Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

TO MAΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ

Μια φορά και έναν καιρό στα πολύ παλιά χρόνια ανάμεσα σε μια κοιλάδα υπήρχε ένα βουνό. Αυτό το βουνό δεν ήταν ένα συνηθισμένο όπως όλα τα άλλα μα είχε κάτι διαφορετικό και παράξενο. Είχε δύο μεγάλες σχισμές  που όμως δεν μπορούσαν να τις δούνε όλοι οι άνθρωποι. Πάντα έβλεπαν την μία ανάλογα ποιός ήταν αυτός που την κοιτούσε. Η μια σχισμή οδηγούσε στο κακό και η άλλη στο καλό.

Σε ένα χωριό της όμορφης Ελλάδας  ζούσε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, η Πηνελόπη και ο Αντρέας. Αυτοί είχαν δυο παιδιά που τα μεγάλωσε σχεδόν μόνη της η Πηνελόπη, μια που ο άντρας της  δούλευε στα καράβια. Η Πηνελόπη ήταν μια πολύ καλή και άξια μανούλα μεγάλωνε με φροντίδα και αγάπη τα παιδιά της που την λάτρευαν το ίδιο.

Περνούσαν τα χρόνια και τα παιδιά μεγάλωναν, με την απουσία του πατέρα τους πολύ αισθητή. Όταν εκείνος ερχόταν καμιά φορά στην πατρίδα δεν καθόταν και πολύ στο σπίτι όλη μέρα έπινε στο καπηλειό της γειτονιάς. Ήταν ένας πολύ δύστροπος και παράξενος άνθρωπος, που με το παραμικρό αρπαζόταν.  Η αγάπη, η πίστη και η αφοσίωση όμως της γυναίκας  του, την  την οδηγούσαν να μην βλέπει  τις κακές συνήθειες, δεν άφηνε κανείς να πει κουβέντα κακιά για τον άντρα της. Πέρασε ο καιρός και ο Αντρέας επιτέλους πήρε την σύνταξη του και ήρθε να μείνει σπίτι του. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει και παντρευτεί.

Ο Αντρέας είχε αλλάξει όμως δεν ήταν πια ο κακός χαρακτήρας που ήξεραν όλοι, κάτι τον είχε αλλάξει. Η Πηνελόπη ήταν χαρούμενη με αυτή του την αλλαγή, αν και ώρες ώρες έμοιαζε να μην είναι εκεί. Καθόταν με τις ώρες σκεφτικός και σιωπηλός και δεν έβγαζε κουβέντα. Πολλές φορές προσπάθησε να μάθει τι έχει ο άντρας της αλλά αυτός δεν μίλαγε. Ένα όμως ήταν το σίγουρο ότι έδειχνε μετανοιωμένος για την προηγούμενη συμπεριφορά του.

Μια ηλιόλουστη μέρα, αποφάσισαν να πάνε εκδρομή. Ετοίμασαν μερικά φαγητά πήραν και μια κουβέρτα για να στρώσουν και ξεκίνησαν. Είχαν αποφασίσει να πάνε στην παράξενη κοιλάδα, μια που ο καιρός ήταν όμορφος. Προχώρησαν αρκετά ώσπου έφτασαν στην όμορφη μα παράξενη κοιλάδα. Έστρωσαν την κουβέρτα και άπλωσαν τα φαγητά κάτω. Κάποια στιγμή λέει ο Αντρέας, γυναίκα πάω μια βόλτα μέχρι το βουνό να μαζέψω λίγα χορταράκια εσύ μείνε εδώ να ξεκουραστείς.

 Η γυναίκα υπάκουσε όπως πάντα και έμεινε εκεί να περιμένει. Η ώρα περνούσε όμως και άρχισε να ανησυχεί. Ένα κουνελάκι μικρό που έκανε ώρες βόλτα εκεί κοντά, την πλησίασε  και η Πηνελόπη  με έκπληξη μεγάλη άκουσε να της μιλάει.

 Αν θέλεις να γυρίσει ο άντρας σου πρέπει να τον ψάξεις, αλλιώς δεν θα τον ξαναδείς είπε. Εκείνη έντρομη τινάχτηκε πάνω σαν να την χτύπησε κεραυνός. Που πρέπει να ψάξω; τι κακό έπαθε ο άντρας μου; άρχισε να ρωτάει το κουνελάκι. Αυτό βλέποντας την αγωνία της, της είπε. Ακολούθησε με θα σου δείξω εγώ που πρέπει να ψάξεις.

Η γυναίκα φανερά ανήσυχη και τρομαγμένη άρχισε να το ακολουθεί. Περπάτησαν αρκετή ώρα μέχρι που έφτασαν στο βουνό. Τότε ξαφνικά της λέει το κουνελάκι, εγώ πρέπει να φύγω τώρα, εσύ ψάξε να βρεις το πέρασμα που είναι πάνω  στο βουνό και μπες μέσα. Η γυναίκα σαστισμένη συνέχισε να περπάτα μέχρι που είδε το πέρασμα και μπήκε μέσα. Εκεί μέσα ήταν όλα φωτεινά και ξεκάθαρα, μια πολύ όμορφη μυρωδιά πλημμύριζε την σπηλιά.

Ξαφνικά άκουσε μια γνώριμη φωνή να της λέει: Πηνελόπη μου τι θέλεις εσύ εδώ; Γυρίζει και βλέπει την μητέρα της που είχε πεθάνει αρκετά χρόνια πριν. Γυρεύω τον άντρα μου είπε με δάκρια στα μάτια. Μήπως τον έχεις δει; Όχι κόρη μου και δεν νομίζω να τον βρεις σε αυτή την σπηλιά. Λίγο παραπέρα ήταν τέσσερις κοπέλες με τριανταφυλλί φόρεματα. Ποιές είστε εσείς τις ρώτησε η Πηνελόπη;  Εγώ είμαι η καλοσύνη της είπε η μία και αυτή δίπλα μου είναι η ευγένεια. Ακόμα μέσα εδώ βρίσκεται η γενναιοδωρία, και η αγάπη, όλες αυτές δηλαδή που έχεις μέσα σου εσύ. Αν κατάλαβα καλά ψάχνεις τον άντρα σου.  Λυπάμαι μα δεν έχει χώρο ανάμεσα μας. Στο μέρος που έχει μπει, υπάρχουν  άλλα πρόσωπα διαφορετικά από εμάς και δεν νομίζω να μπορέσει να βγει πια έξω.

Η Πηνελόπη ακούγοντας αυτά τα λόγια έβαλε τα κλάματα. Τι θα κάνω τώρα, δεν μπορεί καμιά σας να με βοηθήσει να τον βρω; Θέλω να με βοηθήσετε είπε φανερά απελπισμένη. Αν χρειαστεί είμαι διαθέσιμη να δώσω ακόμα και την ζωή μου για να τον βοηθήσω να βγει έξω. Τότε έρχεται μπροστά της ένας πολύ ψηλός άντρας που κρατούσε στα χέρια του μια παράξενη ζυγαριά και μια κλεψύδρα. Χμ λέει ωραία αφού το ζητάς θα σε βοηθήσουμε μα να ξέρεις σε ένα μήνα θα έρθουμε να σε πάρουμε. Ναι! φώναξε με χαρά ότι θέλετε φτάνει να με βοηθήσετε. Εντάξει πάμε της είπαν και ξεκίνησαν να πάνε να τον βρουν.

 
Εντωμεταξύ ο Αντρέας, όταν είχε φτάσει έξω από την σπηλιά, άκουσε κάτι σαν κλάμα. Και μπήκε  μέσα για να δει τι υπήρχε. Ωχ τι βρώμα είναι αυτή ψέλλισε; Μια έντονη δυσοσμία υπήρχε εκεί μέσα   σαν να είχε ψοφίμια παντού. Καθώς πήγαινε όμως να κάνει ένα βήμα ξαφνικά ακινητοποιήθηκε από μια άγνωστη δύναμη. Έκανε να σηκώσει το πόδι του μα τίποτα, προσπάθησε ξανά και ξανά, μα του κάκου. Όμως να, μια φιγούρα πρόβαλε και μαζί με αυτήν ακούει και μια φωνή. Αντρέα με θυμάσαι; εκείνος προσπαθούσε να διακρίνει ποια ήταν αυτή που του μιλούσε. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν μια γυναικεία φιγούρα. Είμαι η Μαρία από την Ισπανία, σου λέει κάτι αυτό; Τον Αντρέα άρχισε να τον κόβει κρύος ιδρώτας. Μα εσύ έχεις πεθάνει, είπε σαστισμένος εκείνος. Εδώ μέσα δεν υπάρχει το χάσμα ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή του απάντησε. Αμέσως μετά βλέπει κάτι πολύ άσχημες γριούλες να τον πλησιάζουν.

Ποιές είστε εσείς; είπε εκείνος με φανερή την αποστροφή του για την ασχημία τους. Εγώ είμαι η κακία λέει η πρώτη, εγώ το μίσος πετάχτηκε η άλλη. Και μετά συνέχισαν οι άλλες. Εγώ είμαι η αδικία και εγώ  ο πόνος που προκαλεί κάποιος με τις πράξεις του. Μετά ήρθαν και άλλες πιο μικρόσωμες και απαρίθμησαν ένα σωρό ονόματα κακών συναισθημάτων. Αφού συστήθηκαν η κακία λέει στον Αντρέα, μήπως τρόμαξες με  την τόση  ασχημία που είδες; Ναι λέει αυτός, ομολογώ ότι τρόμαξα λιγάκι. Κακώς είπε εκείνη με βροντερή φωνή, όλες αυτές που είδες είναι μέσα σου, είναι οι σκέψεις σου και οι πράξεις που έκανες στους ανθρώπους.

Μια σιωπή επικράτησε μετά από όλες τις αποκαλύψεις, ο Αντρέας κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να φύγει από εκεί. Τα πόδια του άρχιζαν να βγάζουν ρίζες και να χώνονται βαθιά στη γη. Μετά από λίγο άκουσε από το βάθος της σπηλιάς να τον φωνάζει η γυναίκα του. Αντρέα που είσαι; αυτός πάνω που είχε απελπιστεί, ξαφνικά φώτισε το πρόσωπό του μια μικρή αναλαμπή  αισιοδοξίας. Εδώωωω άρχισε να φωνάζει με όση δύναμη του είχε απομείνει. Η γυναίκα του που άκουσε τις κραυγές του έφτασε αμέσως κοντά του και τον αγκάλιασε με στοργή και αγάπη.  Τα δάκρια της έτρεχαν ασταμάτητα από την αγωνία και την λαχτάρα που πήρε. Πίσω από αυτήν όμως είχε ένα θεόρατο άντρα που κρατούσε μια ζυγαριά. Αυτός πλησίασε τότε και είπε. Για να δούμε είπε θα ισσοροπίσει η δεν θα κουνηθεί καθόλου;

Και αρχίζει να βάζει τις πράξεις του πάνω. Η μια πράξη που τον βάραινε περισσότερο, ήταν αυτό που έκανε στη Μαρία. Την είχε αφήσει έγκυο και εξαφανίστηκε. Εκείνη τον περίμενε μάταια ώσπου μαράζωσε και πέθανε. Από την σχέση αυτή όμως  είχε γεννηθεί ένα αγόρι. Ο ψηλός άντρας σταμάτησε και σε εκείνη την πράξη, την έβαλε στη ζυγαριά και τι να δει; ως εκ θαύματος άρχισε να ισσοροπεί. Τι είχε συμβεί; ρώτησε απορημένος ο άντρας. Έρχεται τότε μια όμορφη κοπέλα και τους λέει.  Όταν ο Αντρέας έμαθε για τον θάνατο της Μαρίας και την γέννηση του γιού του λύγισε. Πήρε το παιδί με στοργή και  φρόντισε να το μεγαλώσει. Το έδωσε σε μια θεία του και τους παρείχε ότι χρειαζόταν για να μεγαλώσει σωστά. Εκείνη το μεγάλωσε με πολύ αγάπη. Ακόμα από εκείνη τη στιγμή άρχισε να κάνει δωρεές και να βοηθάει τα ιδρύματα που είχε ορφανά ή εγκαταλειμμένα παιδιά. Αυτό ήταν, η ζυγαριά επιτέλους ισσορόπισε. Μπορείτε να φύγετε τους είπε ο ψηλός άντρας.

