Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

ΤΟ ΤΡΥΠΙΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙ


Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς θυμάμαι, όλοι ετοιμαζόμασταν να υποδεχτούμε τον καινούριο χρόνο. Το μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σαλόνι στεκόταν καμαρωτό, καμαρωτό. Ο παππούς καθόταν στο τζάκι και φρόντιζε να μην σβήσει η φωτιά. Κάπου, κάπου πετούσε κανένα κούτσουρο για να την διατηρεί. Φαινόταν σκεφτικός σαν να ταξίδευε κάπου. Η γιαγιά βοηθούσε την μαμά στην κουζίνα. Το σπίτι μοσχοβόλαγε από τις μυρωδιές της βασιλόπιτας και της γαλοπούλας. Ο πατέρας μου καθόταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα και διάβαζε ένα βιβλίο, μέχρι να έρθει η ώρα του φαγητού. Παππού εσύ δεν θα αφήσεις τα παπούτσια σου κάτω από το δέντρο; τον ρώτησα, γιατί ήταν ένα έθιμο που πάντα διατηρούσαμε πιστά. Στολίζαμε κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο τα παπούτσια μας και όταν κόβαμε την βασιλόπιτα αφήναμε ένα μεγάλο κομμάτι στο δέντρο δίπλα, για να κεράσουμε τον Άγιο Βασίλη που θα ερχότανε. Εκείνος ερχόταν πάντα να μας φέρει τα δώρα όταν εμείς κοιμόμασταν και έπαιρνε το κομμάτι  που του αφήσαμε. Αν έβρισκε το φλουρί εκείνος, δεν μας το έπαιρνε, αλλά το άφηνε στο τραπεζάκι του σαλονιού, μάλλον για να μην μας πάρει το γούρι το έκανε.

Ο παππούς τρόμαξε όταν τον φώναξα, γιατί ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Ναι παιδί μου είπε τώρα θα τα βάλω. Τον είδα να σηκώνεται και να επιστρέφει πάλι, βαστώντας μια κούτα. Ωχ παππού πάλι το τρύπιο παπούτσι θα βάλεις στο δέντρο; μα γιατί δεν το πετάς; τι το θέλεις αφού είναι χαλασμένο; βάλε τα παπούτσια που σου αγόρασε η μαμά και είναι όμορφα, σκέψου τι θα λέει ο Άγιος Βασίλης σαν τα δει πάλι τρύπια. Θα νομίζει ότι δεν έχεις άλλα. Έλα  παιδί μου εδώ κοντά μου, είπε ο παππούς. Εγώ νόμιζα ότι ήθελε να με μαλώσει και ντράπηκα για την παρατήρηση που του έκανα. Πήγα κοντά στο τζάκι και κάθισα δίπλα του. Πριν από πολλά χρόνια, άρχισε να λέει ο παππούς, υπήρχε μια μεγάλη οικογένεια. Οι γονείς,  τρία παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια και μια γιαγιά. Ο πατέρας ήταν ναυτικός και κάποια φορά σε μια μεγάλη τρικυμία, το καράβι βούλιαξε. Από εκείνο το ναυάγιο σώθηκαν λίγοι άνθρωποι μόνο, αλλά ο πατέρας δεν βρέθηκε ποτέ. Η οικογένεια τότε άρχισε να περνάει δύσκολα. Η μαμά τους δεν έβρισκε δουλειά και περνούσαν με μια μικρή σύνταξη της γιαγιάς μόνο. Μια μέρα ήρθε ένας κύριος και τους χτύπησε την πόρτα, η μαμά έλειπε είχε βρει ένα μεροκάματο, να σφουγγαρίσει την σκάλα στην απέναντι πολυκατοικία. Άνοιξε την πόρτα η γιαγιά  και μιλούσε με αυτό τον κύριο. Φαίνεται κάτι άσχημο της έλεγε και η γιαγιά φώναζε, όχι μην το κάνεις αυτό σκέψου τα παιδιά. Το βράδυ το σπίτι φωτιζόταν  με κεριά, η μικρή που δεν καταλάβαινε τι έγινε, άρχισε να κλαίει και να φωνάζει να ανάψουν το φως. Η γιαγιά τότε την πήρε  αγκαλιά και της έλεγε παραμυθάκια μέχρι να κοιμηθεί. Το άλλο κοριτσάκι πήγαινε δευτέρα δημοτικού και θα έπρεπε τώρα να διαβάζει νωρίς πριν νυχτώσει, το ίδιο και ο αδελφός τους. Βλέπεις ο κύριος που ήρθε και τους χτύπησε την πόρτα τους είχε κόψει το ρεύμα.

Μια μέρα το αγόρι αρνιόταν πεισματικά να πάει στο σχολείο, όσο και να τον καλόπιανε η μαμά του. Εκείνος έλεγε πως έχει πονοκέφαλο. Δεν ήταν ότι δεν αγαπούσε το σχολείο, αντίθετα είχε στο νου του όταν μεγαλώσει να σπουδάσει, για να  μπορέσει να βοηθήσει την οικογένεια του. 'Όμως είχε την ατυχία να τρυπήσουν τα παπούτσια του και ντρεπόταν να πάει στο σχολείο, γιατί τα άλλα παιδιά σίγουρα θα τον κορόιδευαν. Δεν ήθελε όμως να το πει,  γιατί η μαμά του θα στεναχωριόταν που δεν θα μπορούσε να του αγοράσει άλλα. Ευτυχώς ήρθαν οι γιορτές και έκλεισαν τα σχολεία και έτσι γλύτωσε για την ώρα, την ανάκριση της μαμάς και της γιαγιάς. Η γιαγιά πρόσεξε ότι ο εγγονός της κρατούσε ένα τετράδιο και κάτι έγραφε συνέχεια, μετρούσε έκανε λογαριασμούς, αλλά δεν ήταν μαθήματα του σχολείου, κάτι άλλο έκανε. Κάποια στιγμή που το παιδί βγήκε στην αυλή, η γιαγιά κοίταξε κρυφά να δει τι έγραφε με τόση προσοχή και σκέψη. Όταν το έπιασε στα χέρια της άρχισε να συλλαβίζει,  καθώς δεν ήξερε και πολλά γράμματα. Όταν κατάλαβε τι έγραφε,   τα ρυτιδωμένα και κουρασμένα μάτια της, άρχισαν να βουρκώνουν. Ο εγγονός της όμως, γύρισε γρήγορα και  την είδε να κρατάει τις σημειώσεις του. Έτρεξε και τις πήρε από τα χέρια της γρήγορα. Η γιαγιά έκανε πως δεν είδε τίποτα, το ίδιο έκανε και ο εγγονός, αν και κατάλαβε από τα δακρυσμένα μάτια της ότι τα διάβασε. Όμως δεν ήθελε να ανοίξει συζήτηση και έτσι σώπασε. Τι έγραφε εκεί μέσα παππού, ρώτησα  διακόπτοντας την αφήγηση του παππού μου. Έκανε λογαριασμούς το αγόρι, μου απάντησε ο παππούς, για αυτά που θα αγοράσει στο σπίτι, με λεφτά που θα μαζέψει από τα κάλαντα των Χριστουγέννων.

Έφτασε η παραμονή Χριστουγέννων και το παιδί, σηκώθηκε από τα χαράματα. Έπρεπε να προλάβει να πει τα κάλαντα σε όσο περισσότερα σπίτια μπορούσε. Ήθελε να μαζέψει πολλά χρήματα για να κάνουν τα ψώνια για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι και να μην τους λείψει τίποτα. Ξεκίνησε μόλις άρχισε να φωτίζει μαζί με την αδελφή του την Μαρία. Να τα πούμε; έλεγαν όταν άνοιγαν οι άνθρωποι την πόρτα. Στα περισσότερα σπίτια όμως οι άνθρωποι τους έδιναν αρνητική απάντηση, σε άλλα πάλι τους έδιναν πενταροδεκάρες. Το  παιδί άρχισε να απελπίζεται, δεν θα μπορούσε να μαζέψει τα χρήματα που υπολόγιζε. Σε λίγο άρχισε μια δυνατή βροχή και τα παιδιά έγιναν μούσκεμα. Έτρεξαν σε ένα σπίτι εκεί κοντά, που είχε ένα μεγάλο υπόστεγο για να προστατευθούν. Το σπίτι αυτό έδειχνε να ήταν μιας πλούσιας οικογένειας, ήταν μεγάλο και πολύ όμορφο. Τότε σκέφτηκαν να δοκιμάσουν και εκεί να πουν τα κάλαντα. Το αγόρι χτύπησε το κουδούνι, που έβγαλε έναν ήχο σαν να ήταν καμπάνα, ντιν νταν και περίμενε.  Σε λίγο ένας κύριος άνοιξε την πόρτα. Τι θέλετε; ρώτησε με αυστηρό ύφος τα παιδιά. Να σου πούμε τα κάλαντα, απάντησαν εκείνα  φοβισμένα. Ο κύριος, αφού τα εξέτασε με την αυστηρή ματιά του, τους είπε περάστε μέσα. Τα δυο παιδιά πέρασαν την πόρτα και άρχισαν να λένε τα κάλαντα. Χριστός γεννάται σήμερον,  ο αυστηρός  κύριος,  πρόσεξε το αγοράκι  να έχει σκυμμένο το πρόσωπο του όση ώρα έλεγε τα κάλαντα και κάτι έκανε με το πόδι του. Είδε τότε ένα μεγάλο χαμόγελο στο παπούτσι του μικρού παιδιού, το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του έβγαινε σχεδόν όλο έξω. Μα δεν ήταν μόνο αυτό, τα ποδαράκια του είχαν βραχεί και η κάλτσα του, έσταζε νερά που πέρασαν μέσα. Το παχύ χαλί του σπιτιού βράχηκε και όταν το είδε το παιδί  τρόμαξε να μην τον μαλώσει ο κύριος  και προσπαθούσε με το ποδαράκι του  να βγάλει την κηλίδα για να μην φανεί. Η κίνηση όμως που έκανε εξάπλωνε το νερό και φαινόταν περισσότερο. Όταν το είδε αυτό ο παράξενος οικοδεσπότης δάκρυσε και στο νου του, ήρθε ένα μικρό παιδί που είχε το ίδιο “μοντέλο παπουτσιού” πριν από πολλά χρόνια. Περάστε να ζεσταθείτε στο τζάκι και να στεγνώσετε, τους είπε. Τα παιδιά δειλά, δειλά πήγαν και κάθισαν σε έναν δερμάτινο καφέ καναπέ.

Ο κύριος πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε με δυο αχνιστά ροφήματα, ότι έπρεπε να για να ζεσταθεί το κοκκαλάκι τους. Το πρόσωπο του κυρίου δεν ήταν πια αυστηρό, αλλά ζεστό και χαμογελαστό. Όταν ήμουν μικρός παιδιά μου, άρχισε να τους λέει, είχα ζήσει για λίγο καιρό σε ένα  ορφανοτροφείο.  Η μητέρα μου με έβαλε εκεί, γιατί δεν μπορούσε να με μεγαλώσει. Στα τρία μου χρόνια βρέθηκα μέσα εκεί, με μοναδική περιουσία, κάτι τρύπια παπούτσια. Ήμουν πολύ τυχερός όμως γιατί τον επόμενο χρόνο με υιοθέτησαν κάτι υπέροχοι άνθρωποι. Οι θετοί μου γονείς με πήραν στο εξωτερικό και με μεγάλωσαν με αγάπη. Φρόντισαν να με σπουδάσουν  ιατρική και έτσι έφτασα μέχρι εδώ που είμαι τώρα. Ο Λευτέρης άκουγε με προσοχή τον κύριο, έτσι έλεγαν το παιδί, μου είπε τότε ο παππούς, σαν εσένα Λευτέρη.     Έπειτα όμως ο κύριος Ξενοφών, όπως έλεγαν τον κύριο, ζητούσε να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε για τα παιδιά εκείνα. Ο Λευτεράκης εξιστόρησε τα γεγονότα και τον χαμό του αγαπημένου του πατέρα με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις δεν είχε ξεπεράσει τον χαμό του ακόμα. Αφού είπαν πολλά, ο κύριος Ξενοφών τους είπε, παιδιά ετοιμαστείτε να πάμε στα μαγαζιά, σήμερα θα πάρουμε ότι τραβάει η ψυχή σας.

Τα παιδιά σηκώθηκαν όλο χαρά, βγήκαν από το σπίτι και πήγαν σε ένα κατάστημα εκεί κοντά. Ξεκίνησαν με ρούχα και παπούτσια, ο Λευτέρης διάλεξε κάτι λουστρίνια μαύρα για να τα βάζει και στην εκκλησιά. Πήραν από δυο και τρεις φορεσιές, αλλά δεν ξέχασαν να πάρουν ρούχα και  για την  μικρούλα Ισμήνη, την αδελφούλα τους. Κάποια στιγμή του είπε ο Κύριος Ξενοφών, διάλεξε ακόμα ένα ζευγάρι πρόχειρα παπούτσια για το σχολειό σου, ο Λευτέρης θα το ήθελε πολύ αυτό μα δεν τα πήρε, γύρισε ευγενικά και είπε, θα μπορούσα στην θέση των δικών μου παπουτσιών να πάρω ένα παλτουδάκι της μανούλας μου να μην κρυώνει; Συγκινημένος  εκείνος του απάντησε, θα πάρουμε και της μανούλας και της γιαγιάς σου δωράκια, μην σκιάζεσαι διάλεξε τα παπούτσια σου εσύ. Ο παππούς μου κοντοστάθηκε λίγο ξεροκατάπιε και συνέχισε την ιστορία, εγώ δεν τόλμησα να μιλήσω, γιατί είχα αγωνία και δεν ήθελα να τον διακόψω. Όταν τελείωσαν με τα ψώνια, συνεχίζει ο παππούς, πήγαν στο σπίτι των παιδιών, ήθελε να έχει μια πιο καλή εικόνα για την κατάσταση των πραγμάτων. Η γιαγιά όταν είδε έναν ξένο κύριο τρόμαξε, μετά όμως της εξήγησε πως έχουν τα πράγματα και εκείνη ησύχασε. Ο κύριος Ξενοφών κάθισε να πιει το καφεδάκι και να φάει το γλυκό του κουταλιού, που τον πρόσφερε  η γιαγιά.

Σε λίγο γύρισε και η μητέρα των παιδιών, από το μεροκάματο. Όταν είδε τα πράγματα που έφεραν στο σπίτι έκλαψε. Ήταν πολύ περήφανη και της κακοφάνηκε λίγο, μα σαν είδε τα χαρούμενα προσωπάκια των παιδιών, σταμάτησε και ευχαρίστησε τον κύριο, για την χαρά που έδωσε στο φτωχικό τους. Τα Χριστούγεννα ήταν ο επίσημος καλεσμένος της οικογένειας. Στο τραπέζι, όταν κάθισαν να φάνε την γαλοπούλα, ο ευγενικός και καλός γιατρός Ξενοφών, έδωσε μια υπόσχεση στην μαμά μου. Να με σπουδάσει και να με κάνει και μένα γιατρό. Ναι γιε μου εγώ ήμουν το παιδάκι με το τρύπιο παπούτσι που το φυλώ από τότε σαν γούρι, είπε ο παππούς μου με δάκρυα στα μάτια και πολύ συγκινημένος. Χάρη στο παπούτσι αυτό, σπούδασα και εγώ και έγινα χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία. Πάντρεψα δυο αδελφές με το επάγγελμα του γιατρού.  Και λίγο αργότερα έκανα την δική μου οικογένεια και έτσι γεννήθηκε η μαμά σου και μετά εσύ.

Θυμάμαι ότι αγκάλιασα τον παππού μου σφιχτά εκείνη την ώρα, σαν να του έλεγα, πέρασαν παππού όλα τα άσχημα, τώρα έχεις εμάς κοντά σου. Την τρυφερή σκηνή την διέκοψε η φωνή της μαμάς, που μας καλούσε να πάμε στο τραπέζι για φαγητό. Καθίσαμε όλοι μαζί  ευτυχισμένοι, εγώ δίπλα στον παππού μου που με κοίταζε όλο τρυφερότητα. Αλλά  και εγώ τον κοιτούσα με λατρεία και ευγνωμοσύνη, που μοιράστηκε μαζί μου την δική του ιστορία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτά τα τόσο συγκινητικά Χριστούγεννα, που ο παππούς μου άνοιξε την καρδιά του και θα τα θυμάμαι όσο ζω.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ ΠΩΣ ΕΓΙΝΕΣ; ΔΕΝ ΣΕ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΩ


Μου έρχονται δάκρυα οργήςπόνου, μα και λύπης, δεν μπορεί πατρίδα μου να είσαι εσύΜήπως ονειρεύομαι και βρίσκομαι  αλλού; Αν πάλι είσαι εσύ η ίδια; πως άφησες να σου συμβεί τέτοιο κακό μεγάλο. Που είναι οι άνθρωποι σου; τα δικά σου παιδιά;  Γιατί αφήνεις να στα κατασπαράζουν τα αγρίμια, τρώγοντας τις σάρκες τους; και γιατί να φεύγουν τόσο μακριά

Πως μπορείς να είσαι τόσο ήσυχη, από την στιγμή που σε σκοτώνουν;   
γιατί δεν παλεύεις;  γιατί δεν αντιστέκεσαι; Ποια  σκέψη  σε βαραίνει και έχεις γίνει τόσο απόμακρη και ξένη;

 Κοίταξε στους δρόμους σου, τα  παιδιά σου πεινάνε και κρυώνουν. Οι ηλικιωμένοι αργοπεθαίνουν ζητώντας ένα πιάτο φαγητό, λίγη ζεστασιά και τα φάρμακα τους για να συνεχίσουν να ζουν. Οι νέοι έπαψαν να κάνουν όνειρα και δείχνουν τόσο τρομαγμένοι για το μέλλον.  Τόσο παράλογα σου φαίνονται όλα αυτά και δεν αντιδράς,  δεν κάνεις κάτι;  Έχω θυμώσει μαζί σου πολύ, γιατί  δεν μπορώ να πιστέψω  πως σταύρωσες τα χεριά σου αφήνοντας μας  μόνους και έρημους, να παλεύουμε να κρατηθούμε στην ζωή. Κοντεύουμε να χάσουμε την ταυτότητα μας και εσύ μας έκλεισες ερμητικά την είσοδο των μητρώων μας. Πως θα αποδείξουμε την εθνικότητα μας; μήπως τα παρέδωσες στους εχθρούς κρυφά και φοβάσαι να μας το πεις; Μίλα, τι σιωπάς;  γιατί δεν απαντάς; με κάνεις και τρομάζω  πες μια λέξη  μια συλλαβή να δω αν με καταλαβαίνεις. Θα ήταν μεγάλη συμφορά αν εσύ έχεις ξεχάσει να μιλάς την γλώσσα μας ή αν σου πήραν την λαλιά οι άλλοι, τότε αλίμονο μας. Μίλα μου μανούλα μου γλυκιά θέλω να σε ακούσω, μίλα μου.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

ΣΥΝΝΕΦΑ ΜΕ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Έκανε κρύο και εγώ περπατούσα βιαστικά. Τα σύννεφα έμοιαζαν να τρέχουν να κρυφτούν από κάτι και όλο πύκνωναν. Καθώς κοιτούσα τα χρώματα, γιατί αλλά ήταν λεύκα αλλά γκρίζα και αλλά απειλητικά μαύρα σύννεφα, άκουσα  μια φωνή να μου λέει,  τι τα κοιτάς; αυτά  είναι τα όνειρα   και οι ελπίδες σου. Τα λευκά είναι οι όμορφες σκέψεις που κάνεις, τα γκρίζα είναι οι επιθυμίες σου που δεν έγιναν ακόμα και δεν ξέρεις αν θα πραγματοποιηθούν,  τα μαύρα και απειλητικά σύννεφα είναι οι φόβοι σου, γιατί  νομίζεις ότι δεν θα πάνε κάποια πράγματα καλά στην ζωή σου. Έμεινα να τα κοιτάζω λίγη ώρα, αλλά  αυτά έτρεχαν σαν να ήθελαν  να συναντήσουν τον χρόνο.

Νομίζω όμως ότι στο χέρι μου είναι να τα αφήσω να υπάρχουν και να με απειλούν.  Έπειτα καθώς σκεφτόμουν κάποια πράγματα που με τρόμαζαν, μου ήρθε μια γλυκιά σκέψη στο μυαλό.  Η αγαπημένη μου αδελφούλα,  σίγουρα  ήταν στον ουρανό και θα  κοίταζε για να με προστατεύσει.  Μια σταγόνα βροχής έπεσε πάνω  στα μαγούλα μου και ανακατεύτηκε με τα δάκρυα, αυτό με δρόσισε και  με έκανε να νιώσω όμορφα.  Η βροχή τώρα δυνάμωσε, αλλά  έμοιαζε σαν να ήρθε για να εξαγνίσει τους φόβους και τους δισταγμούς μου για την ζωή. Σε λίγο τα σύννεφα χάθηκαν, καθώς γινόταν στάλες και έπεφταν στη γη. Και τότε κατάλαβα, ότι  η βροχούλα είναι ο αγιασμός που εξαγνίζει τις κακές σκέψεις μου. Σκέφτηκα,  ότι θέλω να βλέπω τον ήλιο της ελπίδας να λάμπει, κάθε μέρα για μένα, ακόμα και αν ο καιρός έχει συννεφιά. Γιατί  μέσα στην καρδιά μου θα υπάρχουν μόνο οι ζεστές και φωτεινές ακτίνες του δικού μου ήλιου που θα με ενθαρρύνουν να κοιτάω έναν καθαρό χωρίς μαύρα σύννεφα ουρανό. 

Μύριαμ Κ. Ρόδος