Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

O ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ ΚΑΙ Η ΓΟΡΓΟΝΑ

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια βραχονησίδα  ζούσε ένας φαροφύλακας. Ο μπάρμπα Λάμπρος, έτσι τον έλεγαν. Τον είχαν στείλει εκεί  να φροντίζει τον φάρο, ώστε να σηματοδοτεί την ύπαρξη του βράχου και τα πλοία  να μην  κινδυνεύουν. Το απογευματάκι συνήθιζε να κάθεται σε ένα ψηλό βράχο και να διαβάζει ιστορίες, από τα βιβλία που είχε πάντα μαζί του. Του άρεσε μάλιστα να διαβάζει φωναχτά, ίσως για να ακούει την φωνή του και να μην νοιώθει μόνος. Όταν διάβαζε άκουγε πολλές φορές ένα πλατσούρισμα μέσα στην θάλασσα, σκεφτόταν ότι θα είναι καμιά φώκια που κάνει βόλτες εκεί κοντά ή κανένα μεγαλόσωμο ψάρι και ποτέ δεν έδινε σημασία.

Ένα απόγευμα διάβαζε τον μαγεμένο πρίγκιπα, ένα παραμυθάκι που του άρεσε πολύ, όμως είχε λίγο πονοκέφαλο και σε κάποια στιγμή σταμάτησε να διαβάζει δυνατά. Γιατί σταμάτησες να διαβάζεις; ακούστηκε μια γλυκιά φωνή. Ο φαροφύλακας ξαφνιάστηκε, μήπως τρελάθηκα είπε και σταυροκοπήθηκε. Μα η φωνή ακούστηκε πάλι, συνέχισε σε παρακαλώ θέλω να ακούσω τι έγινε παρακάτω. Τότε σηκώθηκε και κοίταξε γύρω στο νησί μα δεν είδε κανέναν. Που κοιτάς; εδώ  είμαι στην θάλασσα, του είπε η φωνή.  Γύρισε τότε σαστισμένος και την είδε, ήταν μια όμορφη κοπέλα με ξανθά μαλλιά μέσα στην θάλασσα. Τι γυρεύεις κορίτσι μου μέσα στο νερό; πως έφτασες μέχρι εδώ; είπε γεμάτος απορία. Μα το σπίτι μου είναι εδώ μέσα στην θάλασσα.  Ο φαροφύλακας δεν καταλάβαινε τι έλεγε η κοπέλα. Τότε εκείνη που  είχε καταλάβει τις απορίες του, τον πλησίασε και του είπε, είμαι γοργόνα εδώ μένω μέσα στην θάλασσα. Φυσικά ο μπάρμπα Λάμπρος δεν την πίστεψε και γέλασε λίγο ειρωνικά, αλλά δεν πρόλαβε καλά καλά να μιλήσει και η μικρή γοργόνα έκανε μια βουτιά επιδεικνύοντας την ουρά της. Για λίγα λεπτά επικράτησε σιωπή, η γοργονίτσα περίμενε να δει αν την αποδεχτεί έτσι όπως είναι. Αφού πέρασε το πρώτο σοκ από την έκπληξη, άρχισε να της μιλάει ο Φαροφύλακας. Συγνώμη για την έκπληξή μου, αλλά νόμιζα πως δεν υπάρχουν γοργόνες. Άκουγα συνέχισε να λέει ο μπάρμπα Λάμπρος, τους ναυτικούς που έλεγαν διάφορες ιστορίες, αλλά νόμιζα ότι πως ήταν πλάσματα της φαντασίας τους και τα έλεγαν για να εντυπωσιάσουν εμάς.
Η γοργόνα γέλασε ευχαριστημένη, φαινόταν καθαρά από τον τρόπο που της μιλούσε, πως την αποδέχτηκε αμέσως και ήταν πολύ φιλικός μαζί της. Εμένα με λένε Κοραλλένια και ζω λίγο πιο μακριά από εδώ. Μια μέρα συνέχιζε να λέει, πέρασα από εδώ και σε άκουσα να διαβάζεις, το είπα στην νονά μου που είναι η μεγάλη γοργόνα η βασίλισσα μας και εκείνη μου είπε να μην σε πλησιάσω, όμως εγώ δεν μπόρεσα μου άρεσαν τόσο οι ιστορίες σου. Να έρχεσαι κάθε μέρα να σου διαβάζω, της είπε ο φαροφύλακας.  Εγώ μέχρι να βραδιάσει είμαι εδώ, έλα να κάνουμε παρέα και να σου διαβάζω ότι ιστορίες θέλεις. Από εκείνη την ημέρα, ο Μπάρμπα Λάμπρος και η Κοραλλένια έγιναν αχώριστοι.

Σαν τελείωσε ο μήνας ήρθε στο νησί ένας νέος, ήταν ο εγγονός του φαροφύλακα ο Λάμπρος. Ερχόταν στο ξερονήσι κάθε μήνα με μια μικρή βαρκούλα για να φέρνει του παππού του τρόφιμα, καθαρά ρούχα και ότι άλλο χρειαζόταν. Ο παππούς του αφού πήρε τα πράγματα κάθισε  να τον δει και να μιλήσουν λιγάκι, όπως συνήθιζε πάντα. Πες μου τα νέα από την πόλη παιδί μου, είναι όλοι καλά; Μια χαρά είναι όλοι. Α!! η Μαριγούλα του κυρ Παντελή παντρεύτηκε και ήμασταν καλεσμένοι, ο κυρ Σπύρος μου είπε να σου δώσω τα χαιρετίσματα του. Αφού είπαν τα νέα της πόλης, ο Λάμπρος ρώτησε και τον παππού του, εσύ παππού πως τα περνάς εδώ; δεν έχεις κουραστεί ακόμα; δεν βαρέθηκες την μοναξιά;  Ο παππούς με μάτια που έλαμπαν από χαρά και που είχαν και μια σπίθα πονηριάς για την ανακάλυψη  του είπε, παιδί μου δεν είμαι μόνος πια. Ο εγγονός παραξενεύτηκε, γιατί έχεις παρέα εδώ; Ναι απάντησε ο παππούς όλο περηφάνια, γνώρισα μια νεαρή γοργόνα και γίναμε φίλοι. Του Λάμπρου του ήρθε κεραμίδα, πάει ο παππούς σάλεψε από την μοναξιά, σκέφτηκε σιωπηλά. Ο παππούς όμως σαν παλιός και πιο σοφός κατάλαβε την σκέψη του. Έτσι παραξενεύτηκα και εγώ Λάμπρο μου, αλλά είναι πραγματικότητα, μείνε λίγο και θα την δεις.

Πέρασαν δυο ώρες από την συζήτηση παππού και εγγονού και ξαφνικά φανερώνεται η γοργόνα. Γεια σου Κοραλλένια, έλα πιο κοντά να σου γνωρίσω τον εγγονό μου, η γοργόνα ντράπηκε στην αρχή αλλά μετά πλησίασε. Γεια σου του είπε και εκείνη, ο Λάμπρος φανερά σαστισμένος αλλά και γοητευμένος από την πολύ όμορφη γοργόνα, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Απάντα ρε Λάμπρο στην Κοραλλένια τι έπαθες; του είπε ο παππούς του. Την ίδια όμως έκπληξη  είχε και η Κοραλλένια, δεν είχε ξαναδεί νεαρό αγόρι, γιατί η νονά της δεν την άφηνε ποτέ να πλησιάσει καράβι ή μέρος με ανθρώπους, την αγαπούσε και ήθελε να την προφυλάξει. Κάποια στιγμή άρχισαν να μιλούν και να λένε διάφορα, άρχισε να νυχτώνει όμως και ο Λάμπρος έπρεπε να φύγει. Αφού χαιρετίστηκαν  ο Λάμπρος πήρε την βάρκα και έφυγε. Μετά από λίγες μέρες όμως ξαναήρθε και πάλι, να δει τον παππού του.  Βέβαια αυτό ήταν αφορμή για να δει την Κοραλλένια, γιατί ήταν πια φανερό ότι υπήρχε κάτι παραπάνω από συμπάθεια. Ήρθε και άλλες φορές, ώσπου μια μέρα η γοργόνα εξαφανίστηκε. Η Κοραλλένια κλείστηκε στον υγρό κόσμο της, αλλά και  στον εαυτό της. Ο φαροφύλακας αλλά περισσότερο ο Λάμπρος, δεν ήξεραν  τι συμβαίνει και γιατί χάθηκε έτσι ξαφνικά.

Πέρασαν πολλές μέρες με την Κοραλλένια να μην θέλει να δει και να μιλήσει σε κανέναν, είχε πάθει κατάθλιψη. Η νονά της πληροφορήθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και έτρεξε να την δει. Τι σου συμβαίνει Κοραλλένια μου σε πείραξε κάποιος; όχι απάντησε εκείνη φανερά προβληματισμένη. Πες μου τι έχεις και θα φροντίσω να σε βοηθήσω εγώ της είπε η μεγάλη γοργόνα. Θέλω να γίνω άνθρωπος, να έχω πόδια και να μπορώ να ζω στην γη, είπε δυνατά και με λυγμούς η μικρή γοργόνα. Μα αυτό που μου ζητάς δεν γίνεται, οι άνθρωποι ζουν λίγο θα πεθάνεις μετά, δεν με νοιάζει της απάντησε και εδώ θα πεθάνω από το μαράζι και την στεναχώρια. Έλα μικρή μου στα λογικά σου, εμένα δεν με σκέφτεσαι καθόλου; εγώ μετά ποιον θα έχω θα φροντίζω και να αγαπώ; είπε η μεγάλη γοργόνα.  Από τότε που χάσαμε τους γονείς σου σε μεγάλωσα εγώ με φροντίδα και αγάπη. Η Κοραλλένια όμως δεν άκουγε τίποτα μόνο έκλαιγε.  Θέλω να παντρευτώ τον Λάμπρο, φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, κάτι μικρά ψαράκια εκεί κοντά τρόμαξαν και κρύφτηκαν  μέσα στα  βράχια. Η νονά της αφού είδε πόσο δυστυχισμένη ήταν της είπε, καλά θα σε κάνω άνθρωπο μα να ξέρεις θα μου λείψεις πάρα πολύ και δεν θα είμαι χαρούμενη πια.

Ήταν Κυριακή και ο Λάμπρος πήγαινε στην εκκλησία, περπάταγε στο στενό σοκάκι που ήταν όλο πλακόστρωτο, το μυαλό του όμως ταξίδευε αλλού. Καλημέρα του είπε ο φίλος του ο Φώτης που πότιζε εκείνη την στιγμή τον κήπο του, μα ο Λάμπρος δεν τον άκουσε συνέχισε να περπατάει. Τις σκέψεις του τις διέκοψε μια γνώριμη φωνή που τόσο λαχταρούσε να ακούσει, καλημέρα τι κάνεις; Τον Λάμπρο ήταν σαν να τον χτύπησε κεραυνός, παραπάτησε και λίγο να πέσει κάτω, από την σαστισμάρα του. Μα είναι δυνατόν λέει και γυρίζει να δει και ω!!! τι θαύμα, η αγαπημένη του ήταν εκεί. Ναι αγαπημένη του γιατί και εκείνος ένοιωσε τον ίδιο κεραυνοβόλο έρωτα με εκείνη και του έλειπε πολύ. Η Κοραλλένια τον πλησίασε και άρχισε να του εξηγεί τι έγινε.  Η καλή της νονά της διάβασε  τα μαγικά ξόρκια και την έκανε άνθρωπο. Σε μια εβδομάδα παντρεύτηκαν και κανείς δεν έμαθε ποτέ τι ήταν η Κοραλλένια. Τον γάμο τους φρόντισαν να τον κάνουν σε ένα εκκλησάκι δίπλα στην θάλασσα, για να μπορέσει να την δει η νονά της έστω και κρυφά νυφούλα. Η Κοραλλένια ήταν η πιο όμορφη νύφη που είδαν ποτέ οι άνθρωποι εκείνης της πόλης. Τα μαλλιά της ήταν στολισμένα με  ένα όμορφο κόσμημα από μαργαριτάρια, τα είχαν φέρει οι φίλες της οι γοργόνες. 

Πέρασε ένας χρόνος από τότε που παντρεύτηκαν   τα παιδιά και ζούσαν πολύ ευτυχισμένα. Την ευτυχία τους ήρθε να συμπληρώσει μια ακόμα μεγαλύτερη, η Κοραλλένια ήταν έγκυος στον έκτο μήνα, πετούσαν από την χαρά τους. Όταν ήρθε η ώρα με το καλό, γέννησε και έκανε δίδυμα κοριτσάκια. Ο γιατρός αφού τελείωσε με τον τοκετό, φώναξε τον Λάμπρο στο γραφείο.  Νεαρέ μου του είπε έκανες δυο πανέμορφα κοριτσάκια, όμως το ένα έχει πρόβλημα. Ο Λάμπρος τα έχασε, το παιδί του ήταν άρρωστο, τι έχει γιατρέ είναι σοβαρό; Κοίτα δεν μου έχει ξανατύχει τέτοιο περιστατικό, το ένα παιδί έχει ουρά αντί για πόδια. Το παιδί σας θα πεθάνει σύντομα, γιατί τα ζωτικά του όργανα δεν είναι φυσιολογικά. Ο Λάμπρος πήγαινε να σκάσει από την στεναχώρια του. Καλά γιατρέ μου θα το πάρω στο εξωτερικό το παιδί μας και κάτι θα γίνει. Πήγε μετά μέσα στο δωμάτιο και είδε την Κοραλλένια να κοιμάται ευτυχισμένη. Όταν ξύπνησε της είπε το πρόβλημα και έψαχναν μαζί  να βρούνε μια λύση για να σώσουν το μωρό τους. Το βρήκα είπε ξαφνικά η Κοραλλένια και τα μάτια της φωτίστηκαν.  Θα το δώσω στην νονά μου να το προσέχει και έτσι και το παιδί μας θα σωθεί και εκείνη  δεν θα στεναχωριέται που έφυγα.

Έτσι μετά από δυο μέρες, πήραν το παιδί και έφυγαν για το ξερονήσι.  Εκεί ο πάππους, τους  υποδέχτηκε με χαρά. Του εξήγησαν τι είχε συμβεί και μετά η Κοραλλένια πήγε κάτω στην θάλασσα. Νονά έλα να δεις τι σου έφερα, περίμενε λίγο και να η μεγάλη γοργόνα, τι είναι αυτό; πλησίασε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, έκανες μωρό; ναι νονά μου και στο φέρνω να το πάρεις κοντά σου. Γιατί δεν το θέλεις της είπε; το θέλω αλλά γεννήθηκε για την θάλασσα και ξετύλιξε να φανεί η ουρίτσα του μωρού. Γέννησα δυο όμορφα κοριτσάκια, μα το ένα γεννήθηκε σαν εμένα γοργόνα, αν δεν το πάρεις μαζί σου θα πεθάνει. Οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι να κάνουν ώστε να μπορεί να ζήσει.  Εντάξει της είπε στοργικά η νονά της δώστο σε εμένα και εγώ θα το αγαπάω και θα το φροντίζω σαν να είσαι εσύ. Η Κοραλλένια το φίλησε τρυφερά και το έδωσε στην νονά της. Η καρδιά μου πάει να σπάσει είπε, έτσι μικρούλα ήσουν και εσύ όταν οι γονείς σου πιάστηκαν στα δίχτυα και πέθαναν. Μίλησαν ακόμα λίγο και η μεγάλη γοργόνα βούτηξε στα βαθιά παίρνοντας την μικρή Κοραλλένια  μαζί της, έτσι την ονόμασε για να θυμάται την μαμά της.Όταν γύρισαν στην πόλη είπαν σε όλους ότι το παιδί πέθανε. Ο γιατρός τους έδωσε ένα χαρτί που έγραφε, ότι γεννήθηκε το κορίτσι με σύνδρομο της γοργόνας αλλά δεν άντεξε και πέθανε. Και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. 

Τώρα αν κάπου κάπου ακούτε ότι γεννήθηκε παιδί με σύνδρομο της γοργόνας, είναι γιατί σμίξανε οι δυο κόσμοι της θάλασσας και της ξηράς. Και να μην σας φαίνεται παράξενο, η αγάπη  έτσι είναι δεν υπολογίζει ούτε έχει σύνορα.

Μύριαμ Κ Ρόδος

4 σχόλια:

Αγαθή Παπαδοπούλου - Λάιου είπε...

Aχ βρε μύριαμ, πόσο σ'αγαπώ! Στα γεράματά μου ,μου γυρίζεις στα παιδικά μου χρόνια, που όμως δεν μου λέγαν παραμύθια, γιατί δεν ήξεραν και γιατί γυρίζαν κουρασμένοι απ'ατη δουλειά! Σ'ευχαριστώ γλυκιά μου, που με το ωραίο σου παραμύθι,με γύρισες πίσω και μου άνοιξες άλλους γλυκούς παιδικούς ορίζοντες! Είναι απο τα πιο ωραία και μιλά και για αγάπη ,που δεν έχει σύνορα!Πολλά συγχαριτήρια!

Μύριαμ είπε...

Ένα μεγάλο ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου, στην αγαπημένη μου φίλη κ. Αγαθή. Τα λόγια σου με δυναμώνουν και μου δίνουν το κουράγιο να συνεχίσω με αγάπη αυτό που κάνω.

Konstantinos είπε...

ΣΧΟΛΙΟ,ΣΧΟΛΙΟ ,ΣΧΟΛΙΟ,
ΤΙ ΣΧΟΛΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Σ'ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΕΧΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΨΥΧΗΣ,ΜΥΑΛΟΥ,ΚΑΙ ΠΕΝΑΣ ΣΟΥ ΜΥΡΙΑΜ ;;; ΔΕΝ ΑΦΗΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΚΑΝΑΛΙ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΕΙΣΔΥΣΟΥΜΕ ΚΙΈΜΕΙΣ..ΟΛΑ ΤΑ ΕΧΕΙΣ ΚΑΛΥΨΕΙ..ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ, ΤΗΣ ΖΩΗΣ,ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ,ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ ;;;;; ΟΛΑ ΜΑ ΟΛΑ,ΕΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΘΕΛΗΣΕΙ ΝΑ ΤΑ ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣΕΙ,ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΑ,ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΒΓΑΛΜΕΝΑ,ΕΙΝΑΙ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ..ΠΡΑΓΜΑΤΙ Σ'ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΕΣΑ,ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΠΛΟΥΣΙΟ ΤΑΛΕΝΤΟ ΣΟΥ,ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΗ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΕΧΕΙΣ ΣΤΟ ΝΑ ΤΑ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙΣ ΖΩΝΤΑΝΑ ΣΤΟ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥ ΔΙΝΕΙΣ ΖΩΗ,,ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΦΙΛΗ ΜΟΥ,ΚΑΙ ΚΑΜΑΡΩΝΩ ΓΙ'ΑΥΤΟ..Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΣΕ ΕΧΕΙ ΚΑΛΑ ..ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΙΛΗ Κα ΑΓΑΘΗ,ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΠΕΤΥΧΙΜΕΝΟ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΗΣ ΠΟΥ ΣΟΥ ΕΓΡΑΨΕ ΠΩΣ ΜΑΣ ΜΕΤΕΦΕΡΕΣ ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ..!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Μύριαμ είπε...

Ευχαριστώ πολύ Κωσταντίνε για τα καλά σου λόγια!!!!!!!!!