Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Η Χρυσούλα

Η Χρυσούλα ήταν μια κοπέλα τριάντα πέντε χρονών, παντρεμένη με δυο παιδιά. Η ζωή της ήταν κόλαση, καθημερινά ακούγαμε φωνές τρομαγμένες να εκλιπαρούν για βοήθεια. Ο άντρας της Χρυσούλας ήταν πολύ βάναυσος και την χτυπούσε αλύπητα, εκείνη για να γλυτώσει την οργή του έτρεχε μισόγυμνη στους δρόμους χαράματα, αναζητώντας κάποιον να την βοηθήσει. Ήμουν  μικρή τότε για να καταλάβω κάποια πράγματα, το μόνο που θυμάμαι ήταν μια βαθιά λύπη για την γυναίκα αυτή. Πέρασαν δυο με τρία χρόνια και η Χρυσούλα συνέχιζε την ίδια ζωή, ξύλο και φανεροί μώλωπες από την βάναυση μεταχείριση του άντρα της. Όπως έμαθα αργότερα, την κακοποιούσε και σεξουαλικά σαν κτήνος. 

Μετά από λίγο καιρό η Χρυσούλα άρχισε να ψάχνει την αγάπη και την στοργή στην αγκαλιά άλλου άντρα, μόνο που δεν είχε καθαρό μυαλό και σωστή κρίση, είχε αρχίσει να διαταράσσεται η ψυχική της υγεία. Σαν λύση βρήκε να ψάχνει τον έρωτα, από άλλους άντρες. Της έλειπε η αγάπη, ο σεβασμός και φυσικά η ηρεμία και έτσι άρχισε την αναζήτηση. Τα έφτιαξε με ένα φανταράκι, κατά πολύ μικρότερο της.  Είχε την ψευδαίσθηση πως την αγαπούσε και για λίγο καιρό, πετούσε στα ουράνια. Αφού  εκείνος της έταζε τον ουρανό με τα άστρα,  για να την εκμεταλλευτεί και να περνάει καλά.

Ο καιρός πέρασε και ο φαντάρος τέλειωσε τη θητεία του και εξαφανίστηκε χωρίς να της πει κουβέντα. Τότε εκείνη άρχισε να τον αναζητάει παντού και να κλαίει απελπισμένα, αλλά αυτός σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Πέρασε καλά στην θητεία του και μετά σιγά μην καθόταν μαζί της. Όμως οι βλακείες τις Χρυσούλας δεν σταμάτησαν εκεί, άρχισε να γίνεται επιθετική και μέχρι που έδιωξε τον άντρα της μαζί με τα παιδιά να φύγουν από το σπίτι της. Γιατί νόμιζε πως αυτός ήταν ο λόγος που δεν εμφανιζόταν ο έρωτας της. Βέβαια καλά έκανε που τον έδιωξε, αλλά τα παιδιά της έπρεπε να τα είχε κοντά της.

Από εκεί και πέρα, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη και δεν έβγαινε έξω από το σπίτι της. Θυμάμαι οι πόρτες της ήταν ερμητικά κλειστές, ούτε παράθυρα άνοιγε και θα νομίζαμε πως έφυγε από την γειτονιά, αν δεν βλέπαμε την αδελφή της να της πηγαίνει ένα πιάτο φαγητό κάθε μέρα. Πέρασαν καμιά δεκαριά  χρόνια, άλλαξα γειτονιά και είχα χάσει την Χρυσούλα, σχεδόν την είχα ξεχάσει. Σε ένα από τα ταξίδια μου κάποια φορά, είδα μια γυναίκα γερασμένη και ξεμαλλιασμένη να κάθεται στην γωνία και να με κοιτάει. Εμένα δεν μου θύμιζε κάτι και συνέχισα να διαβάζω. Κάποια στιγμή την βλέπω να έρχεται προς εμένα. Τα ρούχα της ήταν άθλια, παλιά, λερωμένα και συνδυασμός  παντελονιού με φόρεμα μέχρι το γόνατο. Κατάλαβα πως κάτι δεν πάει καλά με αυτή την γυναίκα και λυπήθηκα. Όταν ήρθε κοντά μου, έκανα χώρο να καθίσει, αφού ήρθε και στάθηκε ακριβώς πάνω μου. Εσύ δεν είσαι η μικρούλα Μύριαμ που έμενες κοντά μου;  μου είπε. Τότε την κοίταξα καλά και προσπάθησα να θυμηθώ αν την ξέρω.  Είδα τα πελώρια γαλάζια μάτια της, που ακόμα διατηρούσαν το έντονο χρώμα, αν και θολά, σαν το μυαλό της, τα αναγνώρισα και της είπα, μήπως είσαι η Χρυσούλα; Ναιιι μου είπε και φωτίστηκαν τα μέχρι τώρα, σκοτεινά μάτια της. Έχω αρκετά χρόνια να σε δω, (δικαιολογήθηκα που δεν την γνώρισα)  άλλαξα γειτονιά και γιαυτό δεν σε θυμήθηκα. Της είπα αμέσως,  γιατί ένιωσα άσχημα που δεν την αναγνώρισα. 

Εκείνη με κοιτούσε εξεταστικά, ένιωσα τη ματιά  της να με διαπερνάει σαν να ήμουν κάτι περίεργο και ένιωσα άβολα. Γιατί με κοιτάς έτσι, της είπα για να βγάλω από πάνω μου, αυτό το επίμονο βλέμμα. Ξέρεις που πάω τώρα με ρώτησε; Όχι που θέλεις να ξέρω της απάντησα. Στην Λέρο στο ίδρυμα (ψυχιατρείο) είμαι και κατέβηκα με άδεια. Εκεί ήσουν χαμένη τόσο καιρό; ναι μου είπε, με έβαλε η αδελφή μου και μου πήρε το σπίτι. Δεν μίλησα και τι να πω δεν ήξερα αν ήταν αλήθεια η γέννημα της φαντασίας της και έτσι της άλλαξα κουβέντα. Τα παιδιά σου τα βλέπεις; καλά είναι; Όχι μου απάντησε και τα μάτια της βούρκωσαν, δεν με θέλουν. Μα εγώ κρύφτηκα και είδα την κόρη μου, συνέχισε να λέει και τα μάτια της φωτίστηκαν. Μεγάλωσε τόσο πολύ και είναι κούκλα, αλλά δεν θέλει ούτε να της μιλώ και ξανά βυθίστηκε στις σκέψεις της.

Έπειτα την ρώτησα αν θέλει καφέ και κάτι να φάει, μου είπε ναι, της αγόρασα κάτι, πήγα να της δώσω και λίγο χαρτζιλίκι μα δεν το δέχτηκε, είπε πως έχει. Έψαξα στην βαλίτσα μου και βρήκα ένα άρωμα και της το έδωσα, θυμήθηκα πως της άρεσαν πολύ, δεν έπεσα έξω έκανε σαν να της έδωσα θησαυρό. Στο ταξίδι αυτό, ήταν και η τελευταία φορά που είδα την Χρυσούλα, δεν ξέρω τι απέγινε, αν είναι καλά και που ζει. Όσο για το σπίτι της, αλήθεια έλεγε το πήρε η αδελφή της. Δεν ξέρω τον λόγο για να πω την γνώμη μου, αλλά αν εκμεταλλεύτηκε την ψυχική της διαταραχή και το πήρε, είναι κρίμα. Εύχομαι η Χρυσούλα να μπορέσει να βρει την γαλήνη στην ψυχή της και κάποια μέρα να την ξαναδώ, να είναι καλύτερα και κοντά στα παιδιά της.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Δεν υπάρχουν σχόλια: