Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΚΑΚΟΣ ΧΩΡΙΚΟΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΙΘΗΚΟΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα χωριό κατοικούσαν ήσυχοι και ευσεβείς άνθρωποι. Ήταν όλοι δεμένοι μεταξύ τους και βοηθούσε ο ένας τον άλλο σε κάθε δυσκολία τους και έτσι ζούσαν σαν αδέλφια, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Εκεί στο χωριό όμως, ζούσε και ένας πολύ μοχθηρός άνθρωπος, ποτέ του δεν γελούσε και δεν ευχαριστιόταν με τίποτα. Όταν έβλεπε τους συγχωριανούς του να μαζεύονται και να μιλούν αγαπημένοι, αυτός ζήλευε και σκεφτόταν πως θα τους βάλει να φαγωθούν για να γελάσει και το δικό του χειλάκι. Μόνο όταν τσακώνονταν οι άλλοι, αυτός ένιωθε χαρούμενος. Τα μάγουλα αυτού του κακού ανθρώπου, ήταν κατάμαυρα από την κακία και την μοχθηρία που είχε. Ποτέ δεν τα έβλεπες ροδοκόκκινα σαν τους άλλους χωρικούς και έτσι τον φώναζαν μαυρογυαλούρη. Ο μαυρογυαλούρης πάντα καθόταν μόνος του, γιατί δεν καταδεχόταν την παρέα  των άλλων χωρικών. 

Μια μέρα αποφάσισε να πάει στο βουνό για να σκεφτεί τι μπορεί να κάνει, για να  φέρει διχόνοια και μίσος μεταξύ τους. Πήρε λοιπόν μερικά βιβλία μαζί του, φαγητό και νερό για αρκετό καιρό και ξεκίνησε για το βουνό. Όταν έφτασε εκεί κάθισε σε ένα δέντρο να ξαποστάσει και να σκεφτεί τι θα μπορούσε να φέρει την διχόνοια σε αυτούς τους ανθρώπους. Καθώς σκεφτόταν ώρες ξαπλωμένος κάτω από το δέντρο, τα μάτια του φωτίστηκαν και ένα χαμόγελο διαβολικό, μαρτυρούσε ότι βρήκε ποιο σημείο ήταν αυτό, που θα έκανε τους χωρικούς να διασπαστούν και να μαλώσουν. Άρχισε τότε να διαβάζει και να σημειώνει ακατάπαυστα, σταματούσε μόνο να φάει και να πιει νερό. Κάποια στιγμή μετά από ώρες μελέτης, ένιωσε την παρουσία κάποιου ζώου, σηκώνει τα μάτια και βλέπει έναν μαύρο λύκο να τον κοιτάει. Στην αρχή τρόμαξε, αλλά μετά τον είδε φιλικό και ησύχασε. Θα πεινάει είπε και έβγαλε αμέσως κάτι, να του δώσει να φάει. Ο λύκος έφαγε την τροφή που του έδωσε ο χωρικός και μετά κάθισε κοντά του. Δεν έφυγε από εκεί λεπτό, ήταν σαν να τον συντρόφευε και να τον ενθάρρυνε, για το μοχθηρό σχέδιο που είχε βάλει στο κεφάλι του ο χωρικός.

Μια μέρα ο μαυρογυαλούρης, σταμάτησε να διαβάζει και να γράφει, δεν μπορούσε να συνεχίσει με τίποτα. Κάπου είχε σκαλώσει και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθόλου. Ο λύκος που φαινόταν να είχε καταλάβει τι συμβαίνει, πήγε κοντά του και άρχισε να του μιλάει με ανθρώπινη φωνή. Που κόλλησες φίλε μου; πες να σε βοηθήσω εγώ. Να δεν ξέρω πως να συνδυάσω τον Θεό και το δημιούργημα του έτσι όπως θέλω εγώ. Γιατί χάρη στα θεόπνευστα βιβλία, δεν μπορώ να βρω κάτι για να τα αντικρούσω και να συνεχίσω. Τότε ένα γέλιο σατανικό ακούστηκε, σαν να ερχόταν από τα έγκατα της γης, σείστηκε όλο το βουνό. Ο χωρικός τρόμαξε για μια στιγμή και κοιτούσε τον λύκο με φόβο, ο λύκος φυσικά κατάλαβε τον φόβο του και σταμάτησε αμέσως. Με φοβάσαι; τον ρώτησε και προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Ναι λίγο, για να σου πω την αλήθεια τρόμαξα, να σε ρωτήσω και εγώ κάτι λύκε μου; του είπε ο χωρικός. Ότι θέλεις ρώτα με, αποκρίθηκε ο λύκος. Πως μπορείς να με καταλαβαίνεις; και πως μιλάς ανθρώπινα; Α!!! πολύ εύκολο είναι αυτό, εσύ μου άνοιξες την πόρτα της καρδιάς και του μυαλού σου και έτσι αφού είμαι μέσα σου, με καταλαβαίνεις και σε καταλαβαίνω, είμαστε ένα τώρα πια.

Αφού μίλησαν και ξεκαθάρισαν κάποια πράγματα, ο λύκος του είπε να καθίσει για να του πει τον τρόπο που θα διχάσει τους συγχωριανούς του. Κοίτα θα ξεκινήσεις με την δημιουργία του κόσμου, εκεί είναι η ρίζα και εκεί πρέπει να χτυπήσεις, για να έχεις αποτέλεσμα και να γίνεις πιστευτός και έτσι άρχισε να λέει στον κακό χωρικό, ολόκληρο το σχέδιο του. Θα ισχυρισθείς ότι ο άνθρωπος είναι η εξέλιξη του πίθηκα, ενός ζώου που έχει τα περισσότερα όμοια χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Βέβαια θα είναι δύσκολο γιατί είναι αδύνατον να έχει τέτοια εξέλιξη ένα ζώο. Δες γύρω σου και πες μου τι βλέπεις. Εκείνη την ώρα, να σου ένας κόρακας που πετούσε ψηλά πάνω από τα δέντρα. Είναι δυνατόν ένας κόρακας να μεταλλαχθεί μετά από χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια και να γίνει περιστέρι; Όχι είπε ο άνθρωπος, αυτό είναι αδύνατον. Το ξέρω απάντησε ο λύκος και γιαυτό θα είναι δύσκολο το έργο σου. Καταρχάς θα φορέσεις αυτό που θα σου δώσω και βγάζει μια προβιά αρνιού και του την δίνει. Φόρα την, είναι μαγική και είναι αόρατη δεν θα φαίνεται. Μα τότε γιατί να την φορέσω; μα άνθρωπε μου έχει μαγικές ιδιότητες, με αυτή την προβιά δεν θα φαίνονται τα μοχθηρά μάτια σου. Οι άνθρωποι θα βλέπουν έναν καλοσυνάτο άνθρωπο, που θα έχει όλες τις καλοσύνες στο πρόσωπο του. Η φωνή σου θα γίνει γλυκιά και θα ακούνε ευκολότερα το κάλεσμα σου. Α! εντάξει, αν είναι έτσι θα την φορέσω, γιατί όλοι με λένε κακό και μοχθηρό με το που με βλέπουν, γιατί δεν μπορώ να κρύψω τα συναισθήματά μου.

Έτσι ο φθονερός χωρικός, φόρεσε την προβιά και με την βοήθεια του λύκου, ξεκίνησε για το χωριό. Εκεί άρχισε το έργο του και προσπαθούσε να σπείρει το ζιζάνιο της διχόνοιας και της πλάνης στους ανθρώπους. Μερικοί τον άκουγαν με ενδιαφέρον γιατί ο πονηρός άρχιζε με πρόλογο τον Θεό. Στην συνέχεια βέβαια τους έλεγε την ιστορία της μετάλλαξης και της εξελικτικής δημιουργίας με τον πίθηκο πρωταγωνιστή και μετά με το κράμα επιστήμης, θρησκείας, ιστορίας και αερολογίας. Όσοι τον άκουσαν και τον πίστεψαν, αμέσως άρχισαν να συνοδεύονται από έναν μαύρο λύκο, που τους συντρόφευε μέρα νύχτα και τους καθοδηγούσε. Όμως δεν άργησαν να τον καταλάβουν κάποιο άνθρωποι και άρχισε ένα κυνηγητό, για να σώσουν τους υπόλοιπους από τα νύχια των λύκων. Γιατί οι λύκοι που τους συντροφεύουν και είναι σαν πιστά σκυλάκια δίπλα τους, σκοπό έχουν να τους παρασύρουν, στο μαύρο τούνελ της ανυπαρξίας και μετά να τους κατασπαράξουν την ψυχή. Στο χωριό αυτό ο αγώνας  ενάντια στους πιθηκάνθρωπους λύκους  για την σωτηρία της ψυχής των συνανθρώπων, συνεχίζεται και ο μαυρομαγουλάρας με τους λύκους  φανερώνονται. Και έτσι έζησαν αυτοί  οι χωρικοί, με την ευλογία και την προστασία του Θεού καλά και εμείς καλύτερα.

Μύριαμ Κ. Ρόδος