τις ελεύθερες ώρες  της. Ακόμα, έτρεχε σε όποιον είχε ανάγκη από την βοήθεια της και έκανε διαφορές αγαθοεργίες. Κάποιες φορές, όταν είχε συννεφιά, έβγαινε έξω στην αυλή της και έψαχνε να βρει το μικρούλι συννεφάκι. Πολλές φορές, το έβλεπε βιαστικό να τρέχει και το ξεχώριζε από όλα τα άλλα σύννεφα.  σήκωνε το χέρι της και το χαιρετούσε. Ήταν σαν να του έλεγε, σε ευχαριστώ πολύ, για ότι έκανες για μένα. Και έτσι έζησε εκείνη καλά, και εμείς καλύτερα που μάθαμε πως η Μαιρούλα είναι ευτυχισμένη κοντά στον Θεό.

Μύριαμ Κ. Ρόδος