Έφυγαν τρεχάτοι για το σπίτι, αυτή η εμπειρία και οι αποκαλύψεις τους είχαν συγκλονίσει και τους δύο. Η Πηνελόπη όταν πήγαν σπίτι και για αρκετές μέρες μετά δεν έβγαλε κουβέντα, ήταν το ίδιο περιποιητική και έδειχνε με τον τρόπο της πόσο  πολύ τον αγαπούσε. 'Όμως καθόταν με τις ώρες σκεφτική, ήταν φανερό ότι κάτι την βασάνιζε.

Ένα βράδυ χτυπάει η πόρτα, η γυναίκα πηγαίνει αμέσως να ανοίξει, και τότε βλέπει μπροστά της τον ψηλό άντρα της σπηλιάς. Στο χέρι του κρατούσε την κλεψύδρα. Ο χρόνος σου της είπε τελείωσε. Δώσε μου ένα λεπτό να χαιρετίσω τον άντρα μου του είπε, όμως εκείνη τη στιγμή ο Αντρέας που είχε ακούσει την πόρτα πλησιάσε. Τι συμβαίνει; ρώτησε με αγωνία σαν είδε τον άνθρωπο αυτό. Η γυναίκα του εξιστόρησε την συμφωνία που έκανε, για να τον ελευθερώσουν από την σπηλιά.

 Εκείνος τότε άρχισε να κλαίει και να παρακαλάει. Άφησε την γυναίκα μου να ζήσει και πάρε εμένα, εκείνη είναι αθώα δεν έχει πειράξει ούτε μερμήγκι, άρχισε να λέει παρακαλώντας. Η γυναίκα του όμως μόλις τον άκουσε να λέει αυτά φώναξε. Όχι άντρα μου δεν είναι δίκαιο να φύγεις εσύ. Εξάλλου στην σκέψη πως θα σε χάσω για πάντα δεν θα αντέξω και θα πεθάνω και τότε θα πάει χαμένη η θυσία σου.

Η διαφωνία για το ποιός θα φύγει κράτησε αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκαν ότι ο ψηλός άντρας είχε φύγει. Ανακουφισμένοι πήγαν μέσα και ξάπλωσαν μαζί ευτυχισμένοι. Το πρωί βρήκαν ένα γράμμα που έλεγε  τα εξής. Επειδή είδα πόσο αγαπιέστε και την ειλικρινή μετάνοια του Ανδρέα, αποφάσισα να σας αφήσω λίγα χρόνια ακόμα να ζήσετε μαζί, όμως όταν θα ξανάρθω θα σας πάρω και τους δύο.

Το ηλικιωμένο ζευγάρι φανερά συγκινημένο και ικανοποιημένο, αγκαλιάστηκε τρυφερά όλο αγάπη. Και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

1 σχόλιο:

Konstantinos είπε...

ΔΙΔΑΓΜΑ,ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗΤΗ ΜΑΣ ΦΙΛΗ ΜΥΡΙΑΜ !!!!!!!! Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΓΑΠΗ,ΥΠΑΡΧΕΙ, ΣΥΓΧΩΡΕΙ,ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΤΗΣ ΔΙΟΡΘΩΝΕΙ ΚΑΘΕ ΑΣΧΗΜΗ ΣΓΙΓΜΗ, ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΗΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΝΑ ΜΕΤΑΝΟΙΩΣΕΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ..ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ,ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ,ΠΡΑΓΜΑ ΑΠΙΘΑΝΟ ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ...ΟΜΩΣ ,ΟΧΙ ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ,ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΝΗ !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!