Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Ο ΘΕΟΣ Η ΓΙΑΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

   

 
Μια μέρα ρώτησε ένα παιδί την γιαγιά του. Γιαγιάκα που είναι ο Θεός; και πως μπορούμε να φτάσουμε κοντά του; Η γιαγιά  έβαλε να καθίσει κοντά της το παιδί, πήρε ένα μικρό σκαμνάκι και κάθισε και εκείνη δίπλα του. Του έπιασε το χεράκι και άρχισε να του εξηγεί και να προσπαθεί, να του λύσει τις απορίες του.

 
Ο Θεός παιδί μου, άρχισε να λέει, κοντά του έχει αμέτρητους αγγέλους. Όμως για να φτάσει κάποιος να έχει την τιμή της θέσης αυτής, πρέπει να περάσει από ορισμένα στάδια ή δοκιμασίες να το πω καλύτερα, για να δείξει ότι την αξίζει. Υπάρχουν λοιπόν κάποιες αίθουσες αναμονής που περνούν από εκεί χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά, λίγοι είναι αυτοί που θα τα καταφέρουν. Υπάρχει η πρώτη αίθουσα, που είναι σκοτεινή και εκεί θα περάσει κάποιος αρκετό καιρό, μέχρι να πάει στην δεύτερη αίθουσα που είναι φωτεινή και ευχάριστη. Στην δεύτερη αίθουσα όταν μπει κάποιος, θα μπορεί να πετάει και να πηγαίνει όπου θέλει, ακόμα και να φτάνει στον Θεό. Αλλά δεν θα μπορέσει να μείνει για πολύ, αν δεν περάσει την δοκιμασία και να τα καταφέρει με επιτυχία. Όταν πια φτάσει στην τρίτη αίθουσα όλα είναι ευχάριστα και τίποτα το άσχημο δεν θα υπάρχει. Θα κάθεται δίπλα του και θα χαίρεται τον παράδεισο του.
 


Όταν κάποιος είναι στην πρώτη αίθουσα την σκοτεινή, ο Θεός φροντίζει να τον ξαναστείλει στην γη. Έτσι θα έχει την ευκαιρία πάλι,  να δοκιμάσει να περάσει τα εμπόδια και τις δοκιμασίες που θα του βάλει. Αν  προσπαθήσει αρκετά και τα  καταφέρει, θα μπει στην δεύτερη φωτεινή αίθουσα. Και για να καταλάβεις τι λέω άκουσε την ιστορία με μεγάλη προσοχή. Το παιδί έσφιξε το γερασμένο χεράκι της γιαγιάς και της είπε, σε ακούω γιαγιά μου πες μου. Κάποτε ήταν τρεις άνθρωποι οι οποίοι κατάφεραν να μπουν στην δεύτερη αίθουσα και ήταν έτοιμοι να περάσουν για την πρώτη, εκεί δίπλα στον πανάγαθο Θεό μας. Ο Θεός τότε έστειλε και τους τρεις ξανά πίσω στην γη για να περάσουν την τελευταία δοκιμασία. Γεννήθηκαν λοιπόν την ίδια μέρα, από διαφορετικές μητέρες σε άλλους τόπους και σε άλλες συνθήκες, τρία όμορφα αγοράκια. Ο πρώτος άγγελος γεννήθηκε σε μια μεγάλη πόλη και είχε πλούσιους γονείς, το όνομα του πάνω στην γη ήταν Εμμανουήλ. Σε μια άλλη χώρα και σε μια πιο μικρή πόλη γεννήθηκε ο Ιωάννης και τέλος γεννήθηκε ο Παύλος, ένα μικρό, στρουμπουλό και όμορφο χωριατόπαιδο.

Ο Εμμανουήλ μεγάλωνε χωρίς να του λείπει τίποτα, ήταν μοναχοπαίδι και δεν του χαλούσαν ποτέ χατήρι οι γονείς του και έτσι του έδιναν ότι ζητούσε. Ο Εμμανουήλ μεγαλώνοντας, έγινε πολύ κακομαθημένος, δεν έδινε σημασία στους ανθρώπους και περηφανευόταν που είχε χρήματα. Όταν μεγάλωσε, έγινε επιχειρηματίας στις δουλείες του πατέρα του. Μια μέρα, ήρθε ένας φτωχός κουρελής να του ζητήσει δουλειά, εκείνος τον κοίταξε με περιφρόνηση και του είπε, φύγε δεν παίρνουμε ζητιάνους στην δουλειά. Μα δεν είμαι ζητιάνος, είπε με δάκρυα στα μάτια ο φτωχός άνθρωπος. Δουλειά γυρεύω, να ζήσω τα πέντε μου παιδιά. Ο Εμμανουήλ όμως, δεν άκουγε κουβέντα και τον πέταξε έξω με τις κλωτσιές Έτσι ήταν πέρασε όλη του την ζωή φαντασμένα και με έναν σκληρό τρόπο αντιμετώπισης στους φτωχούς ανθρώπους.  Για αυτόν, τα πλούτη και το χρήμα είχε μόνο σημασία και τον έκανε ευτυχισμένο.

Ο Ιωάννης πάλι, προερχόταν από φτωχούς γονείς, που δούλευαν σκληρά για να μεγαλώσουν αυτόν και τα άλλα δυο αδέλφια του. Σαν μεγάλωσε και ο ίδιος, άρχισε να δουλεύει σκληρά και να συνεισφέρει, στο σπίτι. Του άρεσε όμως να βοηθάει και άλλους ανθρώπους, έστω και με τα ψίχουλα που έπαιρνε, αυτό τον ανακούφιζε και τον έκανε ευτυχισμένο. Ο Ιωάννης δεν ξεχνούσε ποτέ, να ευχαριστεί τον Κύριο και να τον δοξάζει. Φυσικά και οι τρεις άγγελοι δεν θυμόντουσαν την αποστολή τους στην γη, απλά ο Ιωάννης αγαπούσε τον Θεό και έκανε πάντα το θέλημα του. Ο Ιωάννης παντρεύτηκε μια  βοσκοπούλα και έκανε ένα γλυκύτατο  κοριτσάκι, αλλά μετά λίγους μήνες, αρρώστησε και πέθανε. Ο πόνος του ήταν μεγάλος, μα ποτέ δεν ξέχασε τον Θεό ούτε βαρυγκώμησε. Αντίθετα οι προσευχές του πλήθυναν και μέσα από αυτές, του ζητούσε να το έχει κοντά του και να το προστατεύει. Σαν  πέρασε λίγος καιρός, απόκτησε δυο όμορφα δίδυμα παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ήταν σαν θείο δώρο αυτά τα παιδάκια και έμοιαζε ο Θεός να ήθελε να τον ξεχρεώσει με αυτή την διπλή χαρά, επειδή  πόνεσε τόσο. Και έτσι ο Ιωάννης, συνέχισε την ζωή του ευχαριστώντας τον Θεό που ποτέ δεν ξέχασε.

Ο τρίτος άγγελος ο Παύλος, γεννήθηκε με μια σπάνια ασθένεια που τον καθήλωσε σε αναπηρικό καροτσάκι. Ο Παύλος όταν ήταν μικρός, παραπονιόταν συχνά για την κατάστασή του.  Γιατί εκτός το γεγονός ότι δεν μπορούσε να περπατήσει, είχε και φριχτούς πόνους στα κόκκαλα. Όμως ούτε αυτός τα έβαλε με τον Θεό, αντίθετα τον παρακαλούσε να του πάρει για λίγο τους πόνους. Όταν μεγάλωσε και έγινε άντρας πια, τις ώρες που δεν πονούσε, άρχισε να κάνει πράγματα δημιουργικά. Έγραφε και έγραφε τόσο ωραία που γρήγορα έγινε γνωστός. Η αναπηρία του δεν εμπόδιζε το μυαλό του, ούτε οι πόνοι του, αντίθετα του έδιναν δύναμη και έμπνευση  να γράφει. Ήταν τόσο χαρισματικός, που η φήμη του και τα βιβλία του πέρασαν την χώρα. Ο Παύλος ήταν χαρούμενος πια και δεν τον ένοιαζε που ήταν στο καροτσάκι. Έμαθε να ζει με αυτό και έτσι και αυτός βρήκε τον δρόμο της λύτρωσης από τον πόνο, κάνοντας τις σκέψεις του αμέτρητες σελίδες και βιβλία και όλα αυτά, με την συνεχή προσευχή προς  στον Θεό.

Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν από την ζωή, έφυγαν πάλι μαζί και οι τρεις άγγελοι και έτσι έφτασε η ώρα να σταθούν μπροστά στον Θεό, για να τους κρίνει. Πάει πρώτος ο Εμμανουήλ και στέκεται μπροστά στον Θεό, τι έχεις να πεις για την ζωή σου στην γη, Εμμανουήλ; ρώτησε ο Θεός, ήσουν δίκαιος; ελέησες φτωχούς; τάισες πεινασμένους και ανήμπορους; Θυμήθηκες καμιά φορά να με φωνάξεις, να σου δείξω τον δρόμο που έπρεπε να πάρεις; Ο Εμμανουήλ ντράπηκε και  κατέβασε το πρόσωπο του. Γιατί τίποτα από όλα αυτά δεν έκανε και το χειρότερο, είχε ξεχάσει εντελώς την παρουσία του Θεού. Μετά  πήγαν και στάθηκαν  οι άλλοι δύο, μπροστά στον Θεό. Τότε εκείνος τους χαμογέλασε  και τους φάνηκε τόσο γνώριμο αυτό το χαμόγελο. Γιατί πολλές φορές όταν τον φώναζαν, πήγαινε κοντά τους με το ίδιο   χαμόγελο και έδινε λύση στο πρόβλημα τους. Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν παιδί μου, είπε η γιαγιά και  οι δυο πέρασαν στην δεύτερη αίθουσα. Επειδή Ο Παύλος και ο Ιωάννης  δεν τον ξέχασαν και έκαναν το θέλημα του. Ενώ ο  Εμμανουήλ που ήταν φιλοχρήματος, σκληρός και που ποτέ δεν θυμήθηκε τον Θεό, ξαναπήγε στην πρώτη αίθουσα την σκοτεινή, άγνωστο για πόσο καρό.

Το παιδάκι ακούγοντας της την ιστορία της γιαγιάς που ήταν όλο αγάπη για τον Θεό, της είπε. Γιαγιάκα μου εγώ δεν ξέρω αν είμαι ένας άγγελος που ήρθε στην γη για δοκιμασία, αλλά σου υπόσχομαι θα κάνω ότι μπορώ να περάσω όλες τις αίθουσες με επιτυχία και να φτάσω κοντά στον Θεό. Η γιαγιά ήταν πολύ ευχαριστημένη από τα λόγια του εγγονού της και δεν ξέχασε να ευχαριστήσει τον Θεό, που την βοήθησε να μπορέσει να εξηγήσει στο παιδί πως πρέπει να ζήσει σύμφωνα με το θέλημα του. Η γιαγιά τελειώνοντας, γονάτισε μαζί με το παιδί και προσευχήθηκαν να τους δίνει φώτιση και να έχει όλο τον κόσμο καλά. Ακόμα ζητήσαν να βοηθήσει τους ανθρώπους, ώστε να μπορέσουν να βάλουν στην καρδιά τους ξανά την αγάπη, που τόσο έχει λείψει στις μέρες μας.

Μύριαμ Κ. Ρόδος


3 σχόλια:

iouliakormentza ==Ιουλία Κορμέντζα είπε...

ΠΟΛΥ ΤΡΥΦΕΡΟ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΑΜΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ !!!!!!!!!!!! ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ !!!!!

Μύριαμ είπε...

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ κυρία Ιουλία

Αγαθή Παπαδοπούλου - Λάιου είπε...

ΣΕ ΜΈΝΑ ΜΎΡΙΑΜ ΑΡΈΣΟΥΝ ΌΛΑ ΤΑ ΔΙΚΆ ΣΟΥ ΠΑΡΑΜΎΘΙΑ ,ΤΑ ΣΤΕΡΉΘΗΚΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΚΆ ΜΟΥ ΧΡΌΝΙΑ ΓΙΑΤΙ ΈΦΑΓΑ ΦΤΏΧΕΙ ΜΕ ΤΟ ΤΣΟΥΒΆΛΙ. ΕΊΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΟΥΛΊΑ ΕΊΝΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΊΟΥ ΝΑ ΤΗΝ ΚΆΝΕΙΣ ΦΊΛΗ ,ΠΟΛΎ ΜΜΟΡΦΩΜΈΝΗ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΊΑ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΊΛΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ!