Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

ΤΖΑΚ Ο ΦΥΛΑΚΟΒΙΟΣ

Ο Δημήτρης, ήταν ένας άντρας γύρω στα σαρανταπέντε. Αυτός είχε μια μικρή βιοτεχνία, που τα τελευταία χρόνια δεν πήγαινε καθόλου καλά, λόγο κρίσης. Μια μέρα και  αφού τον είχαν πνίξει τα χρέη, αποφάσισε να κλείσει την βιοτεχνία. Έμεινε τότε χωρίς δουλειά, με την μόνη περιουσία ένα μικρό σπιτάκι και τον σκύλο του. Ο Δημήτρης δεν είχε, ούτε ψωμί να αγοράσει, τον συντηρούσε η εκκλησία με μια μερίδα φαγητό που του έφερνε κάθε μέρα. Από αυτή την μερίδα, έτρωγε αυτός και ο σκύλος του. Το βράδυ πάντα κοιμόντουσαν νηστικοί, αλλά το είχαν συνηθίσει πια. Μια μέρα ήρθαν και του έκοψαν το ρεύμα, καθώς οι λογαριασμοί είχαν μαζευτεί και δεν είχε να τους πληρώσει. Και δεν έφταναν όλα αυτά, άκουσε από κάποιον, ότι θα βάλουν χαράτσι ακόμα και στα καλύβια. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε, που θα έβρισκε χρήματα να τα πληρώσει; Αν δεν πλήρωνε, θα του έκαναν κατάσχεση το μικρό του  σπιτάκι και τότε θα βρισκόταν στους δρόμους.

Κάθε νύχτα από την πολύ σκέψη, ο Δημήτρης την έβγαζε στην καρέκλα. Ο ύπνος του χάθηκε και την θέση του την πήρε η αϋπνία.  Ένα βράδυ, εκεί που καθόταν ακουμπισμένος στην καρέκλα του και κάτω από την χλωμή φλόγα ενός κεριού, του ήρθε μια ιδέα. Ναι το βρήκα είπε χαμογελώντας. Το πρωί, με το που χάραξε η ημέρα, τράβηξε τον δρόμο του για το  γραφείο του φίλου του. Περίμενε αρκετή ώρα μέχρι επιτέλους εμφανίστηκε. Ο συμβολαιογράφος,  όταν τον είδε να περιμένει στα σκαλοπάτια του γραφείου του,  ξαφνιάστηκε. Στην αρχή δεν τον γνώρισε καθώς  η παχιά γενειάδα,   του έκρυβε το πρόσωπο. Αλλά και τα ρούχα του ήταν ξεθωριασμένα και  σκισμένα στην άκρη. Σε τίποτα δεν θύμιζε τον παλιό Δημήτρη,  που ήταν πάντα περιποιημένος και φρεσκοξυρισμένος. Όταν όμως του μίλησε  ,τον αναγνώρισε αμέσως από τη φωνή του. Δημήτρη εσύ είσαι; τον ρώτησε λίγο αναστατωμένος από την εικόνα που έβλεπε. Ναι φίλε μου, εγώ είμαι. Μα εγώ τρόμαξα να σε γνωρίσω, τι σου συμβαίνει φίλε μου;

Μπήκαν μέσα στο γραφείο και τράβηξαν πίσω τους την πόρτα. Εκεί ο Δημήτρης του διηγήθηκε όλα τα γεγονότα και τον λόγο που τον έφερε, έως εκεί. Όση ώρα του μιλούσε, ο Μιχάλης, έτσι έλεγαν τον συμβολαιογράφο, τον άκουγε προσεκτικά. Και θέλεις δηλαδή να γράψουμε πάνω στο σκύλο σου το σπίτι; ναι φίλε μου να χαρείς και για την αμοιβή σου μην σκέφτεσαι, κάποτε θα βρω να στα δώσω. Μόνο το σπίτι μην μου πάρουν και βρεθώ στο δρόμο, γιατί στο λέω αυτό δεν θα το αντέξω θα βάλω τέλος στην ζωή μου. Ο Μιχάλης, αφού άκουσε καλά τι ήθελε να κάνει ο απελπισμένος Δημήτρης, αποφάσισε να του κάνει την χάρη και γιατί όχι, το έχουν ξανακάνει και άλλοι άνθρωποι στο εξωτερικό  γιατί όχι και στην Ελλάδα. Έπιασε λοιπόν την πένα του και άρχισε να γράφει, η   μεταβίβαση για το  σπίτι πάνω στον σκύλο έγινε. Όμως είχε την επικαρπία ο Δημήτρης. Ε! ναι, αν γινόταν κανένα κακό, να ψοφήσει δηλαδή μη κακό ο σκύλος του, να του μείνει το σπίτι. Η επικαρπία είναι η κυριαρχία του σπιτιού καμουφλαρισμένη. Και έτσι η μεταβίβαση έγινε με αυτό τον όρο.

Μια μέρα έρχεται ο ταχυδρόμος και του φέρνει ένα χαρτί, ήταν το χαράτσι του σπιτιού. Φυσικά δεν πληρώθηκε, που λεφτά ο σκύλος ή το αφεντικό του. Άρχισαν να έρχονται ειδοποιήσεις από την εφορία, αλλά και πάλι τίποτα. Ένα πρωί, χτυπάει η πόρτα και ανοίγοντας ο Δημήτρης, βρίσκεται απέναντι σε έναν αστυνομικό. Τι θέλετε ρωτάει φοβισμένος; Ήρθαμε να συλλάβουμε για χρέη προς το δημόσιο, κάποιον Τζακ. Ο Δημήτρης φανερά στεναχωρημένος φωνάζει τον σκύλο του, Τζακ έλα έξω σε γυρεύουν. Τι είναι αυτό; είπε νευριασμένος ο αστυνόμος, με κοροϊδεύεις;  όχι κύριε, Τζακ δεν ζήτησες; ορίστε. Αφού έγινε μια κουβέντα και έδειξε και τα χαρτιά, ο σκύλος συλλαμβάνεται από τον αστυνομικό και πάει στο τμήμα. Από εκεί έρχεται το μεταγωγικό και τον πάει στις φυλακές κορυδαλλού.  Στις φυλακές, όλοι οι φυλακισμένοι συμπάθησαν αμέσως το άμοιρο ζώο. Ο Τζακ την έβγαζε φίνα εκεί. Είχε  το φαγητό του, με το ρεύμα του ήταν, με τους συγκρατούμενους φίλους του, τι άλλο ήθελε; Τον στεναχωρούσε βέβαια η απουσία του αφεντικού του, αλλά παρηγορούνταν από τις επισκέψεις που του έκανε.

Πως τα περνάς Τζακ εδώ; τον ρώτησε σε ένα επισκεπτήριο. Ο Τζακ γαύγισε ικανοποιημένος, πάχυνες μπαγάσα ε; θα σε καλοπερνάνε εδώ. Ο Τζακ πήγε κοντά του και τον κοίταξε με βλέμμα όλο λύπη, γιατί να μην μπορούσε να έρθει και το αφεντικό μου εδώ μέσα σκέφτηκε, μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο Δημήτρης σαν να κατάλαβε την σκέψη του και του απάντησε. Ρε Τζακ λες να κάνω κάτι για να με φέρουν και μένα εδώ; είναι ωραία από ότι βλέπω, ούτε κρύο ούτε πείνα, ούτε αγώνας επιβίωσης, έχουν εδώ μέσα οι άνθρωποι.  Ο Τζακ κουνούσε γρήγορα την ουρίτσα του, ήταν σαν να συμφωνούσε με τα λόγια του αφεντικού του. Όταν τελείωσε το επισκεπτήριο, ο Δημήτρης έφυγε και τράβηξε τον δρόμο για το σπίτι. Στο δρόμο τα μάτια του φωτίστηκαν παράξενα, σαν να είχε ένα διαβολικό σχέδιο στο μυαλό του, Τι να σκέφτηκε άραγε το θολωμένο μυαλό από την πείνα και τις κακουχίες του Δημήτρη; Την άλλη μέρα πήραμε τις απαντήσεις και χορτάσαμε την περιέργεια μας. Οι εφημερίδες όλες έγραφαν για μια απόπειρα ληστείας ο δράστης συνελήφθη και με την διαδικασία του αυτοφώρου κρίθηκε ένοχος και τράβηξε τον δρόμο για τις φυλακές.

Τελικά οι μόνοι που την βγάζουν φίνα στην Ελλάδα τώρα πια, είναι οι φυλακισμένοι και οι πολιτικοί.

Μύριαμ Κ.Ρόδος

Δεν υπάρχουν σχόλια: